Бесплатно

Ο Σινάνης: Κωμωδία εις πέντε πράξεις

Текст
0
Отзывы
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΣΚΗΝΗ Θ'

Η Ανθή μόνη, έπειτα η Χάιδω.

Ανθ. [καθ' εαυτήν] Ωχ Θε μου! άνοιξ η τύχη μου… μα πώς είναι γέρως τι πειράζει; δούπιαις, τάλλαρα, βενέτικα, να τρώγω καλά, να πίνω καλά, να φορώ καλά, και ας είναι μακάρι κούφταλο· δεν γλέπεις όσαις έχουνε νοιους; η περισσότεραις ψοφούνε απ' την πείνα· εγώ τότες θα κάμω φορεσιαίς στης φορεσιαίς, μόδαις στης μόδαις, διαμαντικά, λαχούρια, ασημικά, τι ναι, και τι όχι … το κακόν είναι που είναι φιλάργυρος ο διάβολος.. μολαταύτα τον καταφέρνω· εγώ είμαι καλή να γελάσω και τον διάβολο με την υποκρισία μου· στην αρχή θα καμωθώ που είμαι πγιο φιλάργυρη, ως που να με πιστευθή να με δώση το βιος του στα χέργια μου, κι' ύστερα τον φκιάνω καλά· ας αφίσουμε τώρα αυτό, είναι υστερινή δουλειά· απόψε θ' άχω κανένα σουαρέ άφευκτα· να φροντίσω λοιπόν τίποτις για φαγί· Χάιδω! ε Χάιδω!

Χάι. Ορίστ'.

Ανθ. Να, πάρ' αυτή τη δούπια, και πήγαινε να την χαλάσης .. έχει δεκάξη ρεγγίναις.

Χάι. Τι δούπλα; τούτ' είν' κάλπικο τάλλαρο.

Ανθ. Τον κακό σου τον καιρό … της είχες πιστεύω και στον τόπο σου! χωριάτισσα!! πήγαινε να την χαλάσης!

Χάι. Φέρτη.

Ανθ. Να, και γλίγωρα [τη δίδει την δούπιαν]

Χάι. Όσ' να κάμς' φτού, έφταξα. (αναχωρεί.)

ΣΚΗΝΗ Ι'

Η Ανθή μόνη, έπειτα ο Γιορδάνης.

Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τη γλέπεις τη χωριάτισσα που δε γνωρίζει την δούπια; αγκαλά τι να κάμη; που της είδε η κακομοίρα … ε, ας έλθουμε στον τζελεπή Σινάνη … ακούς ν' άχη ένα μιλλιούνι βενέτικα ο κερατάς; τι βιος! τι κακό! σαν πόσα σεντούκια θ' άχη γεμάτα!! ε και να πέφτανε στα χεράκια μου μια φορά… θα κάμω πράγματα που να θαμάξ ο κόσμος … τότες να δγιούνε μερικαίς που κορδόνουνται τώρα .. μπρε καμμιά σαν κ' εμένα δε θε ν' άναι.

Γιορ. (εισέρχεται κρυφίως ακούων την αδελφήν του ομιλούσαν μόνην) Κα κα κα λέ, καλέ τρε τρε τρε τρελάθηκες και λαλείς μο μο μο μονάχη σου, μονάχη σου;

Ανθ. Δεν τρελλάθηκα Γιορδάνη μου … κάτζαι να σε πω να χαρής.

Γιορ. Τι τι τί; τι, τί;

Ανθ. Παντρεύουμαι!! το ξέρεις;

Γιορ. Και και και, και με ποιόνα με ποιόνα!

Ανθ. Να μην το πης κανενού.

Γιορ. Τρε τρε τρε, τρελλάθηκα, τρελλάθηκα;

Ανθ. Με τον τζελεμπή Σινανάκη τον σαράφη.

Γιορ. (με θυμόν) Το γε γε γε γε σι σι σι σι σι, το γέρω Σινάνη; το κου κου κού, το κούφταλο; που που που που πού τον ψου ψου ψου ψου ψού, τον ψούνισες.

Ανθ. Καλά τον ψούνησα …. μεθαύριο να δγης βίος με τα σεντούκια.

Γιορ. Π, π, π, π, ποιος έκαμε της προ προ προ προ της προξενιαίς;

Ανθ. Ο μισέ Ροδάνης.

Γιορ. Ό ο ο ο, όφκαιραις κανάταις, πορδαίς γιο γιο γιο γιομάταις … ο

Σι σι σι σι Σινάνης δεν παντρεύεται.

Ανθ. Θα παντρευτή και να το δγης, και την πέμτη θάρθη εδώ να με κάμη το ραντεβού.

Γιορ. Του του του του, τούτην την πε πε πε την πέφτη;

Ανθ. Ναι μεθαύριο.

Γιορ. Να να να να να το δγιω, και να μην το πι πι πι πιστέψω.

Ανθ. Βάστα την καρδιά σου, και την πέμπτη γλέπης.

Χάι. (εισέρχεται φέρουσα τα τάλλαρα εις τας χείρας) Κυρά πάρ' τα τάλλαρα.

Ανθ. Αι, πάρε τέσσερα τάλλαρα, και να πάρης δυω τρεις όρνιθες, ένα δυω πέρδικες, αν εύρης ψάρια μεγάλα, βούτυρο, ρύζι, μέλι, πισκότα … να, άλλα δυω, να πάρης μαντολάτο, καταΐφι, φρούτα, γιατί έχω απόψα μουσαφιρέους· γλίγωρα Χάιδω μου .. εγώ θα σε παντρέψω πγια.

Χάι. Παντρέψ' δα πρώτα γι' ευγενίγια σ', κ' ας μείνω γώ: … (αναχωρεί)

Γιορ. Να κα κα, να κάτζω κι εγώ να φα φα φα να φάγω;

Ανθ. Κάτζαι.

Γιορ. Πα πα πα, πάγω κι έρχουμαι .. (αναχωρεί)

Ανθ. Ας πάγω κι εγώ να ετοιμαστώ για το σουαρέ (αναχωρεί.)

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'

Ο Ροδάνης έπειτα ο Μουζάνας.

Ροδ. (καθ' εαυτόν) όπου πορπατεί κατ' ηύρεν κ' ήφα, κι όπου κάθεται κατής τον ήφα … ήφεξέ μου καλά .. κι ακόμη θα μου φέξη θε … κατάφερά τη του διαβόντρου την τζαρταλλούδα να πάρη το γέρω… κι άμ' αν έλειπαν οι στραβοί αφ' τον κόσμο, κείνοι π' όχουν μάτια πώς θε να ζούσανε; μερικοί βρίσκουν βίος κάτ' αφ' τη γης, εγώ απάν' αφ' τη γης τ' όβρα, έννοια μου, γλίγωρις γένουμ' εγώ Σινάνης, αν πέση το βιος του στα χέργια της παράλυτης εκείνης, έτζι θεν τούτοι.

Μουζ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Καλή σπέρα σας

Ροδ. Ω μισέ Μουζάνα, και πώς ήταν και τούτο, και μας θυμηθήκετεν;

Μουζ. Ήλθα να σας πω τον πόνον μου, να σας ξεμολογηθώ σαν αδελφός την καρδιά μου, τι περνώ απ' εκείνον, τον αλιτήριο, το βερζεβούλη, το σατανά, το διάβολο των διαβόλων, τον αφεντικό μου .. δεν ψοφά ο καταραμένος, ο θεοήλατος, ο βρωμισμένος, για να γλυτώσω κι εγώ κι ο κόσμος από ένα τέτοιο σκυλλοπέτζι γεμάτο φλουρί, κι αχαΐρευτο!!!

Ροδ. Κ' ίντα σας κάμει;

Μουζ. Τριάντα πέντε χρόνια, τον δουλεύω τον θεοκατάρατο, φαγί δε βλέπω, φόρεμα δεν έχω, δυω παράδες την ημέρα με δίνει να τρώγω ψωμότυρο, πέντε γρόσια τον μήνα, τι να με κάμουνε!! βλέπω τα καλά του κόσμου, και τα λαχταρώ.

Ροδ. Και γιατί έν τον αφίνετεν, να βρήτεν άλλονε;

Μουζ. Με τάζει να με κάμη τζιράκι, και καρτερώ τόσα χρόνια … τώρα γέρασα, πού να πάγω πγια; (κλαίει)

Ροδ. Έννοια σας μισέ Μουζάνα, κ' η τύχη σας τώρη ν' αλλάξη θε… αυτός θα βλογηθή, και πέρνει μιαν καλή κοπελλιά, και θα καλοπεράστεν, μόνε να την έχετεν καλά, κι ό,τι σας λέγει να κάμνετεν.

Μουζ. Ναι το έμαθα … μα που δεν την ξέρω.

Ροδ. Εγώ πάγω σας και τη γλέπετεν καμμίαν άλλη ώρα..

Μουζ. Σας παρακαλώ … δούλος σας (αναχωρεί).

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'

Η Βιτώρια η Ανθή και η Χάιδω, έπειτα ο Γιορδάνης

Βιτ. Στη ψυχή της νενές, ότι γλύτωσα απ' τη δουλειά … τώρα τ' άφηκα το βελόνι απ' τα χέρια μου. . . καταζαλίστηκα σήμερα μ' εκείναις της μπιμπίλαις.

Ανθ. Πώς να το μπαλώσης που δεν ήρτες να με δγης σήμερα, κ' ηύρες πρόφασι της μπιμπίλαις … ας της έπερνες στο χέρι σου, κι ας ερχόσουνα μιαν ωρίτζα να με δγης … αγκαλά η αφεντιά σου πολλά ολίγον ζαλίζεσαι διά εμένα.

Βιτ. Όσο ζαλίζεσαι κι η ευγενία σου … κάτι βλέπω συγυρίσματα, τι τρέχει;

Ανθ. Ναι, καμώσου το πως δεν τ' όμαθες, ή πως δεν το κατάλαβες!

Βιτ. Δεν έχω είδησιν, να με κόψη ο Θεός.

Ανθ. Και δε σε είπε κανείς τίποτες;

Βιτ. Μα σαν τι;

Ανθ. Πως αρραβωνιάστηκα.

Βιτ. (γελώσα) Ο Γιορδάνης με είπε κάτι, μα δεν επίστεψα, γιατί εκείνος τα κόβγει τα ψέματα χωρίς κουμέρκι.

Ανθ. Και τι σε είπε;

Βιτ. Πως θ' αρραβωνιασθής την πέμπτη με τον Σινάνη τον σαράφη …αληθινά;

Ανθ. (με χαράν) Αληθέστατα.

Βιτ. Και εις τα τέλεια. (γελώσα)

Ανθ. Με περιπαίζεις;

Βιτ. Τι τεργιάζει καιρά μου! είναι κανένα παράξενον;

Ανθ. Σε γλέπω που γελάς.

Βιτ. Γελώ διά το ατέργιαστο.

Ανθ. Και δε με τεργιάζει καιρά μου, να πάρω ένα τέτοιον πλούσιον; ή ζούλεψες και σε τούτο!!!

Βιτ. Όχι αδελφή, δεν εζούλεψα… αλλά είπα ατέργιαστο διότι αυτός είναι πολλά γέρως, κ' η ευγενία σου πολλά νέα … έπειτα τι με μέλλει!!! ό,τι αγαπάς κάμε.

Ανθ. (με θυμόν) Και πως είναι ολίγον περασμένος τι πειράζει; δε βλέπεις εσύ οπού κυττάζεις να πάρης παλλικαράκι; να δγιω της προκοπαίς σου … πάρ' τον να μην έχ' η τζέπη του, για να δουλεύης να τον θρέφης, και να τον ντύνης … άμ' ο τζελεμπή Σινανάκης έχει μιλλιούνια … δεν είναι ψόφια ψείρα .. όχι.

Βιτ. Χα χα χα. (γελώσα) πώς τον είπες; τζελεμπή Σινανάκη; χα χα χα.

Ανθ. Ναίσκε καιρά μου, πώς σε φαίνεται; και τζελεμπής είναι και

Σινανάκης, και.

Βιτ. Άλλος τόσος αν ήτον … δε λες κωτζά μου Σινάναρος χοντροειδέστατος ανατολίτης, βάρβαρος, γέρως, σαλιάρης, μυξής, φαφούτης, μόνε τον έκαμες και τζελεμπή και Σινανάκη;

Ανθ. Ακόμα τι θα πης; (με θυμόν) να ξέρης καιρά μου, και τζελεμπής είναι, και ευγενής, κι ακόμ' ακόμα κι απ' τα εφτά σκαμνιά της Πόλις … έχει βενέτικα με της ουραίς, δούπιαις, και τάλλαρα να κουκουλώση τους δικούς σου τους ευγενείς ψειρίδες… καλά το λέγω ζούλεψες.

Βιτ. Τι θα ζουλέψω; καθ' ένας με την τύχη του, τα υστερνά να δγιούμε … σε ξέρω .. μη ξιπάσθηκες από τα πλούτη του, γιατί η ευγενία σου είσαι καλή να πελεκήσης κάστρα, και να φκαιρώσης βασιλικούς χαζνέδες κατά το χεράκι π' όχεις … ω!!! γλήγωρα θα τον κάμεις τον Σινανάκη σου σουγλί παλληκάρι.

Χάι. Κυρά κοκόνα.

Ανθ. (με θυμόν) Τι είναι μωρή;

Χάι. Τώρα για φέραν κατ' ψάργια μγάλα σαν πδιά, και τα χαλεύνε δυω τάλλαρα τη ζγή, τι μ' λες; να παρ;

Ανθ. Και στέκεσαι; τρέχα γλήγωρα, πριχού τ' αρπάξουνε … να, δυω τάλλαρα.

Χάι. Για, πάγ' για (αναχωρεί)

Ανθ. (προς την Βιτώριαν) Κ' έτζι καιρά μου, ζουλεύεις ζουλεύεις .. σκάσαι, σκάσαι. (κτυπώσα τας χείρας της.)

Γιορ. (εισέρχεται αιφνηδίως) Δα δα δα δα δαρτήτε, και και και και μη μαλόνετε.

Ανθ. (με θυμόν) Καλέ δεν τη γλέπεις τη ζουλιαρόκατα, την καρακάξα; αντίς να χαρή, να με ζουλεύη, και να λέγη τόσα κακά για τον τζελεμπή Σινανάκη; όλα όσα κάμω εγώ ανάποδα της φαίνονται… τα δικά της είναι καλά … [προς την Βιτώριαν] Έννοια σου αδερφή, ό,τι θέλω θα κάμω … τον εαυτόν σου κύτταξε.

Γιορ. (προς την Βιτώριαν) Κα κα κα, καλά σε λέγει ζου ζου ζου ζουλεύεις, ζουλεύεις.

Βιτ. Δεν πας να ξύνης κοιλιαίς και συ βρε χοβαρδά, σαρδανάπαλε … έως εχθές το βράδυ έλεγες τόσα εναντίον της, τώρα τα γύρισες… άκουσες τα βενέτικα, και ξιππάσθηκες … τα υστερνά σας ν' άν' καλά· (αναχωρεί γελώσα)

Γιορ. Γέ γέ γέ γέλα, γέλα … απού μακρυά θα θα θα θα γλέπης

Ανθ. Τη γλέπεις την καρακάξα ζούλια; μπα! το χάρω μου όλπιζα, κι αυτό δεν τ' όλπιζα.

Γιορ. Μη χο χο χο μη χολοσκάνης … πα πα πα παγαίνω και γυ γυ γυ, γυρίζω … (αναχωρεί.)

ΣΚΗΝΗ ΙΓ'

Ο Ροδάνης και η Ανθή.

Ροδ. (εισέρχεται ασθμαίνων) Κι εγώ ήλεγα μπα και κοιμούστεν, κι έν πρόφταινα να σας μιλήσω.

Ανθ. (έντρομος) Τι τρέχεις μπας και χάλασ' η αρραβώνα;

Ροδ. Όσκαι δα και σεις… κάτι πράμα αστόχησα να σας πω, και τώρη π' ότρωγα το θυμήθηκα, κ' ήτρεχα να σας προφτάξω.

Ανθ. Πες με το, γιατί θα λειγοθυμήσω τώρα … υστερικό μ' έπιασε … σπασμοί με πιάνουνε .. (τρέμει.)

Ροδ. Και μην κάμετεν έτζι .. βαστάτεν να σας το πω.. έχετεν δαχτυλίδι για να δώκουμ' αρραβώνα;

 

Ανθ. Αυτό ήτανε; ωχ!! έσκασα … η καρδιά μου τρέμει τρόμαξα να μην εχάλασ' η αρραβώνα!! δεν έχω δαχτυλίδι κανένα, μόνε φροντίσετε ένα καλό.

Ροδ. Ως πόσω ταλλάρω ν' άναι

Ανθ. Ως πεντακόσιων.

Ροδ. Πολύ είναι … ως διακοσίων είναι καλό… κι έχει ένας … πα να το πάρω με διωρία .. έχετεν καλή νύχτα [αναχωρεί].

ΣΚΗΝΗ ΙΔ'

Η Ανθή μόνη, έπειτα η Χάιδω.

Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τι θεότρελλος … δεν μπορούσε να με το πη το πουρνό, μόνε ήρτε σούρτου σούρτου τα μεσάνυκτα να με κάμη να παραλογιάσω … κόπηκ' η καρδιά μου … κόντεψα να τρελλαθώ … ακόμα τρέμω … κόντεψε να με κατέβη ταμλάς, μπας και χάλασε η αρραβώνα, και τι ήθελα να γένω η καϋμένη … τα λόγια του κόσμου ήθελα να υποφέρω, και το μασκαραλίκι, ή εκείνης της καρακάξας της αδελφής μου τα περιγέλοια … έπρεπε ν' αφήσω τον κόσμο, και να πάρω τα βουνά.

Χάι. (εισέρχεται αιφνιδίως) Κυρά, όλα χαζήρ είναι, να βαν τραπέζ;

Ανθ. Όχι …ακόμη..δεν ήρτε καμμιά απόψε;

Χάι. Τι της θέλς ν' αρχιέντ εκείναις η παστρικαίς και να σ' τρων, και να βγαίν να σ' πομπολογάν; δεν κάθσαι πγια μοναχούλα σ' να φας το φαγάκ' σου, και να μάσης το νου σ' στο κεφάλ σ'; για πως σε κάμαν κείναις γ' η καλοπλυμέναις!! μηγάρ ερχένται για καλό;

Ανθ. Σώπα και κάποιος έρχεται.

Χάι. (Στρέφουσα προς την θύραν) Για που της πθύμησες … για ερχένται … (με θαυμασμόν) μπα τρανό κακό!! τούταις ερχένται κοπάδ … η Λεν, η Κατρίνη, η Μάρ…για για … φέρνε και την Τζάτζα Κασσού·

Ανθ. Τρέχα να βάνης τραπέζι μέσα.

Χάι. Παγ … (καθ' εαυτήν αναχωρούσα) να, βογή να σας γ' εύρ' για καλό δεν ερχέστε . . . να γιομίστε την παραδαρμέν σας, και να βγαίνετ να λετ χίλια πομπολογήματα όξ στο ντουνιά … (αναχωρεί.)

ΣΚΗΝΗ ΙΕ'

Ελένη, Αικατερίνα, Μάρω, Χρυσή, Αργύρω, Σταμάτα, Τζάτζα Κασσού και η

Ανθή.

Όλαι [εισέρχονται] Καλή σπέρα σας κοκονίτζα!!

Ανθ. Καλώς ορίσετε … πολύ αργήσετε απόψα;

Ελ. Έτζι καιρά μου, μονάχη σας είχατε σκοπό να φάτε κείνα τα φοβερά τα ψάρια;

Αικα. Και τι χρεία μας είχε; μήπως είχαμε καμμιά συντροφιά μαζή;

Μάρ. Όχι δα! όλα κι όλα, η κοκονίτζα δεν είναι μοναχοφαγού.

Χρυ. Εγώ πάντα έλεγα, τώρα θα μας καλέση.

Αργ. Εγώ αφ' ου έπεσε το κανόνι απελπίσθηκα πγια, κι ότι ήθελα να πλαγιάσω ήρτε η Τζατζά Κασσού, και με βούρλισε.

Σταμ. Τώρα πγια μην καμώνεστε .. εγώ θα πω την αλήθεια … η Τζατζά Κασσού ήρτε και μας είπε π' όχετε κάτι ψάρια δεσποτικά, και μαζωχτήκαμε όλαις για να σας πατήσουμαι άξαιφνα ..

Ανθ. Και μόνε ψάργια; έχω τόσα καλά, και που τα είδε η Τζατζά Κασσού τα ψάρια;

Κασ. Αμ' εγώ παιδάκι μου είμαι το κουδούνι της γειτονιάς ό,τι γένεται κι ό,τι δε γένεται το μαθαίνω …. ποια παντρεύεται, ποια χωρίζει τον άνδρα της, ποια αγοράζει, ποια πουλεί, ποια μαλόνει με τον αγαπητικό της, ποια βάνει φκιασίδι, τι τρώει, τι πίνει πάσα μια, και πότε κοιμούνται ακόμα, το ξέρω κι εκείνο.

Ανθ. Και δε με λες που πρέπει να σε φοβούμαστε;

Κασ. Και κοτάτε να μη με φοβάστε, που σας κάμω ρεζίλι; ξέρεις πώς με λέγανε εμένα μια φορά;

Ανθ. Πώς;

Κασ. Με λέγανε (με συχώρεσι τριαντάφυλλα στα μουτζουνά σας) .. Χουλιάρα .. κουδούνι του μαχαλά· μ' ελέγανε Σουσουράδα, και Κάργα Ζαρίφα .. αμ' εγώ ανακάτωνα τον κόσμο .. όπου καυγάς κι εγώ μέσα, μέρα νύχτα στου κόσμου τα σπήτια ν' ανακατώνω τη μια με την άλλη… πέντε φοραίς μ' εδείρανε στην κολόνα, εφτά φοραίς με καθίσανε στο γαϊδούρι, με φυλακόνανε όλη μέρα· τρεις φοραίς μ' εξορίσανε, ως που είδε πγια ο άντρας μου ο συχωρεμένος το κακό το μεγάλο, και με εχώρισε.

Σταμ. (καθ' αυτήν) Τρομάρα να σ' έρτη· μήπως και τώρα δεν κάμεις τα ίδια; (προς την Κασσού) Τώρα τι κάμεις;

Κασ. Τώρα γέρασα πγια· δεν είμ' η πρώτη… μοναχά εδώ τρουγύρου ό,τι γένεται όλα τα μαθαίνω .. ε καμμιά φορά κάμω και τίποτες ψυχικό.

Σταμ. Σαν τι ψυχικό.

Κασ. Προξενιαίς παιδάκι μου …παντρεύω καμμιά φτωχοπούλα … εχ .. τι να κάμω;

Ανθ. Ας τ' αφίσουμαι αυτά· πάμε να φάμε, και να παίξουμε τη μπερλίνα ..

Όλαι Ορισμός σας … (εισέρχονται όπου η τράπεζα.)

ΠΡΑΞΙΣ Γ'

ΣΚΗΝΗ Α'

Βιτώρια μόνη της λυπουμένη, και κλαίουσα, έπειτα ο Μπαλάσης.

Βιτ. [καθ' εαυτήν] Αχ πόσον δεινόν πράγμα είναι το να μη γνωρίζωνται τα αισθήματα των ευγενών ανθρώπων, αλλά να καταφρονώνται μάλλον από ανόητα και αναίσθητα όντα!!! πόσον βαρύ και λυπηρόν είναι το να υπάρχη μεταξύ δύω αδελφών μία ανομοιότης ηθικής εκ διαμέτρου εναντία!!! εγώ η δυστυχής σεβομένη την αυταδέλφην μου, και επιθυμούσα ανέκαθεν την ευτυχίαν της, πολλάκις (μ' όλον ότι μικροτέρα αυτής εις την ηλικίαν) την ενουθέτησα όσον εμπόρεσα, επεχειρίσθην να την αποσπάσω από τόσα και τόσα φυσικά και επείσακτα ελαττώματα, και πολύ περισσότερον από το σκαιόν και ολέθριον ελάττωμα της ασωτίας, αλλ' εστάθη αδύνατον να την μετατρέψω από αυτό, το οποίον εστάθη αίτιον να φθαρή τόση πατρική μας περιουσία … Αντί να λάβουν πρόοδον κι συμβουλαί μου, εξ' εναντίας μισούμαι απ' αυτήν, εξυβρίζομαι, και το χείριστον υποβλέπομαι πάντοτε ως φθονούσα την ευτυχίαν της … και αφού η σκληρά αδελφή με μετεχειρίσθη πολλάκις με τους πλέον βαρβάρους και θηριώδεις τρόπους, εσχάτως με είπεν ότι την φθονώ διά την ελπιζομένην ευτυχίαν της από την μετά του Σινάνη συζυγίαν αυτής … εγώ; εγώ φθονώ την αδελφή μου; ω Θεέ!!! (κλαίει).

Μπαλ. (εισέρχεται και ευρίσκει κλαίουσαν την Βιτωρίαν) Γιατί κλαις

Βιτωρίτζα μου; τι έπαθες πάλαι;

Βιτ. Ωχ θείε μου, επιθυμούσα σήμερον τον θάνατόν μου παρά όσα ήκουσα.

Μπαλ. Τι έπαθες;

Βιτ. Επεπλήχθην και υβρίσθην σήμερον τόσον σκληρά από την αδελφήν μου ως φθονούσα την ευτυχίαν της.

Μπα. Και τι ευτυχίαις έχει και ταις φθονείς; εκείνη από την ασωτίαν της εκατάντησε να μην έχη πουκαμισάκι να φορέση … Και πώς ελογοφέρατε;

Βιτ. Αχ! τι να σας ειπώ … την καρδιάν μου την έχει καϋμένην εις πολλά … και καταντώ να φύγω πλέον από το σπίτι, διότι δεν υποφέρω πλέον . . . ποίον να ειπώ, και ποίον ν' αφίσω … τας ασωτίας της; τας αχρείας συναναστροφάς, τας οποίας έχει κάθε εσπέρας με γυναίκας μηδαμινάς, τας νυχτερινάς διασκεδάσεις διαφόρων διεφθαρμένων νέων, οίτινες την κατεδυσφήμησαν πανταχού ως να ήτον η πλέον αναίσχυντος ..; αφ' ού δι όλα αυτά την ενουθέτησα να παύση πλέον, και δεν εκατόρθωσα τίποτε, τελευταίον σήμερον υπήγα να την επισκεφθώ ολίγον, και με ανέφερεν, ότι θα υπανδρευθή τον γέρω Σινάνη, τον πλούσιον εκείνον και φυλάργυρον σαράφην· εγώ την είπα, διατί να πάρη ένα γέροντα τοιούτον με ανομοίαν όλως δι όλου ηθικήν; αλλ' αυτή ενόμισεν, ότι την φθονώ, και με επεσώρευσε τα εξ αμάξης. —

Μπα. Και τω όντι καλά την είπες … εχάθηκαν τόσοι νέοι ευγενείς, πεπαιδευμένοι, (και μάλιστα τώρα όπου ο κόσμος είναι γεμάτος), μόνε πήγε και διάλεξε το παλιό κούρταλο, π' ούναι και τα δυω του ποδάρια μεσ' το λάκο; τι ζωή θα κάμει με κείνον που τρέμει για έναν παρά; τον είδες καμμιά φορά;

Βιτ. Ποτέ μου.

Μπα. Για τον δγης, θα φτύσης τον κόρφο σου … ας αφίσουμε τα γεράματά του, και τα λοιπά, αμέ η αδελφή σου είναι σκορποχέρα, θέλει να τρώγη εκατό λογιού φαγιά, πωρικά, χαλβάδες, ραχάτ λοκούμια, θέλει να φορή μόδαις στης μόδαις, ό,τι δγη το μάτι της το θέλει, και που θα την χαριτώνει εκείνος παρά; καλά, αν κάμη παιδί, και ψοφήσ' εκείνος, υπομονή, θα υποφέρη ολίγον αλήθεια, έπειτα όμως τον κληρονομή … αμ' αν ψοφήση άτεκνος, πώς θα τα ξεμπερδεύσει μ' εκείνους τους ταγκαλάκιδες τους συγγενείς του; τι θα γένει το χάλι της;

Βιτ. Αυτά προβλέπω και εγώ· δια τούτο την είπα να πάρη ένα άνδρα νέον, ολίγον πλούσιον, και να έχη τας αναπαύσεις της με μετριότητα, παρά να περάση την πλέον βδελυράν ζωήν μ' ένα σαπογέροντα εις το άνθος της ηλικίας της, και ύστερον από ολίγον καιρόν αι πικρίαι να την απομείνουν κέρδος … μα όταν δεν αισθάνεται μόνη της, και την ετύφλωσε τόσον η ασωτία με την ιδέαν, ότι θα εξοδεύει τον πλούτον του Σινάνη αυτή, χωρίς να γνωρίζη ότι οι φιλάργυροι υστερούνται τα πάντα, οι φιλάργυροι ούτε καν γάταν δεν τρέφουν εις τας οικίας των, τι να την ειπή άλλος; αλλ' εγώ ολίγον ζαλίζομαι εις ό,τι την συμβή και ό,τι αγαπά ας κάμη .. το χρέος μου το έκαμα.

Μπα. Η ευγενεία σου είσαι γνωστική, και κύτταξε τη δουλειά σου, κι άφισ' την εκείνην γιατί είναι και κομμάτι τρελλούτζικη, να μη μας κάμη τα χειρότερα .. εγώ θα πάγω να τήνε δγιω, και να καταλάβω τα νουμερά της …(αναχωρεί)

ΣΚΗΝΗ ς'

Ο Σινάνης μόνος, έπειτα ο Μουζάνας

Σιν. (καθ' εαυτόν) Αποψεσινή νύχτα ένας χρόνος μ' εφάνηκε. … μεγάλος άστρος δεν ήτανε βγαλμένος όντας ξύπνησα …μετά τζεγκέλια τα τραβήξω την πέφτη. …. τι μέρα είναι σήμερα;

Μουζ. [εισέρχεται] Σε καλό αφέντη· πολύ νύχτα σηκώθηκες … τι ώρα είναι;

Σιν. Ώρα ντε τέλω να ξέρω … τι μέρα είναι σήμερα;

Μουζ. Τρίτη.

Σιν. Τετράδη, κιοπόγλου!!

Μουζ. Όχι αφέντη … τρίτη.

Σιν. Τετράδη μπρε!!

Μουζ. Τρίτη.

Σιν. Εγώ τέλω τετράδη!! ακόμα τι τα πης!!!

Μουζ. Σαν το θέλεις έτζι, ας είναι … οι φράγκοι λένε, λέγκα ιλ πατρόνε δόβε βουόλε λ' άζινο.

Σιν. Και τα πη αυτό!!

Μουζ. (με ταχύτητα) Δέσαι τον αφέντη εκεί που θέλ' ο γάιδαρος, τάχα ό,τι σου ειπή ο αφέντης σου, εκείνο κάμε.

Σιν. Ζαέρ έτζι είναι … φράγκοι έχουνε γνώσι πολλή .. εγώ τετράδη λέω είναι σήμερα, και συ τετράδη πες, τι σε κόφτει; παράδες δε θα δώκης για !!!

Μουζ. Βέβαια.

Σιν. Ροδάνης μοδάνης, τίποτα δεν εφάνηκε;

Μουζ. Νύχτα είν ακόμα, πήγαινε να κοιμηθής.

Σιν. Πάγω, άμμα κουκούτζι ύπνο ντεν έχω (αναχωρεί.)

Μουζ. Κι εγώ θα πάγω να πέσ' ακόμα (αναχωρεί.)

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»