έχομ’ εμείς· η πόλη μας νικά, μα οι δυό μας
οι άρχοντες και στρατηγοί με δουλεμένο
σίδερο σκυθικό τα κτήματά τους όλα
μεράσανε, και θα ’χουν όση στην ταφή τους
θα πάρουν χώρα, σύμφωνα με τις κατάρες
κάνοντας κατοχή τις άθλιες του πατρός των.
Σώθηκ’ η πόλη, μα των δυό της βασιλιάδων
ήπιε το αίμα η γη τ’ αλληλοσκοτωμού των.
Ω μεγάλε θεέ Δία και σεις πολιούχοι
θεοί, που του Κάδμου τους πύργους
διαφεντεύετ’ αυτούς,
χαρά τάχα να δείξω και τραγούδια να πω
για της πόλης μας τη σωτηρία
ή να κλάψω τους άμοιρους και θλιβερούς
πολεμάρχους;
όπου βέβαια σύμφωνα με τ’ όνομά τους
ε τ ε ό κ λ ε ι τ ο ι αλήθεια και π ο λ υ ν ε ι κ ε ί ς
απ’ την άδικη γνώμη τους πάνε.
Ω μαύρη και τελεία κατάρα
του Οιδίποδα και της γενεάς του,
ένα κακό μου πέφτει στην καρδιά μου σύγκρυο
και σαν μαινάδα για τον τάφο τους
εξέσπασα σε μοιρολόγια,
ακούοντας το αιματοκύλισμα
και τον κακό το θάνατο που βρήκαν·
καταραμένη αλήθει’ αυτή
του κονταριού τωνε η συναυλία!
Το ’βγαλε πέρα κι ούτε απόκαμε
η ευχή που ’δωσε ο πατέρας,
ως πέρα η ανυπάκουη γνώμη εβάσταξε
του Λάιου· και τώρα γνοιάζομαι
την πόλη μας, γιατί δεν χάνουνε
τη δύναμή τους οι χρησμοί. Ω πολυστέναχτοι,
ανήκουστο που εκάμετε το πράμα
κ’ ήρθαν αλήθεια συμφορές
να κλαίη κανείς όχι με λόγια.
Νά τ’ αυτοφάνερα, όσα μας είπε ο κήρυξ….
πένθος διπλό και συμφορά διπλή
των δυό νεκρών που σκότωσε
ο ένας τον άλλο·
διπλά σωστά σφαχτάρια αυτά
και τι να πω;
Τι άλλο, ή πόνοι σ’ άλλους πόνους
μέσα στα σπίτια θρονιασμένοι;
Μα με τον πρίμον αγέρα, φίλε, των θρήνων
στις κεφαλές σας λάμνετε γύρω
κουπιά τα χέρια σας για την πομπή
που πάντ’ ανάμεσα ’πό τον Αχέροντα τραβάει και πάει
τον άγιο δρόμο της που τον περνούνε μαύρα πανιά,
δρόμον ανήλιαγο, που δεν τον πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
και φέρνει πέρα
στην παντοδόχα κι άφαντη ξέρα.
Αλλά ιδού τες αυτές, να πληρώσουν πικρό
χρέος έρχουνται, η Αντιγόνη κ’ η Ισμήνη,
να θρηνήσουν τα δυό τους αδέρφια·
και θαρρώ με το δίκιο στ’ αλήθεια
από μες στα βαθύκολπα ωραία τους στήθια
της καρδιάς των θα χύσουν τον πόνο.
Αλλ’ εμείς είναι δίκιο και πριν απ’ αυτές
τον παράφωνον ύμνον
να τονίσωμε των Ερινύων
κι από πάνω να ψάλλωμε
μισητό τον παιάνα του Άδου.
Ω πιο δυστυχισμένες εσείς αδερφές
απ’ όλες που ζώστρα στη μέση τους γύρω φορούνε
δακρύζω, στενάζω και δόλος κανένας δεν είναι
πως ότι απ’ τα βάθη δεν κλαίω της ψυχής.
Ωιμέ, ωιμέ, κακόγνωμοι
στους φίλους ανυπάκουοι
στις συμφορές αδάμαστοι,
τα πατρικά ερημάξετε
σπίτια με την αμάχη σας!
Άθλιοι βέβαια που ηύρανε
και θάνατο αθλιώτατο
για των σπιτιώ τους χαλασμό.
Τους τοίχους κάτω ερρίξατε,
αλλοίμονο, μονάχοι σας
και πικρούς θρόνους είδετε·
μα τώρα εσυβαστήκετε
με το σπαθί στο χέρι.
Κι αλήθεια η σεβαστή Ερινύς
του Οιδίποδα πατέρα σας
ετέλειωσε τις κατάρες.
Απ’ τα ζερβά τρυπημένοι.
-Κι αλήθεια τρυπημένοι
στα ομόσπλαχνα πλευρά.
-Αλλοί, δυστυχισμένοι,
αλλοί και στις κατάρες
που φέραν την αντίφονη τη συμφορά!
-Λαβωματιά πέρα για πέρα
στα σπίτια τους και στα κορμιά,
μ’ ανήκουστην αψιθυμιά
με μοίραν όχι διάφορη
απ’ την κατάρα του πατέρα.
Και μες στην πόλη ο στεναγμός
περνά· στενάζουνε κ’ οι πύργοι
κ’ η χώρα που τους αγαπούσε
και στους διαδόχους μένουνε
τα κτήματα, γι’ αυτά που η αμάχη
κι ο άθλιος θάνατος τους βρήκε.
-Με ισιάδα μεραστήκανε
οι αψίκαρδοι τα κτήματά τους,
κ’ οι φίλοι τους παράπονο δεν έχομε
με το συβιβαστή τους
και δε χαρίστηκεν ο Άρης.
Έτσ’ είναι τώρα σιδεροχτυπημένοι
και τους προσμένει σιδεροχτυπημένη,
ίσως να πη κανείς «και ποια;»,
των πατρικών τους τάφων η κληρονομιά.
Πολύς αχός τους προβοδά
σπαραχτικ’ απ’ τα σπίτια μοιρολόγια
γιομάτα πόνους και στενάγματα,
που βγαίνουν μοναχά,
άραχλα κι άχαρα, π’ αλήθεια
κλαίμε απ’ τα βάθη της καρδιάς,
που για τους δυό τους βασιλιάδες
λυώνει απ’ το κλάμ’ αληθινά.
Κ’ έχεις ακόμη να πης για τους αθλίους
πόσα στην πόλη κάμανε κακά
και πόσα και στα τάγματα όλων των ξένων
που πάθαινε στον πόλεμο τόση φθορά.
Δυστυχισμένη που τους εγεννούσε,
μες σ’ όλες τις γυναίκες όσες
μαννάδες λέγουνται παιδιών,
που πήρεν άντρα το δικό της γυιό,
και γέννησε αυτούς που τέτοιο τέλος
τους βρήκε, να σκοτώσουνε ο ένας τον άλλο
με χέρι αδερφικό.
Αλήθεια αδερφικά και πανωλέθρια
και μ’ όχι φιλικά λαβώματα
με φρένα μανιωμένα
στο τέλος της αμάχης των.
Τώρα η έχθρητα έπαυσε
και σμίξανε στα χώματα
τα αιματοποτισμένα
και τώρα είναι αληθινά
κ’ οι δυό τους ένα αίμα.
Πικρός στις μπερδεψιές ξεχωριστής
ο ξένος ο περατινός που βγήκε απ’ τη φωτιά,
τ’ ακονισμένο σίδερο· και της κληρονομιάς
πικρός ο Άρης στάθηκε μα κι άξιος μεραστής
και την κατάρα του πατρός έβγαλε αληθινή.
Έχουν το μερδικό που ελάχανε·
από τη μερασιά, ω οι μαύροι, των κτημάτων
και κάτω απ’ το χώμα που τους σκέπασε
άβυσσο πλούτο τώρα θα ’χουν.
Ωιμέ! που εστεφανώσετε
με συμφορές πολλές τα σπίτια·
και στερνά τώρα ερέκαξαν
στριγγά τον Επινίκιο οι Κατάρες
αφόντας τ’ ασταμάτηγο φευγιό
επήρ’ η γενεά και πάει.
Της Άτης στέκεται το τρόπαιο
στις πύλες που σκοτώθηκαν και μόνο
αφού τους δυό τους νίκησεν
ελούφαξε κ’ η Μοίρα.
Πληγήν έδωσες, πληγήν έλαβες.
Τον εσκότωσες και σκοτώθηκες.
Με κοντάρι τον σκότωσες.
Με κοντάρι σκοτώθηκες
Ω, κακόπραγος.
Ω, κακόπαθος.
Χυθήτε θρήνοι μου.
Χυθήτε δάκρυά μου.
Από τους θρήνους το νου μου χάνω.
Απ’ την καρδιά μου θρηνώ, στενάζω.
Ω πολυθρήνητ’ εσύ.
Και συ πάλι τρισάμοιρε.
Από δικό εσκοτώθηκες.
Και συ δικόν εσκότωσες.
Διπλά να λες.
Διπλά ν’ ακούς.
Διπλές μας στέκουν συμφορές.
Αδερφικές τις αδερφές.
Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών
και τρανή του Οιδίποδα
μαύρη Ερινύα, μεγάλη σου η δύναμη.
Αι, αι–Αι, αι.
Συμφορές κακοθώρητες.
Επιστρέφοντας μόφερες.
Για να σκοτώση ήρθε γυρνώντας.
Και χάνει τη ζωή του ορμώντας.
Την έχασεν αλήθεια αυτός.
Και την επήρε κι αυτουνού.
Ω αθλία μανία.
Και τρισάθλια πάθη.
Πολυστέναχτες λύπες.
Πολυθρήνητες θλίψες.
Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών
και τρανή του Οιδίποδα
μαύρη Ερινύα μεγάλη σου η δύναμη.
Αι, αι–Αι, αι.
Δοκίμασες κ’ έχεις να πης.
Πίσω δεν έμεινες και συ.
Αφού στην πόλη γύρισες.
Κι αρματωμένος στάθηκες
αντίκρυ στο κοντάρι του.
Φριχτά να λες.
Φριχτά ν’ ακούς.
Ωιμέ κακά.
Ωιμέ δεινά.
Στα σπίτια και στη χώρα μας.
Κι ακόμα πιότερο σε με.
Αλλοίμονό σου βασιλιά μου Ετεοκλή.
Απ’ όλους πιο πολύκλαυτε, αλλοί και συ.
Ωιμέ που ετυφλωθήκατε
απ’ των θεών τη βλάβη.
Ωιμένα, τα κορμάκια σας
ποιος τόπος γης θα λάβη;
Σε ποιο θε να τα θάψωμε
χώμα πιο τιμημένο;
Ω μνήμα, στου πατέρα σας
το πλάι ετοιμασμένο!
Πρέπει ό, τι αποφάσισαν κι αποφασίζουν
οι προύχοντες αυτής της πολιτείας του Κάδμου,
να πω να μάθετε.–Αυτόν, τον Ετεοκλέα,
που απ’ αγάπη της πατρίδας του έχει πέση
εκεί όπου αξίζει στα καλά τα παλικάρια,
να θάψουν με τιμές στη χώρ’ αποφασίζουν·
τέτοια έχω λάβη προσταγή να λέω για τούτον.
Μα τον νεκρό αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη,
άταφος έξω να ριχτή, θροφή των σκύλων,
γιατί είναι χαλαστής της χώρας των Καδμείων,
αν κάποιος από τους θεούς δεν του κρατούσε
το δόρυ του, μα και νεκρός την αμαρτία
των θεών θα ’χη της πατρίδας του, γιατ’ ήρθε
με ξένο απ’ έξω στράτευμα, ατιμάζοντάς τους
κ’ εκούρσευε τη χώρα του. Λοιπόν ωρίσθη
άτιμη απ’ τα όρνια τα πετούμενα να λάβη
ταφή κι άξια να βρη τα επίχειρά του, δίχως
να του σωριάσουν χέρια χώμα για μνημούρι,
δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγια,
δίχως φίλος κανείς το ξόδι του ν’ ακλουθήση·
τέτοιαν απόφαση έλαβαν οι πρόκριτοί μας.
Μα κ’ εγώ πάλι στους προκρίτους λέω της Θήβας:
κι αν κανείς άλλος δε θελήση να τον θάψη
μαζί μ’ εμένα, μόνη μου θε να τον θάψω,
κι απάνω μου αυτόν τον κίνδυνο θα πάρω
τον αδερφό μου θάβοντας· ντροπή δεν το ’χω
να δείξω ανυπάκουη αναρχία στην πόλη.
Είναι ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο, όπου
ελάβαμε ζωή κ’ οι δυό, από μια μάννα
δυστυχισμένη κ’ έναν άμοιρο πατέρα.
Λοιπόν, ψυχή μου, θέλοντας πάρ’ και συ μέρος
απ’ το κακό που αθέλητα έκαμ’ εκείνος
και, ζωντανή, φιλάδελφο φρόνημα δείξε
στον πεθαμένο·–κι ουδέ οι λύκοι θα γευτούνε
τις σάρκες του οι λιμάντεροι· ας μην το βάλη
κανείς στο νου του· γιατ’ εγώ, αν και γυναίκα,
τάφο και χώσμα θα ’βρω τρόπο να του κάμω,
φέρνοντας στου βυσσινιού μου πέπλου τον κόρφο
να τον σκεπάσω· και μην πης αλλιώς πως θα ’ναι·
τρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη.
Σου λέω στην πόλη ενάντια μη θες να κάμης.
Και γω σου λέω τα περιττά σε με μην κρίνης
Σκληρός ο λαός, μια που απ’ τον κίνδυνο γλυτώση.
Σκλήριζε, μα όμως άταφος αυτός δε μένει.
Μα αυτόν που η πόλη εχθρεύεται, συ θα τον θάψης;
Έχει κριθή από τους θεούς τώρα πιά τούτος.
Όχι όμως πριν σε κίνδυνο ρίξη τη χώρα.
Το άδικο μ’ άδικο ηθέλησε να το πληρώση.
Μ’ αντίς για ένα, το άχτι του το ’βγαζε σ’ όλους.
Στερνή τελειώνει από τους θεούς η Έρις το λόγο·
μα θα τον θάψω και τα λόγια σου μη χάνης.
Κάμε του κεφαλιού σου· εγώ–είπα κι απόειπα.
Αλλοίμον’ αλλοίμονο!
ω μεγαλόγνωμες, σπιτοκαταλύτρες,
Эта и ещё 2 книги за 399 ₽
Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке: