Бесплатно

Ο Σινάνης: Κωμωδία εις πέντε πράξεις

Текст
0
Отзывы
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΣΚΗΝΗ Η'

Η Ανθή και ο Ροδάνης

Ροδ. Κι έν είναι να σπαρταρά κανείς αφ' τα γέλλοια;

Ανθ. Εμένα με πονέσανε τα φυλλοκάρδια μου. ας κουρεύουνται τώρα αυτά … ξέρεις τι συλλογίστηκα;

Ροδ. Για πήτεν το να τ' ακούσω·

Ανθ. Δε ξέρεις πώς τα φέρν' ο διάβολος .. τώρα π' όχω τον καιρόν να φκαιρώσω της κασέλαις όλαις, και να της γιομίσω τζακμακόπετραις και στρυδότζεφλα .. τα φλουργιά και τα τάλλαρα· να τα βάλω στα φορτζέργια, και να του τα δείξω πως είναι δικά μου … να τον κάμω κι' ένα προικοσύμφωνο να το υπογράψη, κ' ύστερα τον χορεύω όπως θέλω .. τι λες;

Ροδ. Καλά τ' όβρετεν και τούτο.

Ανθ. Και τώρα που θα τον βάνουμε στην κούνια, τότες έχω καιρό .. καμπόσαις τζακμακόπετραις μόνε, και στρυδότζεφλα να με προβλέψης…και ένα δυω παλιά φορτζέρια.

Ροδ. Όφκολα ναι τούτα … μοναχά να με πλερώστεν το λογαριασμό π' ούν' ως τα τώρη, γιατί τα πήρα βερεσιέ. Ανθ. Το πουρνό σε τα πλερώνω.

Ροδ. (καθ' εαυτόν) Κ' ίντα έν ηξέρουν να κάμουν του διαβόντρου η γυναίκες όντας θένε … αλοί του που πέση σε τετοιωνών χέργια .. (προς την Ανθήν) Πάγω άματις να σας οτοιμάσω της τζακμακόπετραις, και τα παλιά φορτζέρια … μα ε θέτεν πολλά, γιατί τα γρόσια θα σωθούνε αφού και με πλερώστεν το λογαριασμό.

Ανθ. Όσα πάνε, κι' όσα μείνουνε … ξέρεις δα, μηγάρι; με τ' άδωκε με το μέτρος; έννοια σου .. (αναχωρούν)

ΣΚΗΝΗ Θ'

Μαχίδης, Αντισχίδης, Λαμπρίδης, Χαιρειάδης, Πατζίδης, Χάιδω, και η Ανθή.

Χάι. Κυρά κοκόνα, κυρά κοκόνα!!

Ανθ. (έσωθεν αφανής) Τι θέλεις;

Χάι. Κείν' οι γιαλελίδες ερχένται για!!!

Ανθ. Κάμ' τους αντικάμαρα.

Χάι. Δε ξέρω πώς την κάμνε.

Ανθ. Βάλ τους να καθήσουνε στην άλλη κάμαρα, βγάλ τους γλυκό και καφφέ, και πες τους να με συγχωρέσουνε γιατί δεν μπορώ κομμάτι.

Όλοι. (απαντώντες την Χάιδω) Π' ούν η καιρά σου Χάιδω;

Χάι. Να τη σχωρέστε, γιατ' έναι ψύχα ζαμπούνσα.

Όλοι.. Πάμε να τήνε δγιούμε.

Χάι. Όχι! μπάτ' δω για, σ' τούτον το νοντά.

Όλοι. Εμείς θ' άμπουμε εκεί που είναι.

Χάι. Όχι όχι … γιατί κείν' μ' γείπε να σας κάμ' ντικάμρα, και να βγαν καφφέ και γλκό, και να κάτζ δω για.

Όλοι. Τι σε είπε; αντικάμαρα να μας κάμης;

Χάι. Έτζ' μ' γείπ', ναι.

Όλοι. Πήγαινε να της πης, να το βάνη σκουλαρίκι στ' αυτί της. « έκαμε κι' ο κασιδιάρης σκούφια » να της πης ακόμα, να πη κι' αλεύρι.

Χάι. (προς την Ανθήν) Κυρά, τούτ' οι γιαλιλίδες με γείπαν να σ' πω, να βάνς' τα σκλαρίκια στ' αυτιά σ' και τη σκούφγια τ' κασδιάρη, και να πης κι' αλεύρ'.

Ανθ. (έσωθεν) Πες τους και συ, να μ' αδειάσουν τη γωνιά·

Χάι. Μ' γείπε να διάστε τη γνια.

Όλοι. Την επάθαμε.

Μαχ. Εγώ το επρόβλεπα.

Αντ. Εγώ δεν το ήλπιζα.

Λαμ. Αυτό ήτον επόμενον, διότι αι τοιαύται κυρίαι το έχουν ιδίωμα, όταν ήναι εις δεινάς περιστάσεις κολακεύουν και τους πλέον μηδαμινούς, έπειτα όταν η τύχη των λάβη μεταβολήν (καθώς της πατζαβούρας αυτής), τότε λησμονούν και φιλίας, και χάριτας, και, και, και, και.

Χαιρ. Καλά να τα πάθωμεν … έτζι μας πρέπει, διότι δεν βαστώμεν βαρύτητα εις τον εαυτόν μας, αλλά ανακατωνόμεθα με τοιαύτα σκύβαλα … τας τοιαύτας όχι μόνον δεν πρέπει να τας συναναστρέφεται τινάς, αλλά πρέπει και να τας καταφρονή ακόμη.

Πατζ. Τω όντι … έπρεπε να το κάμωμεν απ' αρχής, αλλά τι να ειπώ; οι Κ.

Κ. Μαχίδης και Αντιοχίδης μας παρεκίνησαν.

Μαχ. ) Ναίσκε κύριε, η δική σας η καρδίτζα τάχα δεν εκτυπούσε για να την δγήτε; τώρα ημείς πταίομεν. Αντ. )

Χαιρ. Δεν τη μουντζώνετε τη βρώμα, την άσωτη, την παραλυμένην, την ξιππασμένην;

Πατζ. Καλά λέγει, τι στεκόμεθα ακόμη; για να μας κάμη κι' άλλο φρόντε;

Όλοι. Ας φύγωμεν λοιπόν. (αναχωρούν)

Χάι. Κυρά, αυτοί μουρμούρσαν, μουρμούρσαν, κι' έφγαν·

Ανθ. Ώρα τους καλή … έλα εσύ μέσα, γιατί έχουμε δουλειά.

ΣΚΗΝΗ Ι'

Ο Ροδάνης,ο Μουζάνας, η Ανθή, η Χάιδω, ο Σινάνης, και έπειτα ο

Φοντανέλλης.

Ο Ροδάνης και ο Μουζάνας φέρουν τον Σινάνη εις κούνιαν φασκιομένον και τον αφίνουν έμπροσθεν της Ανθής.

Μουζ. Απ' το κεφάλι βάστα καλά.

Ροδ. Βαστάτεν εσείς καλά αφ' τα ποδάρια να μη σας γλυστρήση.

Μουζ. Τέσσερις χαμάλιδες θέλει, και πάλαι να δγιούμε . . (προς τον

Σινάνη) Αφέντη, τ' είν αυτά τα χάλια;

Σιν. (μυστικά) Σώπα τώρα .. δεν μπορώ να λαλήσω, γιατί χαλνούνε γιατρικά μου.

Ροδ. Εμείς θα τον πάμεν πλια … βαστάτεν καλά… (προς την Ανθήν) Πάρτε τον το γυιό σας τώρη.

Ανθ. Σας ευχαριστώ.

Σιν. (κλαίει) Ουά, ουά, ουά!!

Ανθ. Σκασμός παστάρδικο!! (γελά) χα, χα, χα, χα.

Σιν. Ουά, ουά, ουά.

Ανθ. Τι θέλεις;

Σιν. Μαμά, νιανιά.

Ανθ. Χάιδω!! έλα ταγίσης το παιδί.

Χάι. (εισέρχεται, και βλέπουσα αιφνιδίως τον Σινάνη εις την κούνιαν, θαυμάζει) Μπα … τρανό κακό γυιέ μ!!! τούτο ν' το πδί; μπα, μπα, μπα .. τούτος είν' αφέντης μας, και γένκε χαζό.

Σιν. Νιανιά.

Χάι. Τι να τ' δώκω να φάη;

Ανθ. Γάλα, ριζόγαλο.

Χάι. Πάγ' να φέρω .. (αναχωρεί).

Σιν. Νιανιά, μπουά.

Χάι. (επιστρέφει με έν πιάτον να ταγίση τον Σινάνη) Έλ' να σ' δώκω νιανιά·… τρανό κακό γυιέ μ', και τούτ' δεν το γείδα στη ζήση μ' … (ταγίζει τον Σινάνη)

Σιν. Μπουά.

Χάι. Σύκω το κεφάλ' σ' πάνου να σ' δώκω να πγης .. (τον ποτίζει)

Σιν. Τζις.

Χάι. Αυτό για δεν τ' ακούγ' … ας σε βάν' η κοκόνα να τα κάμς'.

Σιν. Τζις.

Ανθ. Βάλτο καλέ το παιδί, να κάμη τα τζίσγια του.

Χάι. (με θυμόν) Τι πδί;. τι πδί; γδόντα χρονώ άθρωπο τον κάμτε χαζό; βάλτον γ' η αφεντιά σ' να κάμ'.. (φεύγει με αγανάκτησιν)

Ανθ. Έλα να τον κουνήσης.

Χάι. (φεύγουσα) Μηδέ τον κνάγω, μήδ' τον ταγίζω, μήδ' να δγιω θέλ' χαζό ποτές μ' … για, πιάσ' μια βάγια … (αναχωρεί)

Σιν. Νιανιά, μπουά, τζις.

Φον. (εισέρχεται φέρων ιατρικά εις τας χείρας του) Κοσπέτο δι μπάκκο!!! όλο ένα βόλτα μαμά, τζις, μπουά; ε κε αφέντη δικό μου, τώρα κε να γένεται νιο σέντζα δούπιο … μα μπιζόνια και να πέρνη πόκο ελετουάριο, και να πίνη κε δεκότο (τω δίδει ολίγον) ε σαράντα μέρα, επόι γένεται νιο. (προς την Ανθήν) Δούνκουε καιρά δικό μου, το κούρα και το γιατρικό; πιο και να πλερώνη;

Ανθ. Μάλιστα εξοχώτατε, εγώ. (τω δίδει έν χαρτίον με νομίσματα)

Φον. Σπολάτη, καιρά δικό μου, σπολάτη …. (κάμει διάφορα σχήματα, και αναχωρεί)

Ανθ. (κτυπώσα τας χείρας) Χάιδω, Μουζάνα!!

Μουζ.( Ορίστε. Χάι. (

Ανθ. Πιάστε να πάτε το παιδί στην άλλη σάλα, γιατί κρυόνει εδώ.

Χάι. Δεν μπορούμ' οι δυω.

Ανθ. Φώναξε και το μισέ Ροδάνη.

Ροδ. [παρουσιάζεται αίφνης] Ήξερά το κι' έν ήφυγα.

Όλοι, [μεταφέρουν τον Σινάνη φωνάζοντα] Ουά, μπουά, νιανιά, τζις.

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'

Ο Ροδάνης και η Ανθή.

Ροδ. Ήφερά σας τα παλλιά φορτζέρια, της τζακμακόπετραις, και τα στρυδότζεφλα, πάμεν τώρη να με πληρώστεν.

Ανθ. Έκαμα και το προικοσύμφωνο … για δγιέτο, σ' αρέσει; [τω δίδει]

Ροδ. [αναγινώσκων το προικοσύμφωνον] Καλέ σεις τον ησβύσετεν αφ' τον κόσμο τον κακόσορτο … ίντ' αν' τούτα; και λέτεν να τ' απογράψη;

Ανθ. Τον καταφέρνω εγώ, έννοια σου .. πάμε τώρα.

Ροδ. Πάμε … [αναχωρούν]

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'

Η Ανθή, η Χάιδω, έπειτα ο Ροδάνης.

Ανθ. Χάιδω, πήγαινε γλίγωρα να με φωνάξης τον μισέ Ροδάνη.

Χάι. Εκείνος έρχεται, γιάτος για.

Ανθ. [προς τον Ροδάνην] Ότι κ' έστελνα τη Χάιδω να σε φωνάξη.

Ροδ. Τρέχει τίποτις;

Ανθ. Τι θα τρέξη; αυτός ο ξαναμωραμένος απόψε όλη νύχτα ελογάριαζε άμα σηκωθή να κυττάξη της κασέλαις του, για τούτο σ' εφώναξα να προλάβουμε να του δείξω όλα τα καλά μου, να τον βάνουμε να υπογράψη το προικοσύμφωνον, κι' ύστερα να τον χορέψω καλά … πάμε λοιπόν μέσα να σε δώσω κι' άλλα γρόσια, και έναν κατάλογο να με πάρης ακόμι πράγματα, γιατί δε ξέρεις πώς τα φέρν' ο διάβολος… εντοσούτω τι θα φάμε σήμερα;

Ροδ. Είναι σαρακοστή.

Ανθ. Δεν κάμεις τη δουλειά σου.. σκουργιασμέναις ιδέαις.

Ροδ. Και τρώτεν σήμερις πασκαλινό;

Ανθ. Αμέ τι; θα νηστεύω; κάθησαι να φάμε εδώ!

Ροδ. Έν τρώγω πασχαλινό.

Ανθ. Εγώ σας πέρνω θαλασσινά.

Ροδ. Η Σουπιαίς έχουνε 20 γρόσα η οκά σήμερις.

Ανθ. Ας έχουν κι' εκατό .. ωχ, κύτταξε τι λογαριάζεις!! πάμε πάμε να σε δώσω τα γρόσια … [αναχωρούν]

ΣΚΗΝΗ ΙΓ'

Ο Σινάνης, η Ανθή, και ο Ροδάνης [έσωθεν αφανής]

Σιν. [καθ' εαυτόν] Σήμερα σωτήκανε σαράντα μέραις … ξανάνιοσα κομμάτι … γιατρικά και κούνια καλό με κάμανε, κόκκαλά μου σφίξανε …. ράχη μου πόνεσε κομμάτι κείττωντας, αμμά δε βλάφτει . περνάει …. κοκονίτζα δεν ήρτε σήμερα να δγη, ας ντυθώ ν' αύγω όξου, να δγιω τι γένεται κόσμος, [εξέρχεται, και βλέπει τον Ροδάνην και την Ανθήν καθημένους] Τι λέτε οι δυω σας;

Ανθ. Τίποτα, ότι καθήσαμε.

Σιν. Αμέ μισέ Ροδάνη, εδώ πέρα ήσουνα; γιατί ντεν ήρτες μέσα για;

Ροδ. Κοιμούσασταν.

Σιν. Όχι! κειτούμουνα.

Ροδ. Γενήκετεν πλια τώρη νηός;

Σιν. Εχ!! κομμάτι ξανάνιωσα· κούνια ίλλεμ πολύ καλά μ' έκαμε …

Ροδ. Μπα και γουστάρετεν.. ακόμι να κάμετε άλλαις σαράντα μέραις στα σπάργανα;

Σιν. Όχι .. αρτίκ τα συκωτώ, γιατί έχω δουλειαίς

Ανθ. [προς τον Ροδάνην μυστικά] Επρόλαβα και την έφκιασα τη γαλλιάρδα μου.

Ροδ. (μυστικά) Κ' ίντα καλόβολλα π' ούρτεν!! μοναχά που σώσετεν τα γρότα, γιατί πήρετεν πολύ πράμα.

Ανθ. Τα πουλώ … πάντα τη μισή τιμή θα πιάσω…. έχω κι' ένα φόρτζέρι με γρόσια.

Ροδ. Κατά πώς τα πάτεν εσείς, γλίγωρις θα το ξεπατώσετεν κ' εκείνο.

Ανθ. Κάμε χάζι τώρα τι θα κάμω … (προς τον Σινάνη) Αλήθεια τζελεμπή …. δεν είδετε την προίκα μου και το βίος μου ακόμα.

Σιν. Τι τέλω να δγιω.

Ανθ. Όχι όχι, πρέπει να τα δγήτε, και να υπογράψετε και το προικοσύμφωνο … ορίστε λοιπόν, πάμε να τα δγήτε. μισέ Ροδάνη, έλα μαζή μας. (αναχωρούν)

ΣΚΗΝΗ ΙΔ'

Ο Σινάνης, η Ανθή, και ο Ροδάνης, χωρίς να φαίνωνται κατά πρώτον, είτα εξέρχονται, έπειτα ο Καλαμπάκος.

Ανθ. Εδώ κύτταξε τζελεμπή!! όλα αυτά είναι φουστάνια! δγιες και τα λαχούρια, γλέπεις κι' αυτά τα κουτιά;

 

Σιν Γλέπω· τι έχουνε μέσα για;

Ανθ. Καπελλίνα . .. αυτή η κασέλα έχει γκάντια, κάλτζαις, και κορδέλαις. αυτή έχει μανδύλια, σπαλέτα, σάλπαις, τούλια, κτλ. αυτή έχει όλο παπούτζια.

Σιν. Και τι τα τα κάμεις τόσα παπούτζια;

Ανθ. Θα τα φορέσω, τι, πολλά είναι; ένα την εβδομάδα, και κάθε μπάλο δυω τρία ζευγάρια.

Σιν. Μπρε μπρε μπρε!! ούλα αγραστήρια άδειασες, και κουβάνησες εδώ πέρα. Στα παπουτζίδικα παπούτζι δεν απέμεινε πγια.

Ανθ. Και πού είσ' ακόμα;

Σιν. Τα πάρης κι' άλλα;

Ανθ. Η ευγενία σου θα μ' αγοράσεις.

Σιν. Χάλασε πρώτα αυτά, κ' ύστερα γλέπουμε· [καθ' εαυτόν] Πενήντα χρόνια αυτά δε χαλνούνε.

Ανθ. Δγιές τώρα και τα διαμαντικά μου.

Σιν. Ούλα δικά σου είναι;

Ανθ. Μάλιστα.

Σιν. Τζεβαερικό ντεν άφηκες στο πεζεστένι … ούλα εδώ έφερες.

Ανθ. Δγιές και τα γρόσια μου.

Σιν. Λίγα είναι.

Ροδ. Τ' άλλα τ' άχει στο διάφορο.

Σιν. Κ' είναι πολλά;

Ροδ. Έν πένουνε στο κονδήλι.

Ανθ. Τα είδετε όλα αυτά, το κελλάρι μου, τ' ασημικά μου, και τα λοιπά;

Σιν. Ναίσκε, ούλα είδα.

Ανθ. Πλέον λόγος δεν μένει (εξέρχονται) Ημπορείτε να πήτε ότι με πήρετε πτωχή; ότι εψοφούσα της πείνας, ότι δεν είχα κανέναν παρά να ξύσω το δόντι μου;

Σιν. Όχι. στραβός είμαι; ντε γλέπω;

Ανθ. Δε ξέρω!!! γιατί καμμιά φορά τα πράγματα γενούνται ανάποδα.

Σιν. Όχι, όχι, ένα πράμα μοναχά, του κόσμου πράματα ούλα εδώ εκουβάνισες

Ανθ. Τι σας κόφτει; υπογράψετε λοιπόν το προικοσύμφωνον. (το παρουσιάζει)

Σιν. Γιατί;

Ανθ. Έζ' είναι νόμος, ζωή και θάνατος είναι· μήτε οι συγγενείς σου να με τραβούνε, μήτε οι συγγενείς μου να σε τραβούνε.

Σιν. Εγώ γεννιαίς ντεν έχω.

Ανθ. Τι κάμει; έχω εγώ … υπογράψετε.

Ροδ. Καλά σας λε, κι' έχει δίκιο, κι' έτζι είν' της τάξις.

Σιν. (υπογράφει το προικοσύμφωνον)

Ανθ. (προς τον Ροδάνην) Υπογραφτήτε μάρτυρας.

Ροδ. (υπογράφει) Θέμεν κι' άλλον ένα.

Ανθ. Φωνάζουμε αυτόν που περνάει …Κύριε, Κύριε.

Σιν. Τι τέλεις εκείνονα; είναι Καλπάκος.

Ανθ. Τι με κόφτει; ας ήναι μακάρι και Καλπάκος.

Καλ. Τι προστάζετε κυρά μ';

Ανθ. Να υπογραφτήτε μάρτυρας εις αυτό το προικοσύμφωνο

Καλ. Υπογραφτήκαταν οι άλλ';

Σιν. Μάλιστα.

Καλ. (υπογράφει, και αναχωρεί)

Ανθ. (κρατούσα το προικοσύμφωνον εις χείρας.) Εγώ χαλεπή μου το ήθελα αυτό, για να μην έχουμε ζάλαις.

Σιν. Κέφι σου γένηκε τώρα; πάγω κι' εγώ να κυττάξω δουλειά μου, γιατί πολύ χασομέρησα .. (αναχωρεί)

Ροδ. Καλά του την εφτιάξετεν ..ε θε πλια τίποτις άλλο … πα φύγω τώρη.

Ανθ. Ανασκουμπώσου, γιατί θ' άχουμε φωναίς τώρα τώρα.

Ροδ. Μηνύσετέ με, κ' ήφταξα .. (αναχωρεί)

Ανθ. Πάγω κι' εγώ να δγιω τι θα κάμει τώρα.

ΣΚΗΝΗ ΙΕ'

η Χάιδω, η Ανθή, έπειτα ο Μουζάνας.

Χάι. (εισέρχεται τρέχουσα να φθάση την κυρίαν της) Κυρά κοκόνα, κυρά κοκόνα.

Ανθ. Τι θέλεις;

Χάι. Αυτόνα το φτωχούλ' δεν τ' δίνεις τίπτα, για να σχωρνάει τοις γνειούς σου;

Ανθ. Ποιον;

Χάι. Το Μζαν.

Ανθ. Ναι τον καϊμένο .. να τον κυβερνήσω (στρέφει προς τον Μουζάνα) Έλα κοντά, έλα … να, πάρ' αυτήν τη σακκουλίτζα με 200 βενέτικα, και οικονομήσου … θέλω όμως να ήσαι δικός μου, κι' ό,τι μ' εύρει να ήσαι με το μέρος μου.

Μουζ. (λαμβάνων την σακκουλίτζαν) Κοκονίτζα μου, ο Θεός να σας το πλερώση ό,τι εκάματε σ' μένα τον πτωχό· είμαι έτοιμος και στη θάλασσα να πέσω, και το αίμα μου να χύσω διά την ευγενίαν σας, και εις πυρ και εις θάνατον τέλος πάντων.

Ανθ. Εύγε σου .. έτζι σε θέλω … πηγαίνετε τώρα στη δουλειά σας .. (αναχωρεί)

Χάι. (προς τον Μουζάναν) Γείδες; γιά, άρπαξες τη σακκλίτζα με τα βενιέτικα.

Μουζ. Ευχαριστώ … πάμε τώρα.

Χάι. Πάμ', πάμ' … (αναχωρούν)

ΣΚΗΝΗ Ις'

Ο Σινάνις εισέρχεται εις το θησαυροφυλάκιόν του, ανοίγει τα κιβώτια, και ευρών αυτά γεμάτα από τζακματόπετραις και στρυδόφλοιδαις, εξέρχεται τρέμων και φωνάζων.

Ο Σινάνης, η Ανθή, η Χάιδω και ο Ροδάνης.

Σιν. Τρεχάτε γειτόνοι!! τρεχάτε!! κλέφταις με ξεγυμνώσανε!!! ωχ … τι τα γένω τώρα, κακοροίζικο; ούλο βιος μου πήρανε, σεντούκια γιομίσανε τζακμακόπετρα, και στρυδότζεφλα … ωφ .. αμάν .. τι να γένω; (τρέμων πίπτει, και λειποθυμεί)

Χάι. (εξέρχεται, και βλέπουσα τον Σινάνη, κράζει την κυρίαν της) Κυρά κοκόνα, κυρά κοκόνα, αφέντης για, μπαγίλδισ' όξου, δεν έρχεσαι να τον σκώσουμε;

Ανθ. (εξέρχεται, και πλησιάζει με απορίαν εις τον Σινάνη) Τι έπαθες τζελεμπή;) (τον κινεί) Δεν ακούς τζελεπή; τι έπαθες; Χάιδω! φέρε κομμάτι θειάφι να τον ξελειγοθυμίσουμε.

Χάι. (τη προσφέρει ολίγον θειάφι) Να κυρά.

Ανθ. Έλα και συ κοντά.

Σιν. (ανανήφων ολίγον) Κλέφταις … κλέφταις … με ξεγυμνώσανε.

Ανθ. Καλέ τι κλέφταις λες; π' ούν οι κλέφταις;

Σιν. (βλέπων την Ανθήν) Εσύ κλέφτρα έκλεψες βιος μου, … άδειασες σεντούκια, κι' έβανες τζακμαχόπετρα, και στρυδότζεφλα … σύκ' απέ κοντά μου.. κλέφτρα.

Ανθ. Τούτος τρελλάθηκε … καλέ με τα σωστά σου με βρίζεις, και με λες κλέφτρα;

Σιν. Ναι· εσύ έκλεψες βιος μου … αμάν …. νους μου τα πετάξει τώρα … φεύγα λέω.

Ανθ. Τον γλέπεις εκεί το βάρβαρο, τον ασυνείδητο, να με λέγη κλέφτρα, κι' ότι έκλεψα το βιος του; (με θυμόν) Σύκ' απάνου κύριε! την υπόληψίν μου θέλω, κι' αυταίς είναι μόμολαις … εγώ δεν πέρνω από τέτοια … (με θυμόν) σύκω δε, στα ποδάργγια σου .. ολόρτος, ολόρτος … α … πιάστον μωρή Χάιδω να συκωθή. (απομακρύνεται η ίδια ολίγον)

Σιν. Βιος μου ούλο έκλεψες μπρε καλοπλυμένη, μπρε σεξέν τοκούζ.

Ανθ. Να τ' αποδείξης παλιόγερε, σαπημένε, φαφούτη, τενεκέ.

Σιν. Τώρα ζαέρ παλιόγερω γένηκα, φαφούτη γένηκα, τενεκέ γένηκα, δουλειά σου έκαμες γιά; ό,τι τέλεις πες το.

Ανθ. Τίποτα, την τιμή μου θέλω … και πού το ηύρες το βιος και πιος σε τ' όκλεψε;

Σιν. Ογδόντα δυω σεντούκια έφερα γιομάτα βενέτικα, ντομπλόνια, τάλλαρα και λοής κοπής μονέδα.

Ανθ. Έφερες σεντούκια βουλωμένα … ποιος τα είδε τι είχανε μέσα; εσύ τα γιόμισες τζακμακόπετραις, και και στρυδότζεφλα, τα βούλωσες, και λες τώρα που ήτανε βενέτικα, και δούπιαις … ποιος τα είδε; ένα παλιοσέπετο είδα μόνε, π' όχεις μέσα κάτι τζάντζαλα, και τίποτις άλλο δεν είδα να φέρης .. τώρα λες φλουργιά, αύριο θα πης διαμάντια … μάλιστα την ημέρα που έφερες τα σεντούκια που ήτανε βουλωμένα, τα είδε και ο μισέ Ροδάνης, κι' είναι καλός μάρτυρας.

Σιν. Ταμάμ! κάπηλα είπανε μια φορά, φέρε μάρτυρα, επήγε κι' έφερε μποζατζή … τώρα κι' εσύ φέρνεις μισέ Ροδάνη μάρτυρα … (με θυμόν) Κι εσύ κι' εκείνος τα κλέψετε.

Ανθ. Τι είχες; και τι σε κλέψανε;

Σιν. Ένα μιλλιούνι βενέτικα.

Ανθ. Μπορείς να πης και δέκα … ποιος σε πιστεύει; φέρε μάρτυρες.

Σιν. Ούλος κόσμος ξέρει.

Ανθ. Ένανε φέρε, και φτάνει … σε ποιόνα μπροστά με παράδωσες βενέτικα και δούπιαις, και τώρα λες που τα κλέψαμε;

Σιν. Μη τυμώνεις και φωνάζεις .. ταμάμ! βγάζει κλέφτη φωνή του, να φοβητή νοικοκύρης … ξένο ικλέφτη ανοίγει σεντούκι, πέρνει γρόσια, φεύγει … τζακμακόπετρα δε βάζει … τούτο ικλέφτη σπητικό ήτανε.

Ανθ. Σπητικό, παζαρίσιο δε ξέρω .. αυτά είναι μόμολαις … δε λες πως ήσουνα ψόφια ψείρα, κι' έκαψες το κεφάλι μου, που σε πήρα γέρω, σαλιάρη, μυξή, ξαναμωραμένο, βάρβαρο, χοντροειδέστατο; και δεν τρέπεσαι ακόμα να με λες και κλέφτρα; ω χαράς την ανθρωπιά σου!! δεν το υποφέρω … (με φωνάς) Την υπόληψί μου θέλω .. κύριε .. κόπιασε στο κριτήριο.

Σιν. Εσύ τα τραβίξης εμένα κριτήριο, γιόξαμ εγώ; μπρε γκιδί κλέφτρα.

Ανθ. Κλέφτης, ψεύτης, και κατεργάρης είσαι συ, πού γέμισες τα σεντούκια σου τζακμακόπετραις, κι έκαψες το κεφάλι μου .. απ' το Θεό να τ' όβρης. (προς την Χάιδω μυστικά.) Πήγαινε να φωνάξης το Ροδάνη γλήγωρα.

Χάι. Πάγ' για.

Ανθ. Ναίσκε ναίσκε κύριε .. ο πλούσιος φαίνεται από τα καλά του . . αμ' εσύ τι είχες; ένα παλιοσέπετο με τζάντζαλα και με πατζαβούρες.

Σιν. Βενετικά, ντοπλόνια έφερα μωρή!

Ανθ. Μωρή; χαρά ς' το μωρή! την κοπέλα του πατέρα σου λες μωρή; τον γλέπετεν το βάρβαρο; άκουσε κύριε .. τα έξοδα του γάμου, τα νυφιάτικα και την προγαμιαία δωρεά θα με πληρώσης, και φώναζε όσο θέλεις και τζιλεπούρδα μακάρι σαν κατζίκι. . μ' άκουσες; δυω και δυω κάμουν τέσσαρα … το κριτήριο θα μας ξεχωρήση και πάρ' τα μέτρα σου.

Σιν. Ούλα Ροδάνη τ' άκαμε αχ κιοπόγλου Ροδάνη.. αχ ή τ' ογλού Ροδάνη, εσύ έφερες μπελά στο κεφάλι μου.

Ροδ. (εισέρχεται αιφνηδίως. ) Καλέ ίντα σας ήκαμεν ο Ροδάνης πάλι;

Σιν. Όξου κιοπόγλου . . ούλα εσύ τ' άκαμες, κλέφτη!

Ροδ. Κι αφ' το σπήτι του πάη σας με διώχνετεν μαθές;

Ανθ. Σε λέγω δα! τώρα γλέπει ο ξεδοντιάρης, ο σαπημένος, ο μιαρός, που θα τον διώξω εγώ.

Ροδ. Κ' ίντα σας ήκαμα; ε μιλάτεν ξάστερα;

Σιν. Βιος μου έκλεψες . . ακόμα τι τα κάμης;

Ροδ. Και κλέφτης είμ' εγώ; την τιμήν μου θέλω.

Ανθ. Κι εγώ την τιμήν μου και την υπόληψί μου, (προς τον Σινάνην). Έξω απ' το σπήτι μου… τώρα να φύγης… βγάλτον έξω μισέ Ροδάνη.

Ροδ. Όξου παλλιάνθρωπε (τον σπρώχνει ).

Ανθ. (αρπάζει έν ρόπαλον εις χείρας της ). Έξω, Έξω… α. . ακόμα στέκεσαι; θα σπάσω το κεφάλι σου.

Ροδ. (τον κρατεί από το φόρεμα.) Την τιμή μου θέλω… πού θα μου πας διαβόντρου γυιέ. . . στο κριτήριο θα πάμεν.

Ανθ. (σηκώνει το ρόπαλον). Ακόμα στέκεσε;

Σιν. Έι, φεύγω, φεύγω, . . βιος μου ούλο εδώ μέσα αφίνω … να δγήτε τώρα τι σας κάμω, μπρε κλέφταις.

Ανθ. και Ροδ. Τον σπρώχνουν, τον ευγάζουν έξω κλείουν την θύραν.

Ανθ. Έι πώς σε φαίνεται; καλά το κατόρθωσα;

Ροδ. Του την φτιάξετε δα αλά μπουρνέζικι . . κι αν' πα στο κριτήριο;

Ανθ. Τί θα κάμη· μάρτυρες αφ'ου δεν είναι ας φωνάζη όσο θέλει . . μη σε ξισπάζουνε αυτά.

Ροδ. Πάγω άμματις να 'δώ ίντα θα κάμη τώρη. (αναχωρεί)

Ανθ. (πηδώσα). Το κατόρθωσα, το κατόρθωσα! ας πάη τώρα όποια πέτρα εύρει μεγάλη να χτυπά το κεφάλι του, οι τέτοιοι τέτοια πρέπει να παθαίνουν κι άλλα χειρότερα … (αναχωρεί.)

Η ΒΙΤΩΡΙΑ μόνη έπειτα ο ΝΑΡΚΙΣΙΔΗΣ.

Bιτ. Τι αναισχυντία! τι αφιλοτιμία! τι ασυνειδησία! εις ποίον βαθμόν φαυλότητας έφθασε να υποπέση η αθλία αυτή αδελφή μου τελευταίον εξαιτίας της ασωτίας της! αφού κατεδαπάνησε τόσην περιουσίαν,αφού κατεδέχθη και τα πλέον αίσχιστα, δεν εξηρκέσθη εις αυτά, αλλά προεχώρησε να πράξη τα μεγαλήτερα μετά την υπανδρείαν της.

Δεν εμέτρησε ποσώς τον εαυτόν της!!! δεν ενθυμήθη τας παρελθούσας δυστυχίας της, δεν εφαντάσθη, ούτε ποσώς εσυλλογίσθη ότι η τύχη την κατεπλούτησε διά να ζήση λαμπρώς τόσον αυτή καθώς και οι απόγονοί της, αλλ' αφού εντός ολίγου κατεχράσθη τόσην υπέρογκον χρηματικήν ποσότητα, θυσιάσασα αυτήν εις την άπληστον πολυτέλειάν της, εις χορούς, συναναστροφάς και συμπόσια, και εις τας κολακείας του μεν και του δε, και αφαιρέσασα με τον κακουργικώτερον τρόπον όλον τον πλούτον του συζύγου της, τελευταίον χωρίς να σεβασθή τους όρους της συζυγίας, τους όρους της τιμιότητος, της γυναικείας σεμνότητος, της πολιτικής κοινωνίας, χωρίς καμμίαν συστολήν απέβαλε κακήν κακώς τον άθλιον γέροντα σύζυγόν της, με τας πλέον αναιδείς ύβρεις εξυβρίζουσα αυτόν, και με απειλάς ξυλισμού, προσκαλούσα αυτόν ακόμη και ενώπιον των δικανικών νόμων. Ποία ψυχή ευαίσθητος να μη λυπηθή τον τρισάθλιον ούτον γέροντα, όστις ως παράφρων περιφέρεται ήδη, μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι; ω δυστυχία της ανθρωπότητος!! εις πόσων ειδών δεινά υπόκειται!! αγκαλά και οι τοιούτοι μοχθηροί φιλάργυροι δεν είναι αξιοσυμπάθητοι δι' όσα και αν πάθουν, μ' όλα ταύτα ο τρόπος της αδελφής μου είναι αξιοκατάκριτος, και κινεί εις οίκτον τον θεατήν του γέρω Σινάνη, καίτοι μοχθηρού και βδελυρού φιλαργύρου … και εάν απλώς δεν ήτο ίδιον εντίμου και φιλοτίμου γυναικός το να μεταχειρισθή με τοιούτον απάνθρωπον τρόπον ένα ξένον άνθρωπον εμπιστευθέντα την περιουσίαν του εις την οικίαν της, πολλώ μάλλον δεν έπρεπε να μεταχειρισθεί τοιουτωτρόπως ένα σύζυγον με τον οποίον ό,τε πολιτικός και θρησκευτικός νόμος, και η ανθρωπίνη κοινωνία την συνέζευξαν; αχ!! πόσον λυπούμαι, και κατακρίνω την αδελφήν μου, η οποία προσέβαλε δυνατά την αξιοπρέπειαν όλης της οικογενείας μας ! ευχαριστώ την τύχην ήτις με απήλλαξε προ πολλού απ' αυτήν, και ζω εντίμως με την μετριότητά μου.

Ναρ. (εισέρχεται αίφνης) Κυρά μου σας προσκυνώ.

Βιτ. Και εγώ σας αντιπροσκυνώ.

Ναρ. Πολλά τεταραγμένην σας βλέπω.

Βιτ. Δεν εμάθετε τα άθλα της αδελφής μου;

Ναρ. Αυτά τα νέα τουλάχιστον λέγονται εις όλην την πόλιν.

Βιτ. Πιστεύω ότι εις όλας τας συναναστροφάς με αυτά διασκεδάζουν.

Ναρ. Και εις τα καφφενεία, και εις τα χαμαιτυπεία ακόμη.

Βιτ. Ω δυστυχία μου .. πόσον δυσφημούμαι και εγώ!!

Ναρ. Τίποτε κυρία μου, η ευγενία σας μάλιστα χαίρετε την μεγαλητέραν υπόληψιν διά την μετριότητά σας.

Βιτ. Να το πιστεύσω;

Ναρ. Εις την τιμήν μου. και είθε να με ηξίωνεν η τύχη να σας απολαύσω νόμιμον σύζυγόν μου, ήθελα κατά τούτο είσθαι ο μόνος ευτυχής.

Βιτ. Και εγώ ήθελα ζήσει ευτυχώς, αν με ηξίωνεν η τύχη να συζήσω με την ευγενίαν σας.

 

Ναρ. Τι περιμένομεν λοιπόν; να γεράσωμεν ωσάν νάνη; [γελών]

Βιτ. .. Όχι δα … (γελώσα)

Ναρ. Ας δώσωμεν τας χείρας .. [δίδουν τας χείρας] Στέκεσθε εις τον λόγον σας;

Βιτ. Μάλιστα, εάν και η ευγενία σας σταθήτε.

Ναρ. Εγώ είμαι σταθερός.

Βιτ. Και εγώ σταθερά.

Ναρ. Σας προσκυνώ .. (αναχωρεί)

Βιτ. Και εγώ ομοίως. (αναχωρεί)

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»