Читайте только на Литрес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», страница 19

Шрифт:

ΙΕ'

Εν Αθήναις, τη 28 Ιανουαρίου 1880.

Αν δεν εφοβούμην μη καταντήσω μονότονος ως μυθολόγος γραία και πληκτική ως αγγλικόν μυθιστόρημα, θα ήρχιζα και την σημερινήν μου επιστολήν από την νέαν εισβολήν του χειμώνος, της οποίας προ πέντε ήδη ημερών είμεθα θύματα, και ήτις μας απειλεί διά νέων πάλιν χιόνων και νέων παγετών. Αλλ' εσκέφθην και θα σκεφθής ομοίως ελπίζω, ότι αρκετά είνε πλέον τα χειμερινά μας μυρολόγια, αφού ούτε μας παρηγορούν ούτε το κακόν εξορκίζουν. Τι όμως να σου γράψω, διά να μη γείνω μονότονος, αφού χειμών και χοροί επλήρωσαν δύο μου ήδη γράμματα, χειμών δε μόνον και χοροί είνε και αυτής της εβδομάδος τα νέα; Χορός παρά τω γραμματεί της γαλλικής Πρεσβείας, ούτινος θα ενθυμείσαι βεβαίως τον ωραίον bal costumé, τον οποίον έδωκε πέρυσι κατά την αυτήν εποχήν χορός – ο δεύτερος ήδη – της εν Αθήναις γερμανικής παροικίας εν τη Philadelphia· χορός τέλος πάντων masqué et paré εν τω θεάτρω, – ιδού εν ολίγοις ο χορευτικός ισολογισμός των τελευταίων ημερών. Ο πρώτος εξ αυτών υπήρξεν ωραία αληθώς εσπερίς, συναθροίσασα εκατόν περίπου προσκεκλημένους εκ των κορυφών της αθηναϊκής κοινωνίας· είχε δε τούτο ιδίως το ευάρεστον χαρακτηριστικόν, ότι δίκην ανθοδέσμης, αποτελουμένης εξ ευωδών μόνον ανθέων, περιελάμβανε νεαρά μόνον πρόσωπα και χορευτικάς μόνον κνήμας. Tapisserie, ήτοι στασίδια, ως προσφυώς μετέφρασέ ποτε την λέξιν ο κ. Σκυλίσσης, έλειπον σχεδόν εντελώς, και πάντες περίπου όσοι παρεκάθισαν εις το μεσονύκτιον δείπνον το είχον κερδίσει αληθώς εν ιδρώτι του προσώπου των. Ο γερμανικός χορός της Ρhiladelphia, όστις από έτους εις έτος λαμβάνει μεγαλοπρεπεστέρας τας διαστάσεις, ήτο αφελεστάτη ως πάντοτε και χωρίς τινος αυστηράς εθιμοτυπίας συνάθροισις, όπου οι νεαροί χορευταί και αι εύπτεροι χορεύτριαι, ξανθόκομοι Τεύτονες οι πλείστοι, εχόρευον μετά προδήλου ευχαριστήσεως και ακάματοι απ' αρχής μέχρι τέλους, διακοπτόμενοι μόνον ενίοτε όπως πίωσι ποτήριον ζύθου ή φάγωσι τεμάχιον χοιρομηρίου.

Τας ατελείς αυτάς και ανεπαρκείς βεβαίως διά σε πληροφορίας σου δίδω ουχί εξ ιδίας όψεως, αλλ' εξ ακοής μόνον και εκ παραδόσεως νεαρού χορευτού, όστις μου εξωμολογήθη, ότι ουδαμού διεσκέδασε τόσον, όσον εν μέσω της απροσποιήτου εκείνης και ανεπιτηδεύτου ομηγύρεως, όπου άλλως δεν ήτο υποχρεωμένος, έλεγε, να προσέχη αδιακόπως, πού θέτει τον πόδα του, εκ φόβου μη σχίση την ουράν βαρυτίμου τινός μεταξωτού φορέματος δισχιλίων φράγκων.

Η διασκεδαστική όμως συνάθροισις της παρελθούσης εβδομάδος, εκείνη εις ην ομοθύμως – και δικαίως ως φαίνεται – απένειμαν την δάφνην, ουχί τόσον οι χορευταί όσον οι θεαταί της, είνε ο εν τω χειμερινώ θεάτρω των Αθηνών δοθείς χορός μετημφιεσμένων. Ηξεύρεις, υποθέτω, ουχί βεβαίως εξ όψεως, αλλ' εκ πιστής τινος και λεπτομερούς αφηγήσεως, τι πράγμα είνε περίπου οι διδόμενοι εν Αθήναις κατά τας απόκρεω χοροί μετημφιεσμένων, ων κερδοσκόποι συνήθως αμφιτρύωνες είνε διευθυνταί τίνες καφενείων ή ξενοδοχείων, τρέφοντες την εύλογον ελπίδα να εξοδεύσωσιν εν μέσω της χορευτικής τύρβης τα αμφίβολα και ουχί εκτάκτως ελκυστικά ποτά και όψα των ερμαρίων των, ή ευσυνείδητοι χοροδιδάσκαλοι, υπολαμβάνοντες καθήκον αυτών να παράσχωσιν εις τους επιμελείς τελειοφοίτους των μαθητάς, άπαξ καν κατά το τέλος των μαθημάτων και δίκην ευσήμου ή βραβείου, την ασυνήθη χορευτικήν απόλαυσιν ετεροφύλων χορευτριών, θα ήκουσες αναμφιβόλως, όποίος τις είνε ως επί το πλείστον ο τας ομηγύρεις αυτάς αποτελών όμιλος, όστις κατά τούτο ιδίως δύναται να ονομασθή μετημφιεσμένος, ότι το ήμισυ των ανδρών του φορεί γυναικεία ενδύματα. Θα εγέλασες δε βεβαίως εξ όλης σου καρδίας, φανταζομένη τους αρειμανείους των χορευτών μύστακας προκύπτοντας ενίοτε του προσωπείου και ελέγχοντας το αληθές γένος των κατ' επιφάνειαν χορευτριών, ή τον απαραίτητον του χορού διευθυντήν, όρθιον επί καθέδρας εν τω μέσω της αιθούσης και εκφωνούντα μετ' απανθρώπων στρεβλώσεων τα γαλλικά προστάγματα των αντιχόρων, ή το συμμιγές εκείνο της χορευτικής ατμοσφαίρας άρωμα, εν ώ επικρατεί ιδίως η οσμή του υπό των στομάχων των χορευτών χωνευομένου οίνου.

Και τοιούτος λοιπόν ήτο, θα ερωτήσης βεβαίως, ο εις το θέατρον δοθείς χορός μετημφιεσμένων; – Όχι ακριβώς, σου απαντώ, αλλά περίπου τοιούτος. Κατά βάθος ολίγον διέφερε των άλλων εκείνων, περί ων ήκουσες διηγούμενα όσα έλεγα προ μικρού· ήτο δε μόνον κατά τι επηυξημένος και διωρθωμένος, ως πάσαι αι νεώτεραι εκδόσεις. – Και τον είδες λοιπόν; θα εξακολουθήσης ερωτώσα. – Τον είδα βέβαια· διατί να μην τον ιδώ; και τι άλλο θέλεις να ιδώ εγώ εν Αθήναις, όταν συ βλέπης τους bal de l' Opéra εν Παρισίοις; Η μόνη διαφορά μεταξού εμού και σου είνε, ότι συ μεν, διά να ίδης τους χορούς του παρισινού μελοδράματος, θα ηναγκάσθης πιθανώς να φορέσης δόμινον και προσωπείον, εγώ δε ανυπόκριτος και αμεταμφίεστος ενεθρονίσθην εις έν θεωρείον, και απήλαυσα ανέτως το περίεργον και αστειότατον εκείνο θέαμα, εφ' όσον, εννοείται, μου το επέτρεπεν ο πυκνός καπνός, τον οποίον έστελλον εις την αίθουσαν οι από των διαδρόμων του θεάτρου καπνίζοντες χορευταί, και ο υπό τους πόδας των χορευόντων αδιακόπως αναδιδόμενος κονιορτός. Κύριον θέλγητρον του χορού επρόκειτο να ήνε κατά το πρόγραμμα του θεατρώνου, και υπήρξεν εν μέρει, η παρουσία του προσωπικού του θεάτρου en costume, και η μετοχή αυτού εις τον χορόν. Ο κ. Moreau είχε πεισθή, ως φαίνεται, μετά δίμηνον πείραν, ότι οι ψάλται και αι ψάλτριαι, τους οποίους από δύο ήδη μηνών έτρεφε διά μόνης της πρωινής δρόσου, – ίνα μη πάθη πιθανώς η φωνή των – ου μόνον δεν κατώρθοναν να μεταβληθώσιν εις τέττιγας, μ' όλην την ανακρεόντειον δίαιταν, εις την οποίαν τους υπέβαλλεν, αλλ' εμαρτύρουν τουναντίον ορχηστικήν τινα ειδικότητα, αξίαν μείζονος προσοχής και εμψυχώσεως. Απεφάσισε λοιπόν να χρησιμοποιήση δημοσία τα κεκρυμμένα του θιάσου του προτερήματα και, tirant deux moutures du même sac, να πληρώση συνάμα την συνήθως κενήν αίθουσαν του θεάτρου του. Πρώτην φοράν εφέτος ο κ. Moreau είχε την τύχην να φανή ευφυής· και το θέατρον επληρώθη όσον ουδέποτε το παρελθόν Σάββατον, και οι ηθοποιοί του εχόρευσαν όπως ουδέποτε είχον τραγουδήσει. Ο αντίχορος μάλιστα, τον οποίον επί το κορδακικώτερον συνεκρότησαν οι αποτυχόντες τέττιγες του θεατρώνου μας, υπήρξε γραφικώτατος και ζωηρότατος, προς μεγίστην του κοινού ευχαρίστησιν, ο δε κωμικός Gregoire, ενδυμένος παράδοξον και ιδιότροπον ιπποκόμου στολήν, απέδειξεν ότι ηδύνατο να διαπρέψη ως homme caoutchouc εις οιονδήποτε ιππόδρομον της Ευρώπης.

Η Κ. Minelli ως οδαλίσκη και η Κ. Νeuville ως folie ήσαν επίσης κομψόταται, και πολλοί των θεατών ελησμόνησαν το άσμα των βλέποντες τας ενδυμασίας των. Το υπόλοιπον θεατρικόν τάγμα έμεινεν ως επί το πολύ μετριοφρόνως incognito υπό τα πολύχρωμα dominos της θεατρικής ιματιοθήκης, και απέβαλλε μόνον ενίοτε τα προσωπεία, οσάκις η ανάγκη πόσιος η δ' εδητύος ωδήγει αυτό εις το κυλικείον του θεάτρου. Την ανάγκην δε αυτήν πολλάκις, φαίνεται, συνησθάνθησαν καθ' όλην την εσπέραν οι συνήθως νηστεύοντες τρόφιμοι του Κ. Moreau, διότι περί τα τέλη της νυκτερινής του πανηγύρεως ήρχισαν κάπως να λησμονώσιν οι πόδες των τα βήματα του χορού, και η ζωηρότης αυτών και των προ μικρού συνδαιτυμόνων των κατεδεικνύετο δι' εκχύσεων οικειότητος παραδόξου, της οποίας αδιάκριτοι πλέον παρίσταντο θεαταί οι εν τοις θεωρείοις περίεργοι. Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως ακούω, να επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των απόκρεω.

Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του θεατρικού χορού. Ήτο Άγγλος τις, αληθής και γνήσιος, εκ των αμιμήτων εκείνων, ους απηθανάτισεν η γραφίς του Doré και ο κάλαμος του Féval, και τους οποίους παρακολουθούσι συνήθως οι αγυιόπαιδες των Παρισίων. Ο άνθρωπος είχε προδήλως ακατάσχετον επιθυμίαν να διασκεδάση· τι δε φαντάζεσαι, ότι έκαμεν; Έκοψε τον ερυθρόν του μύστακα και τας δαυκόχρους παραγναθίδας του, ενεδύθη γυναικείαν εσθήτα decolletée, ήλειψε την απαθή του φυσιογνωμίαν διά πυκνού στρώματος poudre de riz, τους ηρακλείους του ώμους δι αφθόνουγάλακτος παρθενικού, και ήλθεν εις τον χορόν, όπως αντιτάξη, φαίνεται, τα στερεά κάλλη των ευσάρκων του βραχιόνων προς τα λαγαρά θέλγητρα των εγκαθέτων χορευτριών του θεάτρου. Νομίζω δε ότι το επέτυχεν· αν τουλάχιστον ερωτηθώσιν οι βραχίονές του, εφ' ων πολλαπλά και ποικίλα απέμειναν τα ίχνη τολμηρών τινων δακτύλων, αναντιρρήτως θα είπωσι το ίδιον. Ίσως επόνεσεν ολίγον ο ιδιότροπος Άγγλος· αλλά εμπρός 'ς τα κάλλη τ' είν' ο πόνος ! κατά την δημώδη παροιμίαν. Υποθέτεις ότι θα το ξανακάμη το ερχόμενον Σάββατον; Τις οίδε! That is very comical, θα είπε καθ' εαυτόν, και θα επαναλάβη πιθανώς την διασκέδασιν.

ΣΤ'

Εν Αθήναις, τη 10 Φεβρουαρίου 1880.

Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα, διότι εβαρύνθην πλέον να γράφω περί χορών και διασκεδάσεων, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι εβαρύνθην να χορεύω και να διασκεδάζω. Και όμως χοροί και διασκεδάσεις είνε το μόνον πράγμα, περί του οποίον δύναταί τις σήμερον να λαλήση εν Αθήναις, αφ' ότου μας απεχαιρέτισεν ο δριμύς χειμών, όστις επάγονε μεν, είνε αληθές, τας ρίνας και τους δακτύλους μας, αλλά μας παρείχε τουλάχιστον ύλην ομιλίας.

Περί πολιτικών δεν σου έγραψα ποτέ, και ουδέ σήμερον θα σου γράψω, μολονότι τα πράγματα, ως λέγουσιν οι αρμόδιοι, είνε σπουδαία, διότι πρόκειται, φαίνεται, και πάλιν να πέση το Υπουργείον.

Περί των απόκρεω δεν είνε καιρός ακόμη να γείνη λόγος, διότι, μολονότι ήρχισε σήμερον το τριώδιον, και ανυπόμονοί τινες μετημφιεσμένοι ενεφανίσθησαν ήδη εις την οδόν Σταδίου, και η περιλάλητος καμήλα εθεάθη προχθές ορχουμένη προ του Σολωνείου εν μέσω πυκνού ομίλου περιέργων, ουχ ήττον ο κόσμος ο πολύς επιφυλάσσεται ακόμη, τα δε μικρά μαγαζεία των οδών Αιόλου και Ερμού, άτινα εκ του προχείρου μετεβλήθησαν εις εμπορεία προσωπίδων και μεταμφιέσεων, μάτην αναπτύσσουσιν από των θυρών και παραθύρων των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύσχημα ράκη, άτινα, μ' όλα της υπηρεσίας των τα έτη και τας πολυαρίθμους αυτών πληγάς, δεν απεφάσισαν οι απάνθρωποι ενοικιασταί των να κατατάξωσιν εις απομαχίαν. Φαίνεται εν τούτοις, ότι θα έχωμεν εφέτος ζωηροτάτας απόκρεω, περιεργοτέρας πολύ των παρελθόντων ετών, και μετά τινων μάλιστα νεωτερισμών. Αν τουλάχιστον πιστεύσω εις ακριτόμυθά τινα εκμυστηρεύματα φίλων μας, των οποίων δεν μου επετρέπεται σήμερον να σου γράψω τα ονόματα, οργανίζεται είδος τι corso διά των οδών Σταδίου και Πατησίων, ούτινος τα κυριώτερα πρόσωπα θα είνε ηρωίδες μάλλον ή ήρωες. Λέγεται μάλιστα, . . αλλ' αρκετά και ίσως πλέον του δέοντος εφλυάρησα. Αν και όταν γείνη το πράγμα, θα σου το περιγράψω εν πάση λεπτομερεία, και η περιέργειά σου θα κερδήση μάλλον ή θα ζημιωθή αναμένουσα.

Η εχεμυθία αυτή με στενοχωρεί, έσο βεβαία, πολύ περισσότερον ή σε, διότι θα ηδυνάμην άλλως να γεμίσω σήμερον εξαίρετα την επιστολήν μου, και δεν θα ευρισκόμην εις την φοβεράν αυτήν αμηχανίαν του να μη έχω τι να σου γράψω, και να αναγκάζωμαι επί τέλους, αποφεύγουσα τα περί χορών και εσπερίδων και διασκεδάσεων, να σου ομιλήσω σήμερον . . . περί τουυποβρυχίου πλοίου, διά του οποίου πρόκειται, καθ' όλα τα φαινόμενα, να συνταράξη εντός ολίγου τον ευρωπαϊκόν κόσμον η μικρά Ελλάς.

– «Υποβρυχίου πλοίου!» θ' ανακράξης βέβαια, διακόπτουσα την ανάγνωσιν των γραμμών αυτών. «Πώς! έχετε υποβρύχιον πλοίον εις την Ελλάδα;»

– Όχι, κυρία μου, δεν έχομεν ακόμη, αλλά θα έχωμεν, ελπίζω, εντός ολίγου, και τότε πλέον, εννοείς, gare aux cuirrassés! Μη γελάς! Το μέγα πρόβλημα, ούτινος η λύσις τοσάκις μάτην απησχόλησε τους μεγαλειτέρους ναυπηγούς της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Αμερικής, και θα μετέβαλλεν ίσως, αν επετυγχάνετο, τον χάρτην της Ευρώπης εντός ολίγων ετών, το πρόβλημα αυτό πλησιάζει, ως λέγουν, να λύση παρ' ημίν ουχί ναυτικός τις, ουχί επιστήμων, μαθηματικός, μηχανικός ή άλλος, αλλ' άνθρωπός τις κοινός, απλούς, απαίδευτος, περικλείων όμως, φαίνεται, εις τα προνομοιούχα του στήθη το θείον εκείνο πυρ, όπερ μετέβαλεν άλλοτε τους αλιείς εις αποστόλους, και τοσαύτας ενεργεί παραδόξους μεταβολάς και σήμερον έτι εν Ελλάδι, χώρα κατ' εξοχήν προνομιούχω. – «Αλλά, θα μου παρατηρήσης μεθ' όλης της δυνατής δειλίας του χαρακτήρος σου, αλλά νομίζω, ότι ίνα επιτύχη μηχανική τις εφεύρεσις δεν αρκεί μόνον το θείον πυρ αλλά χρειάζεται και κάποια επιστημονική προπαίδευσις, διότι άλλως, αν π. χ. δεν ηξεύρη τις ότι δύο και δύο κάμνουν τέσσαρα, δύναται να υποθέση, παραπλανώμενος υπό του θείου πυρός, ότι κάμνουν πέντε, και τότε;» – Αι, φιλτάτη! πιθανόν να έχης δίκαιον, διότι έχεις υπ' όψιν σου την Ευρώπην· εις την Ελλάδα όμως το πράγμα είνε κάπως διαφορετικόν, και ότι είνε διαφορετικόν απέδειξαν τα μέχρι τούδε γενόμενα πειράματα, άτινα επέτυχον πληρέστατα.

Πριν δε με διακόψης και πάλιν, άκουσε. Ο μέλλων εφευρέτης του υποβρυχίου πλοίου, αφού πολλάκις πρότερον, παρόντων ευαρίθμων μόνον θεατών, κατεβύθισε το υποβρύχιον σκάφος του εν τω όρμω του Φαλήρου, και διαμείνας ικανήν ώραν υπό τα ύδατα, ανέδυ πάλιν σώος και υγιής, προσεκάλεσε πρό τινων ημερών διά δημοσίας αγγελίας κόσμον πολύν εις το Φάληρον, και ενώπιον πυκνού ομίλου περιέργων και δυσπίστων κατεβυθίσθη αυτός και τα τέκνα του εντός του υποβρυχίου σκάφους του, διέμεινε πέντε περίπου ώρας υπό τα ύδατα, και ανέδυ μετά ταύτα υγιέστατος, εν μέσω των παταγωδών ευφημιών των παρισταμένων. Συγκεκινημένος τότε ανέβη εις έν τραπέζιον του καφενείου, και απέτεινε θερμοτάτην και πλήρη πεποιθήσεως προσφώνησιν εις τους θεατάς του, ήτις κατέληξε διά της δηλώσεως, ότι προς τελειοποίησιν της εφευρέσεώς του του εχρειάζοντο τρεις χιλιάδες φράγκων, άτινα ήλπιζεν, είπεν, ότι προθύμως ήθελον συνεισφέρει οι ενδιαφερόμενοι υπέρ της επιτυχίας του. Η προσφώνησις αύτη εκορύφωσεν, εννοείς, τον ενθουσιασμόν του κοινού· είς των παρισταμένων αντεφώνησε τον εφευρέτην, πολλαί κυρίαι ησθάνθησαν υγραινομένους τους οφθαλμούς των και ήρχιζαν να τους σπογγίζωσι διά των ρινομάκτρων των, επιτροπή δε πάραυτα συνεκροτήθη, όπως μεριμνήση περί συλλογής των τρισχιλίων φράγκων. Η επιτροπή ανέλαβε προθύμως το έργον, ωργάνωσε λαχείον, και είνε πάσης αμφιβολίας εκτός, ότι το χρήμα θέλει ταχέως συμποσωθή, και ότι η σπουδαία εφεύρεσις θα τιμήση τον τόπον. Τι λέγεις τώρα παρακαλώ; Μη με διακόψης και πάλιν, παρατηρούσα μικρολόγως, ότι η υπό την θάλασσαν βύθισις οιουδήποτε σκάφους δεν καθιστά ήδη αυτό υποβρύχιον πλοίον, ότι το σπουδαίον είνε να κινήται το υποβρύχιον σκάφος όπως θέλει ο εντός αυτού κυβερνήτης, να διαμένη εις ωρισμένον βάθος, να βλέπη και να ενεργή υπό το ύδωρ και άλλα τοιαύτα μικρολογήματα, οποία ήκουσα να παρατηρώσι τινές φύσει φιλοκατήγοροι. Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έχουσι πατριωτισμόν, όσοι δεν αισθάνονται αναπτερούμενον τον νουν των και θερμαινομένην την καρδίαν των προς το μεγαλείον και την δόξαν της πατρίδος των, όσοι τέλος πάντων νομίζουσιν, ότι επιδεικνύουσι σοφίαν, αμφιβάλλοντες περί πάντων και προς πάντα δυσπιστούντες. Συ όμως είσαι αγνή πατριώτις, και τοιούτοι λόγοι δεν αρμόζουν εις τα χείλη σου. Εύχου μόνον υπέρ της επιτυχίας του έργου και πίστευε, διότι ηξεύρεις ότι η πίστις μεταθέτει όρη, και πληροί κοιλάδας, και . . . . . κατασκευάζει υποβρύχια πλοία· – διατί όχι;

Απόψε δίδεται μουσική συμφωνία εις το Ωδείον, υπό του εν Αθήναις προ τινος χρόνου εγκατεστημένου ιταλού κλειδοκυμβαλιστού Lacalamita. Το πρόγραμμα του είνε αρκετά ελκυστικόν. Επεθύμουν ιδίως ν' ακούσω την περιλαμβανομένην εν αυτώ ωραίαν τετραφωνίαν του Mozart, και περιπαθές τι Andante apassionato, έργον διακεκριμένου έλληνος μουσουργού και μελοποιού, του κ. Αυγερινού, ον είχες, υποθέτω, την ευτυχίαν ν' ακούσης συ άλλοτε εν Αγγλία. Έγραψα, επεθύμουν, διότι δυστυχώς δεν θα υπάγω· όχι διότι μ' επηρεάζει το άδικον λογοπαίγνιον, όπερ διά της παρατονίσεως του ονόματος εδημιούργησεν άλλοτε ευφυολόγος τις αθηναίος εις βάρος του κ. Lacalamita, αλλά διότι . . . πρέπει να χορεύσω και απόψε!

 
Madame, . . . ah! Madame . . . plaignez mon tourment.
 

ΙΖ'

Εν Αθήναις τη 17 Φεβρουαρίου 1880

Δόξα τω θεώ, έχω σήμερον να σου γράψω και κάτι άλλο, εκτός χορών και εσπερίδων· τόσον δε περισσότερον χαίρω, ότι με ηυνόησεν αυτήν την φοράν η τύχη, όσον γνωρίζω, πόσον ενδιαφέρεσαι εις φιλολογικάς ομιλίας, και πόσον σ' αρέσκει η καλή και αληθής μουσική. Επιχειρώ λοιπόν να σου μεταδώσω ατελώς την ευχαρίστησιν, την οποίαν ησθάνθην την παρελθούσαν εβδομάδα εκ φιλολογικής μελέτης, την οποίαν απήγγειλε την εσπέραν της τετάρτης ο κύριος Γ. Βερναρδάκης εν τω φιλολογικώ συλλόγω Παρνασσώ, και εκ μουσικής εσπερίδος, εις την οποίαν ο κοινός ημών φίλος κ. Δ. συνεκάλεσε την επαύριον Πέμπτην ευάριθμον ομήγυριν φίλων.

Και αι δύο αυταί εσπεριναί διατριβαί υπήρξαν δι' εμέ ου μόνον ευχάριστος ανακούφισις από του χορευτικού πανδαιμονίου, το οποίον κατέκλυσεν εφέτος τας Αθήνας, αλλά και απόλαυσις αληθής, εξ εκείνων αίτινες και διαρκούσαι θέλγουσι την ψυχήν και την καρδίαν, και παύουσαι καταλείπουσιν οπίσω των ανάμνησιν ιλαράν και γλυκύθυμον, ήτις αυτή καθ' εαυτήν είνε τέρψις, ως είνε τέρψις το ηδύπνουν άρωμα, όπερ αφίνει κατόπιν της ωραία γυνή, ως είνε τέρψις η διάβασις χλοεράς ατραπού,

 
où le vent balaya des roses,
 

κατά την ωραιοτάτην έκφρασιν του Sully Prudhomme.

0 Κ. Βερναρδάκης, τον οποίον δεν είνε απίθανον να εγνώρισες εις Παρισίους, όθεν προ δύο περίπου μηνών κατήλθεν εις Αθήνας, είνε νεώτερος αδελφός του γνωστού ποιητού της Μερόπης και άλλοτε διαπρεπούς καθηγητού της ιστορίας εν τω Πανεπιστημίω. Δόκιμος δ' επίσης φιλόλογος και διά σπουδαίων ήδη έργων τιμήσας τα ελληνικά γράμματα, κατέδειξε την παρελθούσαν τετάρτην εν τω Παρνασσώ, ότι και ποιητικήν έχει την ψυχήν, ως ο πρεσβύτερος αυτού αδελφός, και την χάριν του λόγου ίσην σχεδόν προς εκείνον. Θέμα του λόγου του ή μάλλον αφορμήν αυτού έλαβεν ανέκδοτόν τι απόσπασμα του Ευριπίδου, το οποίον δημοσιευθέν πρό τινος εν Παρισίοις πολύ φυσικώς επροξένησε πάταγον μεταξύ των ελληνιστών της Δύσεως, και πολλάς προεκάλεσε συζητήσεις, και μεγάλως διήρεσε τας γνώμας των σοφών, περίπου τις ήτο άρα γε η απολεσθείσα τραγωδία του τραγικωτάτου των αρχαίων ποιητών, ης απετέλει αέρος το ανευρεθέν λείψανον. Δεν περιμένεις βέβαια να σου μνημονεύσω τας γνώμας των ξένων φιλολόγων, ούτε τους λόγους δι' ων κατεπολέμησεν αυτάς ο έλλην συνάδελφός των. Το πράγμα θ' απέβαινε πολύ σοφόν, σοφώτερον αναμφιβόλως και σου και εμού. Όταν σου αναφέρω απλώς, ότι κατά την γνώμην του κ. Βερναρδάκη το δημοσιευθέν απόσπασμα ανήκει εις τραγωδίαν του Ευριπίδου «Ανδρομέδαν», της οποίας υπάρχουσιν ήδη γνωστά και δημοσιευμένα πεντήκοντα περίπου άλλα αποσπάσματα, πολύ όμως μικρότερα και ασημότερα, είνε νομίζω τούτο αρκετόν διά την φιλολογικήν σου περιέργειαν. Ίσως ίσως δε και αυτό θα σου ήνε αδιάφορον, διότι ουδείς πιθανώς υπάρχει λόγος να ανησυχής, αν εις τα σωζόμενα μέχρι τούδε δίστιχα ή τετράστιχα αποσπάσματα απολεσθείσης αρχαίας τραγωδίας προσετέθη και άλλο νέον, έστω τούτο και τεσσαρακοντάστιχον, έστω και ωραίον αληθώς υπό πάσαν έποψιν. Ό,τι όμως βεβαίως δεν θα σου ήνε αδιάφορον, ό,τι πολύ θα επεθύμεις να ήκουες και συ όπως ήκουσα και εγώ, είνε αυτή η απολεσθείσα τραγωδία του Ευριπίδου, ης προδήλως – κατά την ταπεινήν μου γνώμην – απετέλει μέρος το δημοσιευθέν εσχάτως τεμάχιον.

Και πού λοιπόν, θ' αναφωνήσης, ευρέθη αυτή η τραγωδία, και πώς δεν μου το λέγεις τόσην ώραν; – Δεν ευρέθη, φίλη μου, δυστυχώς· ευτυχώς όμως ανεπλάσθη συγκολληθείσα εκ των αμόρφων εκείνων λειψάνων, ανεδημιουργήθη ούτως ειπείν εκ του μη όντος υπό της καλλιτέχνου χειρός του νεαρού φιλολόγου, άρτιον δε σχεδόν ούτω και καλλίμορφον ανεπτύχθη προ των εκθάμβων ακροατών το ωραίον εκείνο έργον του μεγάλου τραγικού, όπερ ομοφώνως κατέτασσον οι αρχαίοι μεταξύ των αριστουργημάτων του. Δεν ηξεύρω, αν σ' έτυχέ ποτε – και θα σ' έτυχε βεβαίως – να ιδής που αναπλαστικήν εικόνα αρχαίου μνημείου, εξ εκείνων τας οποίας οι Γερμανοί ιδίως επιτηδεύονται, οι επιστημονικώς ως επί το πλείστον παιδεύοντες την καλλιτεχνικήν των γραφίδα. Το κατ' εμέ ενθυμούμαι πάντοτε μετ' ίσης συγκινήσεως την βαθείαν και γοητευτικήν αληθώς εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν ωραία τις τοιαύτη εικών της Ακροπόλεως, γεγραμμένη υπό του Graeb άνωθεν της εισόδου της ελληνικής αιθούσης του εν Βερολίνω Μουσείου. Ώρας ολοκλήρους έμεινα θεωμένη την χαριεστάτην εκείνην και πλήρη εμπνεύσεως ανάπλασιν των αμιμήτων αριστουργημάτων, άτινα εκάλλυνον προ αιώνων τον ιερόν βράχον της Αθήνας· και τοσούτον επί στιγμήν ελησμόνησα και τα κύκλω μου γύψινα εκμαγεία ελληνικών αγαλμάτων και την μακράν μου – επί της πατρίας γης – λυπηράν των ερειπίων πραγματικότητα, τοσούτον εν παραδόξω εκστάσει ανυψώθην ανεπαισθήτως εις των ονείρων τον κόσμον, ώστε υπέλαβον την εικόνα πιστήν μάλλον της αληθείας αντιγραφήν ή ανάπλασιν του μη υπαρχοντος, και ήλπισα, ότι επανερχομένη εις τας Αθήνας ήθελα επανεύρει την Ακρόπολίν μου λαμπράν και απαστράπτουσαν εκ κάλλους και νεότητος, οποίαν είχε φαντασθή και γράψει αυτήν ο γερμανός ζωγράφος επί του τοίχου του βερολινείου Μουσείου. Τοσαύτη ήτο η μαγική δύναμις της ευλαβούς εμπνεύσεως του καλλιτέχνου, ούτινος η γόησσα και ειδήμων γραφίς είχεν εμφυσήσει ζωήν εις τους συντετριμμένους λίθους, ανιδρύουσα επί του βάθρου της την Πρόμαχον, αναστηλούσα τους πεπτωκότας κίονας του Παρθενώνος, επαναφέρουσα εις την ζωφόρον αυτών τα συλήματα του Έλγιν, και συμπληρούσα τον απωρφανωμένον όμιλον των σεμνών Καρυατίδων, ως λέγει που έλλην ποιητής, ον παρέτρεψε δυστυχώς εις ακανθώδεις τρίβους η δημοσιογραφία·

 
Του Παρθενώνος θεωρών τας στήλας πετωκυίας,
τον πλάττω ως τον έπλασεν ακμαίον ο Φειδίας,
ο πλάστης ούτος των θεών,
και παν εκπλύνων λείψανον των δουλικών κηλίδων,
κοσμώ και με την λείπουσαν εκ των Καρυατίδων
του Ερεχθέως τον ναόν.
 

Τοιαύτη περίπου υπήρξε και η εντύπωσις, ην μοι επροξένησε την παρελθούσαν τετάρτην η υπό του Κ. Βερναρδάκη ανάπλασις της «Ανδρομέδας» του Ευριπίδου. Ακούσασα αυτόν συνθέτοντα μετ' ευλαβείας το απολεσθέν δράμα εκ των περισωθέντων λειψάνων του, συγκολλώντα ούτως ειπείν και προσαρμόζοντα τα μικρά εκείνα συντρίμματα, αναπληρούντα τα κενά διά λόγου ποιητικού, εγκρατούς και αρχαιοπρεπές έχοντος το κάλλος, υποβάλλοντα εκάστοτε τον προσήκοντα λόγον εις του Περσέως, της Ανδρομέδας και του Κηφέως το στόμα, και την προσήκουσαν συμβουλήν και κρίσιν εις τα χείλη του κορυφαίου του χορού, ενόμισα προς ώραν, ότι ανέλυε μάλλον υπάρχουσαν και σωζομένην τραγωδίαν ο ρήτωρ και εφαντάσθην ότι επανερχομένη εις την οικίαν μου και ανοίγουσα τον Ευριπίδην θα ανεύρισκον εντός αυτού την «Ανδρομέδαν» ολόκληρον, οποίαν προ μικρού είχεν αναπλάσει αυτήν ο κ. Βερναρδάκης. Τοσούτον είχε το γόητρον η επιστήμων φαντασία του λαλούντος, τοσαύτην είχε την χάριν ο λόγος του, τοσούτον ήτο αληθής και βαθεία η εν τη ψυχή αυτού ενσάρκωσις του δράματος.

Τι λέγεις τώρα; Δεν θα επεθύμεις και συ να ήσο εκεί και να τον ήκουες; Παρηγορήσου όμως. Ο λόγος του νεαρού αλλά διακεκριμένου ήδη φιλολόγου θέλει δημοσιευθή προσεχώς, και δύνασαι τότε ν' απολαύσης εκ της αναγνώσεως όσην εγώ απήλαυσα εκ της ακροάσεως ευχαρίστησιν. Θέλεις δε βεβαίως πεισθή και συ, ως εγώ επείσθην, ότι ο τόπος ημών ο πάντων αφθονών αλλά και πάντων σπανίζων, απέκτησεν επιστήμονα των γραμμάτων ουχί συνήθη, ουδέ όμοιον προς το πολύ πλήθος των ημετέρων φιλολόγων, ων η περί τας λέξεις σοφία ουδέν σχεδόν άλλο κατώρθωσε δυστυχώς μέχρι τούδε, ή να εμπνεύση εις τους πολλούς αποστροφήν μάλλον ή έρωτα προς τα αθάνατα έργα των παλαιών, άτινα εις τούτο και μόνον κρίνονται ως επί το πλείστον χρήσιμα, εις το ν' ασκώσι δίκην πτωμάτων τα μικροσκόπια της κριτικής και τα μαχαίρια της γραμματικής ανατομίας.

Έχει και ο Κ. Βερναρδάκης μικροσκόπιον, και διά πολλών ήδη κατέδειξεν, ότι διαυγέστατος είνε του μικροσκοπίου του ο φακός· αλλ' έχει όμως και οφθαλμόν, οφθαλμόν ψυχής συνάμα και καρδίας, και τούτο είνε δι' εμέ, την μη σοφήν, η μεγίστη του σοφία.

Δεν μου περισσεύει, βλέπεις, χάρτης διά την μουσικήν εσπερίδα. Αλλά ce qui est différé n' est pas perdu. Επιφυλάξου διά την προσεχή εβδομάδα.

Покупайте книги и получайте бонусы в Литрес, Читай-городе и Буквоеде.

Участвовать в бонусной программе
Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
30 июня 2018
Объем:
420 стр. 1 иллюстрация
Правообладатель:
Public Domain
Аудио
Средний рейтинг 4,2 на основе 900 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,6 на основе 976 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,8 на основе 5130 оценок
Черновик
Средний рейтинг 4,8 на основе 416 оценок
Текст, доступен аудиоформат
Средний рейтинг 4,7 на основе 7077 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,6 на основе 99 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,2 на основе 64 оценок
Текст, доступен аудиоформат
Средний рейтинг 4,8 на основе 1245 оценок
Текст
Средний рейтинг 4,9 на основе 302 оценок
Текст
Средний рейтинг 5 на основе 1 оценок