Читайте только на Литрес

Книгу нельзя скачать файлом, но можно читать в нашем приложении или онлайн на сайте.

Читать книгу: «Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος», страница 18

Шрифт:

ΙΒ'

Εν Αθήναις τη 19 Αυγούστου 1879.

Αν την παρελθούσαν εβδομάδα δεν έλαβες γράμμα μου, συλλογίσου, ότι δεν έλαβα κ' εγώ ιδικόν σου, και συγχώρησόν με, αφού και συ έχεις ανάγκην συγχωρήσεως. Μην υποθέσης όμως, ότι η έλλειψίς μου ήτο πληρωμή της ελλείψεώς σου. Όχι· δεν είμαι τόσον εκδικητική. Αφορμή της σιωπής μου ήτο άλλη, κοινοτέρα πολύ και αθωοτέρα: η αμέλεια. Δεν ηξεύρω πως και διατί, αλλά τοσαύτη με είχε καταλάβει την παρελθούσαν εβδομάδα αδράνεια, τόσος βαρεμός κατά την εκφραστικωτάτην λέξιν του λαού, ώστε όχι μόνον η χειρ μου δεν ενετείνετο εις εργασίαν οιανδήποτε, αλλά και αυτός ο νους μου εβαρύνετο να σκεφθή. Δις μόλις και τρις προσεπάθησα να αποσείσω την οκνηρίαν μου, αλλά και πάλιν δεν το κατώρθωσα. Σ' ενθυμήθην, ενθυμήθην το χρέος μου, αλλ' αδύνατον ήτο να κρατήσουν οι δάκτυλοί μου τον κάλαμον. Ο χάρτης έμενεν εμπρός μου λευκός, η χειρ μου κατέπεσεν αδρανής, εχασμήθην, και . . . Αλλ' αρκεί· κινδυνεύω να πάθω και τώρα τα ίδια, περιγραφούσα την παλαιάν μου κατάστασιν. Η ανάμνησις μόνη του παλαιού εκείνου και ηδονικού χασμήματος διαστέλλει και πάλιν τας σιαγόνας μου εις χάσμημα νέον. Σήμερον όμως έχω θέλησιν. Αφίνω τον κάλαμον επί στιγμήν· εγείρομαι, κάμνω δύο τρία βήματα εις το δωμάτιόν μου, πίνω έν ποτήριον ύδατος ψυχρού και διαυγούς – από το φρέαρ της οικίας μου, σημείωσε, διότι το ύδωρ της πόλεως δεν πίνεται πλέον – και αναλαμβάνω την εργασίαν μου, διότι αλλέως, αν σ' άφινα και αυτήν την εβδομάδα χωρίς επιστολήν, δεν ηξεύρω τι ήθελες μου ψάλει την επομένην.

Έλα, λοιπόν, πηγαίνωμεν ομού εις το Άντρον των Νυμφών, να ακούσωμεν την Ειρήνην ψάλλουσαν. Σου την είχα ονομάσει Γιαννούλαν εις μίαν των προηγουμένων μου επιστολών, αλλ' έκαμα λάθος και σπεύδω να το διορθώσω. Γιαννούλα είνε το άσμα και όχι η αοιδός, καθώς θα ιδής μετ' ολίγον. Εισερχόμενα λοιπόν και πάλιν εις το πολυπαθές εκείνο Άντρον, όπου προ δύο περίπου μηνών ηκούσαμεν υλακτούσας τας γερμανικάς χάριτας. Ο θίασος εκείνος ο γερμανικός κατέλιπεν ήδη προ ενός περίπου μηνός την σκηνήν, επί της οποίας δεν κατώρθονε, φαίνεται, ν' ανανεώση τους παλαιούς του θριάμβους, και μετεκομίσθη με όλα του τα τύμπανα και τα κρόταλα εις τον παρά τας στήλας του Ολυμπίου Διός φυτρώσαντα εντός του ρεύματος Κήπον του Παρθενώνος. Την θέσιν του δε κατέλαβε συμμιγής τις άλλη, ωδική και μιμική και χορευτική συγχρόνως, εταιρεία, εξ Ελλήνων συνάμα και Ιταλών και Ανατολιτών προχείρως συγκροτηθείσα. Ο θίασος δε ούτος ο ποικίλος και αστειότατος – χωρίς να το θέλη, εννοείται, – ορχήστραν του έχει ένα και μόνον Άτλαντα, δέροντα ευσυνειδήτως καθ' εσπέραν επί πέντε συνεχείς ώρας παράφωνον κλειδοκύμβαλον, ούτινος η ηλικία τουλάχιστον επέβαλλε πλειότερον σεβασμόν (ή ανασκοπήν ως λέγουσι σήμερον), και αδάμαντά του την σμυρναίαν Ειρήνην, ήτις τετράκις ή πεντάκις της εσπέρας εναλλάσσει το τουρκικόν σαβαί προς το βαρύ και παθητικόν μέλος δημοτικού τινος άσματος. Το πλείστον μέρος των θεατών έρχεται ν' ακούση αυτάς ιδίως τας ανατολικάς της Ειρήνης μελωδίας, μονοτόνους μεν ως επί το πολύ αλλ' οικείας όμως εις τα ώτα των ακροατών, συνοδευομένας δε δι' ενός βιολίου υπό σμυρναίου μουσικού, και υπ' αυτής της αοιδού διά παραδόξου τινός οργάνου, πολλήν έχοντος την ομοιότητα προς το γερμανικόν Zither. Δι' αυτόν δε τον λόγον είνε συνήθως το κοινόν του Άντρου ικανώς συμμιγές, ουδ' αποπνέει ως επί το πολύ αρώματα του Lubin και του Atkinson. Υπάρχουσιν όμως μεταξύ αυτού και θεαταί ευρωπαϊκωτέραν έχοντες την καλαισθησίαν, οίτινες τέρπονται πλειότερον εκ της βραχνής κραυγής κολοσσιαίου τινός βαρυτόνου, περιφερομένου εις την σκηνήν και παθητικώτατα χειρονομούντος μονωδίαν τινα του Trovatore, ή εκ του οξέος συριγμού μελιταίας τινός υψιφώνου, ην η πρασινοπόρφυρος ενδυμασία της μεταβάλλει εις αληθή χρυσομυίαν, ή εκ των στερεοτύπων μορφασμών του αλευρωμένου προσώπου ηλιθίου τινός pagliaccio, ή τέλος και εκ των χαριεστάτων δύο αυτοχειροτονήτων χορευτριών, αίτινες ουδεμίαν έχουσι δυσκολίαν να περιφέρωσι τον δίσκον των εις το κοινόν χωρίς να προσθέτωσιν ο,τιδήποτε εις την στοιχειώδη αυτών ενδυμασίαν, συνοδευόμεναι όμως πάντοτε υπό δεκαετούς τινος βρακοφόρου και ανυποδήτου κισλάρ-αγά.

Αλλ' αυτά αποτελούσι το αστείον μέρος της παραστάσεως. Το σπουδαίον και ικανώς άξιον προσοχής αποτελεί το ανατολικόν άσμα της Ειρήνης. Ηξεύρω, ότι η μουσική αυτή δεν σ' ενθουσιάζει τόσον όσον τον Κ. Ducoudray. Σου φαίνεται, ως πολλάκις μου είπες, φοβερά μονότονος και παντελώς άρρυθμος, ίσως δε δεν έχεις και πολύ άδικον. Σημείωσε όμως, ότι δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον, διότι τα ανατολικά μέλη είνε ικανώς μονότονα και άρρυθμα, απαραίτητον είνε, όπως ευαρεστήσωσι, να άδωνται υπό ψάλτου, όστις και φωνήν ιδία προς τούτο πεπλασμένην να έχη, και να αισθάνεται βαθέως, και ησκημένος να ήνε διά μακρών.

Τότε με συγκινεί πολλάκις η ανατολική μελωδία μέχρι μυχών της καρδίας μου· η μονότονος εκείνη, η κατ' ελάσσονα τόνον (minore) αδιακόπως φερομένη, αλλ' εντέχνως όμως ποικιλλομένη διά τρομώδους λαρυγγισμού μουσική φράσις μου προξενεί ανέκφραστόν τινα αλλά γλυκείαν βαρυθυμίαν, και το ους μου όχι μόνον δεν κουράζεται υπό του βαρέως συρομένου ρυθμού, όστις ούτε τέλος έχει πολλάκις ούτε αρχήν, αλλά τον παρακολουθεί τουναντίον ευαρέστως, και όταν το άσμα παύση, τον παρατείνει πολλάκις δι' ενδομύχου τινός και μυστηριώδους ηχούς.

Αυτό μου συνέβη προχθές, ότε ήκουσα την Ειρήνην ψάλλουσαν τους ωραίους τούτους δημοτικούς στίχους·

 
Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια,
κ' εγώ η Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη.
Σιμά του πάντα κάθομαι· του κρένω δεν μου κρένει·
ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν το πίνει.
 

Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος. Είνε φωνή μεσοφώνου βαθεία, πλήρης, ηχηρά και ομαλωτάτη, εκφράζει δε πάθος αληθές και ανεπιτήδευτον, και – όπερ σπανιώτατον εις ανατολίτας αοιδούς, – είνε καθαρά του στήθους φωνή, ουδέποτε επικαλουμένη της ρινός την βοήθειαν, ως επικαλούνται την βοήθειαν του fausset οι ευρωπαίοι ψάλται. Κρίμα αληθώς, ότι τοιαύτη φωνή δεν έτυχεν ευρωπαίου διδασκάλου ουδ' εμορφώθη διά σπουδών τακτικών.

Μου παραπονείσαι ότι δεν σου γράφω περί του ελληνικού θεάτρου. Αν σου έγραφα, θα μου παρεπονείσο ότι σου γράφω, και θα μου έλεγες ότι καταστρέφω την θεραπείαν σου.

ΙΓ'

Εν Αθήναις τη 14 Ιανουαρίου 1880.

Πέντε ολοκλήρους μήνας είχα να λάβω γράμμα σου, και υπέθετα ότι με είχες εντελώς λησμονήσει, ότε, επιστρέψασα εις τας Αθήνας, όθεν έλειψα καθ' όλον σχεδόν αυτό το διάστημα, εύρον επί της τραπέζης μου τρεις σου συγχρόνως επιστολάς, πλήρεις πικρών μεν παραπόνων διά την σιωπήν μου, χαριεστάτων δε λεπτομερειών των περιπλανήσεών σου και του εν Παρισίοις βίου σου. Και εις μεν τα παράπονά σου άπαντα επαρκώς, ελπίζω, η απουσία μου, ήτις, ανάγραψε και τούτο εις λογαριασμόν της ειλικρινείας μου, μ' έδωκε νέαν αφορμήν, όχι μόνον να εκτιμήσω την αγάπην σου, αλλά και να καμαρώσω πάλιν διά την ευχαρίστησιν την οποίαν σου προξενεί η αθηναϊκή μου φλυαρία. Αι δε λεπτομέρειαι της κατά το πεντάμηνον αυτό διάστημα ζωής σου, γραμμέναι μεθ' όλης εκείνης της χάριτος και της αφελούς ασυναρτησίας, ήτις χαρακτηρίζει την νωχελή σου φύσιν, με κατεγοήτευσαν αληθώς, και με μετεβίβασαν πολλάκις, ως εν ονείρω, από της μικράς μου αθηναϊκής φωλεάς εις τον ευρύν ορίζοντα του ευρωπαϊκού κόσμου. Αι λεπτομέρειαι ιδίως του παρισινού χειμώνος, η ωραία σου περιγραφή της χιονοσκεπούς λεωφόρου των Ηλυσίων και του παγωμένου Σηκουάνα, και η οδυνηρά σου αφήγησις της διαρκούς φρικιάσεως, ήτις σε κατείχεν υπό όλας σου τας σισύρας και με όλην την σπινθηρακίζουσαν εστίαν σου, μ' έκαμαν πολλάκις να διαρραγώ εις άσβεστον γέλωτα. Ηξεύρεις διατί; Ενθυμήθην τας καλοκαιρινάς σου επιστολάς, και την δροσομανίαν ήτις σε είχε καταλάβει· ανεμνήσθην ότι αφήκες εν μηνί Αυγούστω την Ελβετίαν, διότι δεν την εύρισκες αρκετά δροσεράν, και ότι εβάδιζες προς βορράν εις αναζήτησιν ψύχους· εσυλλογίσθην τέλος την δημώδη ελληνικήν παροιμίαν: τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες, και ξεκαρδίσθην σκεπτομένη, ότι δεκαπέντε βαθμοί υπό το μηδέν ευχαρίστησαν επί τέλους με το παραπάνω την απληστίαν σου.

Ηξεύρεις όμως, ότι και ημείς οι μικροί και άσημοι Αθηναίοι δεν καθυστερήσαμεν εις την τουρτουριστικήν αυτήν συναυλίαν, την οποίαν συνεκρότησαν εφέτος οι πάγοι καθ' όλην την Ευρώπην; Τετράκις μέχρι τούδε ελεύκανεν η χιών τας οδούς και τους ορόφους των οίκων μας! Ο βοριάς, του οποίον εθρηνούμεν άλλοτε και ιδίως πέρυσι την απουσίαν, πνέει αδιακόπως σχεδόν από δύο ήδη μηνών, και τα ύδατα των υπαίθρων αυλάκων παγόνουσι κατά πάσαν σχεδόν νύκτα. Ευτυχώς παγόνει μαζή των και ο πηλός των οδών μας, αίτινες στίλβουσιν ούτω και λαμποκοπούσι την πρωίαν, όσον ουδεμία δημοτική αρχή ποτέ θα το κατώρθονε.

Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον δύνανται να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους εζήσαμεν ημείς, εις τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας πορφυράς μας ρίνας τα είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και ποικιλώτερα, και ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις επταρνίσθην κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας χιονίστρας των χειρών μου. Ό,τι όμως θέλεις να μάθης, ό,τι απαραιτήτως θέλεις να σου διηγηθώ, είνε το πώς διασκεδάζομεν εφέτος. Χορεύομεν; Πηγαίνομεν εις το θέατρον; Ακούομεν μουσικήν; Γίνονται συναστροφαί;

Εις όλα σου αυτά τα ερωτήματα αδύνατον, εννοείς, μου είνε να απαντήσω διά μιας και μόνης μου επιστολής. Ησύχασε όμως, και δεν θα σε αφήσω δυσηρεστημένην, αφού θέλεις να τα μάθης όλα.

Σου υπόσχομαι να βαρυνθής επί τέλους την φλυαρίαν μου, επί τω όρω bien entendu να βαρυνθώ και εγώ την ιδικήν σου. Χορεύομεν; ερωτάς. Και τι άλλο κάμνομεν, σου απαντώ. Οι χοροί και αι χορευτικαί εσπερίδες και αι δευτέραι (θα έπρεπε ίσως δεύτεραι κατά σε, ήτις είσαι à cheval sur la grammaire, αλλά τι να σου ειπώ; δεν μου έρχεται) και αι τρίται ήρχισαν ήδη από του παρελθόντος μηνός, και φαντάσου τι κακόν έχει να γείνη μέχρι των απόκρεω, αι οποίαι συμπίπτουν εφέτος την τρίτην Μαρτίου. Αι χορευτικαί και διασκεδαστικαί μας ορέξεις ανεπτύχθησαν, βλέπεις, κατ' ευθύν λόγον προς την διάρκειαν των απόκρεω, και από της α'. Ιανουαρίου, ότε εδόθη ο πρώτος γενικός χορός της Αυλής, επέρχονται καθ' εβδομάδα αλλεπάλληλοι προσκλήσεις, αι δε ολίγαι μας ράπτριαι δεν προφθάνουσιν, όχι να μας ράπτωσωσιν αλλ' ουδέ να μας ακούωσι. Κατήντησαν και αυταί personnages, και πολύ φοβούμαι μήπως ορίσωσιν επί τέλους ώρας ακροάσεων, καθώς οι υπουργοί μας.

Περί του αυλικού χορού της πρώτης του έτους δεν σου γράφω τίποτε. Ήτο όμοιος κατά την λαμπρότητα προς τους χορούς των παρελθόντων ετών, τους οποίους γνωρίζεις, διότι είδες πολλούς· επιφυλάσσομαι δε να σου γράψω λεπτομερέστερον περί του μικρού χορού, όστις δίδεται απόψε, διά της προσεχούς μου επιστολής. Ας σου είπω σήμερον ολίγα τινά περί του χορού της Κας Σ., και αυτά όχι μεθ' όλης της λεπτομερείας, την οποίαν ποθεί η άπληστός σου περιέργεια, διότι ούτε τα όρια απλής επιστολής θα εχώρουν όσα θέλεις συ, ούτε ο κάλαμος της φίλης σου θα επήρκει. Περί την χορευτικήν αυτήν εσπερίδα – διότι ούτω την ωνόμαζον μετριοφρόνως τα προσκλητήρια – εγένετο πολύς εκ προοιμίων ο πάταγος, και αμύθητον υπήρξε το πλήθος – άρρεν και θήλυ – το οποίον έφερε την προχθές εσπέραν ένδυμα γάμου. Ούτω δε το μέγα εκείνο μέγαρον, του οποίον εθαυμάσαμεν, ενθυμείσαι, άλλοτε ομού τας ημιτελείς μεν αλλ' ευρείας και συνεχείς αιθούσας, επληρώθη μέχρι και αυτών των τελευταίων γωνιών του μεσορόφου, κ' ενόμιζεν ο περί την δεκάτην ώραν του προχθές Σαββάτου εισερχόμενος εις τα κατάκοσμα εκείνα δώματα, ότι παρίσταται εις δημοσίαν τινά αγόρευσιν του νέου ημών ιεροφάντου Μακράκη, πολύ πριν ή ο εισαγγελεύς μετριάση κάπως τον ενθουσιασμόν του νοήμονος κοινού· της πρωτευούσης, το οποίον ετίμησεν εσχάτως τον προφήτην, κατά τας τελευταίας βουλευτικάς εκλογάς, δι' επτά χιλιάδων ψήφων, εις δόξαν της καθολικής ψηφοφορίας! Η πληθύς δε αυτή, κατά την ομόφωνον της ιδίας πληθύος γνώμην, υπήρξε το μόνον ελάττωμα της λαμπράς εκείνης εσπερίδος, καθ' ην ημιλλώντο η αμίμητος καλλιτεχνική του οίκου διακόσμησις, ο άπλετος φωτισμός των περιχρύσων αιθουσών, η της ορχήστρας τελειότης, ο πλούτος και η κομψότης των εσθήτων, η χάρις των χορευτριών, η κοινωνική σημασία των προσκεκλημένων, του δείπνου η άφθονος και αριστοτεχνική ποικιλία, και επί πάσιν η προσηνής ευγένεια και περιποιητικότης των οικοδεσποτών. Δεν επιχειρώ, φιλτάτη, να σου περιγράψω τα θαυμάσια της οικίας, ουδέ τον καλλίτεχνον ευτρεπισμόν των ωραίων αιθουσών του μεγάρου, θα εχρειαζόμην πολλάς σελίδας, ίνα σου καταδείξω διά λέξεων την βαθείαν εντύπωσιν του θαυμασμού, τον οποίον μου επροξένησεν η κατάλευκος και δι' αναγλύφων εκ ναστοχάρτου περίκοσμος αίθουσα κατά την βορειοανατολικήν πρόσοψιν του μεγάρου, η διαιρουμένη εις δύο διά κομψοτάτων στηλών εκ λευκού πεντελικού μαρμάρου, η παρ' αυτή δεξιόθεν μικροτέρα, διακεκοσμημένη διά γραφών και επίπλων κατά τον επί Λουδοβίκου του ΙΕ'. συρμόν, η άλλη παρακειμένη, επί των τοίχων της οποίας ανευρίσκει τις τον ρυθμόν και τας γραφάς των πομπηιανών δωμάτων, το περαιτέρω μαγευτικόν μικρογράφημα των αραβουργημάτων της Αλάμβρας, και τέλος το εκ ξύλου δρυός περίγλυφον εστιατόριον, όπου διαρκώς εστρωμένον κυλικείον ανέψυχε τους διψώντας και ενεδυνάμου τους απαύστως σχεδόν πεινώντας στομάχους των προσκεκλημένων, χορευόντων και μη.

Άλλως δε η περιέργεια σου επιθυμεί αναντιρρήτως λεπτομερεστέραν και φλυαροτέραν την περιγραφήν των κυριών και των ενδυμασιών των. Και δι' αυτό όμως . . . τι να σου είπω; εντρέπομαι, αλλ' η αλήθεια είνε, ότι ολίγα ενθυμούμαι, διότι ολίγα είδα. Ήμεθα τόσον πολλαί και τόσον πυκναί, ώστε σε βεβαιώ, ότι πολλάς μας φίλας μόλις κατώρθωσα να ιδώ και να χαιρετίσω εις το τέλος του χορού. Σου αναφέρω μόνον εν γένει, ότι αι εσθήτες των χορευτριών ήσαν βαρείαι ως επί το πολύ και όλαι σχεδόν πλούσιαι, εκτός ολιγίστων – δυστυχώς! – εξαιρέσεων. Τρίχαπτα πανταχού, πλημμύρα de points d' Angleterre et de point de Bruxelles, κεντήματα βαρύτιμα, φορέματα εξ επικρόκου, αδάμαντες και μαργαρίται εις σχήματα περιδεραίων και πτίλων και χρυσαλλίδων, άνθη χαριέστατα, ωραιότερα των αληθινών, και ουραί . . . ουραί . . . ουραί . . . τόσον μακραί, ώστε εσχίσθησαν, εσχίσθησαν και πάλιν έμειναν. Και ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού; θα μ' ερωτήσης βέβαια. Τι να σου ειπώ; Ηξεύρεις, ότι έχω το φοβερόν ελάττωμα να ήμαι δύσκολος, και ότι σπανίως τολμώ ν' απονέμω τίτλους καλλονής. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να διακρίνω μεταξύ του πλήθους την ζωηρότητα και την χάριν της Κυρίας Κ., το επιβάλλον παράστημα της Κυρίας Σ., την ήρεμον μεγαλοπρέπειαν της Κυρίας Λ. και το αφελές εκείνο αλλ' ανθηρότατον κάλλος της Κυρίας Ν., όπερ κρίμα αληθώς ότι ατελώς εκτιμά η ράπτριά της. Εκ των δεσποινίδων μου ήρεσαν πολύ δύο μικρά αλλά χαριέστατα κοράσια, άτινα διατηρούσιν επί του αφελούς των προσώπου όλην την χάριν της νεαράς των ηλικίας, και ανατέλλουσιν επί της ερυθριώσης μορφής των όλον εκείνο το ανέκφραστον της αθωότητος γόητρον, το οποίον δυστυχώς εξαλείφει παρ' ημίν από ημέρας εις ημέραν η μετάγγισις του πολιτισμού της Εσπερίας. Η δεσποινίς Κ. και η δεσποινίς Κ. είνε κομψόταται κόραι, και πεποίθησιν έχω, ότι θα γείνωσιν έτι κομψότεραι και ωραίαι κυρίαι.

Ο χορός υπήρξε ζωηρότατος και πλήρης αδιαπτώτου ευθυμίας απ' αρχής μέχρι τέλους· το δε ακροτελεύτιον cotillon διέκριναν ωραιόταται εικόνες – σου μεταφράζω ούτω τας figures – ων δύο ιδίως παρήγαγαν αληθώς μαγευτικόν αποτέλεσμα. Κατά την μίαν εξ αυτών ευρέθησαν διά μιας οι πλείστοι των χορευτών περιβεβλημένοι πολυχρώμους και ποικίλας εκ σιγαροχάρτου ενδυμασίας, ας εξήγον αι χορεύτριαί των εκ μικρών περιχρύσων κιλίνδρων διανεμηθέντων εις αυτάς επί τούτω· περιεδινούντο δε ούτω τα χορεύοντα ζεύγη εντός της καταφώτου αιθούσης, και το θέαμα μοι ανέμνησε τοιχογραφίαν τινά παριστάνουσαν τας απόκρεω της Βενετίας, την οποίαν είδα ποτέ εν Ιταλία. Κατά την άλλην έθραυον αι χορεύτριαι κατά της κεφαλής των χορευτών των λευκάς εκ λεπτού χαρτίου σφαίρας, και ανεπήδα εξ αυτών νέφος ολόκληρον μικρών τεμαχίων χάρτου λευκού, άτινα επλήρουν ως χιόνος νιφάδες τον αέρα, το έδαφος, τας κόμας των κυριών και των κυρίων τα μελανά φορέματα. Ενόμιζες ότι χιών κατέπιπτε την στιγμήν εκείνην πυκνή, και ηπόρεις ότι δεν ησθάνεσο παγωμένους τους λοβούς των ωτίων σου.

Την πέμπτην ώραν μετά το μεσονύκτιον το μέγαρον ήτο σκοτεινόν, και τους λοβούς των ωτίων μας επάγονεν αληθώς η παγερά ατμοσφαίρα των Αθηνών, εν μέσω των κλειστών αμαξών, αίτινες μας μετέφερον οίκαδε.

ΙΔ'

Εν Αθήναις τη 20 Ιανουαρίου 1880.

Σου υπεσχέθην διά της τελευταίας μου επιστολής περιγραφήν του πρώτου μικρού βασιλικού χορού, όστις εδόθη εφέτος, και σπεύδω να εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, πριν ή έλθη του ταχυδρομείου η ημέρα, ωφελουμένη από θερμήν αλλά παροδικήν βεβαίως ηλίου ακτίνα, ήτις εισδύει την στιγμήν αυτήν διά του παραθύρου μου, και ζωογονεί κάπως τους παγωμένους μου δακτύλους. Τι χειμών, αδελφή μου, είνε ο εφετεινός! Υπεδέχθημεν προ ενός και ημίσεος μηνός την χιόνα μετ' ευθύμου σχεδόν εκπλήξεως, και την συνελέξαμεν ιδίαις χερσίν από της φλιάς των παραθύρων μας, και εσφαιροβολήθημεν δι' αυτής, και την κατεπατήσαμεν χαίρουσαι, πριν ή έτι αναλυθή εις ρύπον και πηλόν, ελπίζουσαι ότι, ως συνήθως, ουδέν άλλο ήτο η ωραία τις χειμερινή σκηνογραφία, παρασκευασθείσα εις στιγμιαίαν ημών διασκέδασιν υπό του αθηναϊκού χειμώνος, και μέλλουσα να διαλυθή την επαύριον υπό το φαιδρόν του ηλίου θάλπος. Και διελύθη μεν αληθώς, αλλά τι το όφελος, αφού μετ' ολίγας ημέρας υπεδέχθημεν την δευτέραν της έκδοσιν; Εξεπλάγημεν και τότε, εννοείται, αλλ' η έκπληξίς μας ουδέν είχε πλέον το εύθυμον. Ότε δε μετά μίαν μόλις εβδομάδα ελεύκανε τας στέγας εκ τρίτου η χιών, και μετ' ολίγας πάλιν ημέρας εκ τετάρτου, και επάγωσαν των ρυάκων τα ύδατα, και είδαμεν τας λεμονοπορτακαλλέας των κήπων μας φυλλορροούσας καιμελαγχολικάς – κατά την ωραίαν έκφρασιν, ην μετεχειρίσθη προχθές ο βασιλεύς, ομιλών εν τω χορώ μετά τινος των προσκεκλημένων, – τότε πλέον η έκπληξίς μας εκορυφώθη εις αδημονίαν, και η παιδική εκείνη από των πρώτων χιόνων χαρά μετετράπη εις αγανάκτησιν, ην από ενός ήδη μηνός μαρτυρούμεν δι' επιφωνημάτων και βηχός, διά πατάγου ρινών και χουχουλισμάτων.

Και μ' όλα αυτά εν τούτοις, και μ' όλας τας απαισίας προρρήσεις των αστρονόμων μας, αίτινες προεικάζουσι βαρύτερον έτι το επερχόμενον ψύχος, διασκεδάζομεν εφέτος πολύ περισσότερον παρ' όσον διεσκεδάζομεν πέρυσι, ότε δεν είδαμεν σχεδόν χειμώνα και ολίγον έλειψε να μεταβληθώμεν εις αμφίβια, υπό τας αδιακόπους βροχάς, δι' ων μας εφιλοδώρει ο νότος. Είπα: μ' όλα αυτά, ενώ έπρεπεν ίσως ορθότερον να είπω· δι' όλα αυτά. Αφού οι χοροί και αι συναναστροφαί και αι παννυχίδες είνε διασκεδάσεις χειμεριναί, δεν είνε φυσικόν ν' αυξάνωσι και να πληθύνωνται όσον αυξάνει κ' επιτείνεται ο χειμών; Τούτο συνέβη και εφέτος, ως σου έγραφα την παρελθούσαν εβδομάδα. Ηνοίχθησαν τα διάκοσμα δώματα των πλουσίων μεγάρων, και άλλα μεν καθ' ημέρας τακτάς, άλλα δ' εκτάκτως συναθροίζουσιν επί του λείου δαπέδου των τον πυκνόν και φαιδρόν όμιλον των χορευτών και χορευτριών, οίτινες, ενώ έξω συρίζει ο βορράς και λευκαίνονται υπό την χιόνα οι δρόμοι, αποζημιούσι τας εκ της αργίας του παρελθόντος αιμωδιώσας κνήμας των, παρατείνοντες το cotillon μέχρι πρωίας. Και αυτοί δε οι χοροί της Αυλής, τους οποίους, χάρις εις την ευμενή των βασιλέων αγαθότητα, συνείθισεν ήδη ν' αναμένη τακτικώς ανά πάντα χειμώνα η καλή των Αθηνών κοινωνία, προϋπολογίζουσα την εξ αυτών διασκέδασαν ως ωρισμένον ευθυμίας εισόδημα, και αυτοί υπήρξαν εφέτος εκτάκτως ωραίοι και ζωηροί.

Ο την παρελθούσαν Δευτέραν δοθείς μικρός χορός – ή συναστροφή, ως καλεί αυτόν η αυλική γλώσσα, – υπήρξεν αναντιρρήτως είς των ωραιοτέρων χορών όσους περιέλαβον ποτέ αι υψόροφοι εκείναι και αληθώς λαμπραί αίθουσαι, ας γερμανοί αρχιτέκτονες και ιταλοί ζωγράφοι κατεσκεύασαν και διεκόσμησαν εν έτει 1848 εν μέσω των βασιλικών ανακτόρων των Αθηνών, και τας οποίας θαυμάζουσι δικαίως και αυτοί οι την πρωτεύουσαν επισκεπτόμενοι ξένοι.

Εις τας αιθούσας αυτάς δίδονται υπό της νέας βασιλείας ου μόνον οι μεγάλοι αλλά και οι μικροί χοροί.

Είνε δε βεβαίως προτιμότερος ο χώρος ούτος διά πολυπληθή και μάλιστα χορευτικήν ομήγυριν ή τα μακρά εκείνα και υποτρέμοντα πολλάκις δώματα του τρίτου ορόφου, όπου η βασίλισσα Αμαλία συνεκάλει τον παλαιόν καιρόν την ευάριθμον και αραιάν ομάδα των εκλεκτών, οίτινες ήσαν συνήθως οι κλητοί των μικρών χορών της πρώην Αυλής. Προτιμώ δε και προτιμώσι μαζή μου, είμαι βεβαία, τας αιθούσας των μεγάλων χορών πάντες οι προσκεκλημένοι, διότι πρώτη και απαραίτητος ανάγκη παντός χορού, – είτε χορός καλείται είτε συναναστροφή είτε ο,τιδήποτε άλλο – είνε αίθουσα ευρεία, αδιάσειστον έχουσα το έδαφος, υψηλή και ευάερος. Είνε τόσον ευχάριστον να χορεύης ανέτως, χωρίς να πνίγεσαι εντός του πλήθους, μηδέ να κινδυνεύης να πατηθής ή να πατήσης ανά πάσαν στιγμήν, μηδέ να αισθάνεσαι ότι ενδίδει το έδαφος υπό τους πόδας σου, μηδέ να δυσκολεύεσαι ν' αναπνεύσης εντός πνιγηράς και θερμής ατμοσφαίρας. Τα προσόντα δε ταύτα συνενούσιν άπαντα εν ωραιοτάτω συνδέσμω αι ανακτορικαί αίθουσαι των μεγάλων χορών. Όταν μάλιστα αναλογίζωμαι ιδιωτικάς τινας αιθούσας, τας οποίας αρέσκονται συνήθως οι προσκαλούντες να πληρώσι μέχρι και των προθαλάμων, φρονούντες ίσως μετά του K. de Montlucar Scribe «qu il vaut mieux entasser ses amis dans l' antichambre . . . et quel-ques-uns mê me sur l' escalier», και μεριμνώντες ως εκείνοι ουχί πώς να διασκεδάσωσιν οι ξένοι των, αλλά πώς μάλλον να επιδείξωσιν αυτοί το πλήθος των σχέσεών των, αισθάνομαι αληθινήν χαράν και ανακούφισιν, ούτως ειπείν, οσάκις ευρίσκομαι εν μέσω των περιχρύσων εκείνων και υψηλών δωμάτων, και φέρομαι ανάρπαστος υπό του χορού διά της δροσεράς των ατμοσφαίρας, προς το γοργόν και εναρμόνιον μέλος τελείας ορχήστρας, υπό το άπλετον φως των πολλαπλών πολυελαίων, ων η άνωθεν καταπεμπομένη λάμψις μαγεύει χωρίς να κουράζη τους οφθαλμούς.

Εννοείς επομένως ευκόλως πόσον διεσκέδασα την παρελθούσαν δευτέραν, αν και δεν εχόρευσα πολύ, διότι ήμην κουρασμένη εκ προηγουμένων αγρυπνιών. Οι αντίχοροι και οι στρόβιλοι δεν παρετάθησαν, ως άλλοτε, πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ενδιαφέρουσα, ως λέγεται, θέσις της βασιλίσσης δεν επέτρεπεν αυτή να μετάσχη του χορού, μήτε να παρατείνη πέραν του προσήκοντος την νυκτερινήν αυτής αγρυπνίαν. Καίτοι όμως η Α. Μεγαλειότης απείχε της χορευτικής διασκεδάσεως των προσκεκλημένων της, ήτο περιχαρής, ως πάντοτε, και φαιδροτάτη, προσηνής και ομιλητική, η δε αγαθή της μορφή, εφ' ης τοσούτον εύχαρις θάλλει έτι της νεάνιδος η αφέλεια, υφ' όλην την αίγλην της ηγεμονικής μεγαλειότητος, ενεθάρρυνε διά διαρκούς ιλαρού μειδιάματος τον εύπτερον όμιλον, όστις ήρχετο και παρήρχετο στροβιλίζων ενώπιόν της. Εφόρει χαριεστάτην μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι ανθηροτέρα υπό της αμαυράς εκείνης αναβολής. Ηξεύρεις βεβαίως συ η παρισινή, πόσον τα μελανά φορέματα είνε εφέτος του συρμού κατά τους χορούς και τας εσπερίδας· αγνοείς όμως, ότι και ημείς αι οσημέραι τελειοποιούμεναι κατηντήσαμεν πλέον τόσον ενήμεροι εις τους νόμους του Κ. Worth, ώςτε μετεφυτεύσαμεν ήδη τας μελανάς εσθήτας εν Αθήναις, χωρίς ν' αφήσωμεν να παλαιώση μηδ' ένα καν χειμώνα ο συρμός των. Ούτω δε πλησίον της βασιλικής τέσσαρες άλλαι μελαναί ενδυμασίαι ανέπτυσσον άλλη μεν τα λευκά της τρίχαπτα, άλλη δε τους διανθείς της στεφάνους, και άλλη τους πολυχρώμους θυσάνους της, αλλ' ήσαν όμως όλαι σχεδόν άκομψοι και εζητημέναι, προκαλούσαι μεν το βλέμμα αλλά μη ευχαριστούσαι αυτό. Περί άλλων φορεμάτων μη μ' ερωτάς. Όχι διότι δεν ήσαν ωραία· τουναντίον, ήσαν ωραιότατα, πλουσιώτατα, βαρυτιμότατα τα πλείστα· αλλά δι' αυτό ίσα ίσα σου λέγω, μη μ' ερωτάς. Δεν ηξεύρω ποίον είνε το ιδικόν σου φρόνημα· το κατ' εμέ όμως λυπούμαι φοβερά, και ελεεινολογώ τον τόπον μας και το μέλλον του, οσάκις βλέπω εις ποίον ύψος πολυτελείας ανήγαγε την ενδυμασίαν μας η ούτω καλουμένη αλλά κακώς εννοουμένη – κοινωνική ανάγκη.

Το βλέπω δε δυστυχώς πολύ συχνά το φαινόμενον αυτό, και εις τον τελευταίον ανακτορικόν χορόν το είδα τοσούτον ανεπτυγμένον, ώστε αι λυπηραί σκέψεις, τας οποίας μου εγέννησε, μ' έρριψαν εις δυσθυμίαν παράδοξον, την οποίαν μάτην προσεπάθησα ν' αποδιώξω καθ' όλην την εσπέραν. Ανελογίσθην τους δυστυχείς συζύγους των κυριών, αίτινες έφερον χιλίων φράγκων εσθήτας εις την ράχιν των, τους ταλαιπώρους πατέρας των δεσποινίδων, αίτινες έσυρον διά της αιθούσης τας πλουσίας και μακράς ουράς πολυτελών μεταξωτών φορεμάτων, ων ήτο πρόδηλος η παρισινή καταγωγή, και είπα κατ' εμαυτήν . . . – περιττόν να σου το επαναλάβω, διότι καμμίαν βεβαίως δεν έχεις όρεξιν ν' αναγνώσης τας μελαγχολικάς σκέψεις της πρεσβυτιζούσης φίλης σου.

Τώρα θα μ' ερωτήσης βεβαίως, ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού, διότι συ, – το ηξεύρω – δεν αρκείσαι εις την ερώτησιν, ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι toilettes, ήτις μόνη σήμερον είνε του συρμού εν Αθήναις. Η απάντησίς μου θα ήνε απαράλλακτος με την απάντησιν, την οποίαν έδωκα την παρελθούσαν εβδομάδα εις το ίδιόν σου ερώτημα. Η Κυρία Κ., η Κυρία Λ., και πάσαι κατά δεύτερον λόγον αι άλλαι. Συλλογήν ωραίων γυναικών δεν έχει δυστυχώς άφθονον η ελληνική πρωτεύουσα, και την πλειάδα εκάστου χορού και πάσης εσπερίδος αποτελούσιν ως επί το πλείστον τα ίδια πρόσωπα.

Το δείπνον παρετέθη ενωρίτερον ή άλλοτε, περί το μεσονύκτιον, εν τη μεγάλη αιθούση, ης εσύρθησαν αίφνης, προς δοθέν σημείον, αι διά των διαμέσων στηλών ανηρτημέναι αυλαίαι, και απεκάλυψαν διά μιας τας εστρωμένας τραπέζας, ων ηκτινοβόλουν τα κρύσταλλα υπό τους πολυφώτους λυχνούχους. Έγεινε τότε . . . . . η φοβερά έφοδος, και μετά μικρόν πάταγος σιαγόνων συγκρουομένων διεδέχθη τους σιγήσαντας φθόγγους της ορχήστρας. Ότε ο πάταγος εκείνος εκόπασεν, ήκουσα τινάς σχολιάζοντας τα του δείπνου και παραπονουμένους, ότι οι κούρκοι δεν ήσαν αρκετά παχείς, ουδ' ο καμπανίτης λίαν άφθονος. Οι παραπονούμενοι ήσαν γνωστοί μου· γνωρίζουσα δε, ότι οι κούρκοι και ο καμπανίτης δεν έχουσι συνήθη των διαμονήν τας τραπέζας των, εμειδίασα και σχεδόν ανεκάγχαζον. Η ευάρεστος αυτή τροπή διέλυσε την προτέραν μου δυσθυμίαν, και ότε επέστρεψα εις την οικίαν μου, εμειδίων ακόμη με τους δυσκόλους εκείνους συνδαιτυμόνας.

Συ χορεύεις; πώς δεν μου γράφεις τίποτε;

Покупайте книги и получайте бонусы в Литрес, Читай-городе и Буквоеде.

Участвовать в бонусной программе
Возрастное ограничение:
12+
Дата выхода на Литрес:
30 июня 2018
Объем:
420 стр. 1 иллюстрация
Правообладатель:
Public Domain
Аудио
Средний рейтинг 4,2 на основе 904 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,6 на основе 979 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,8 на основе 5132 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,9 на основе 15 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,6 на основе 112 оценок
Текст, доступен аудиоформат
Средний рейтинг 4,7 на основе 7077 оценок
Черновик
Средний рейтинг 4,8 на основе 424 оценок
Аудио
Средний рейтинг 4,2 на основе 69 оценок
Текст
Средний рейтинг 4,9 на основе 317 оценок
Текст, доступен аудиоформат
Средний рейтинг 4,9 на основе 617 оценок
Текст
Средний рейтинг 5 на основе 1 оценок