Бесплатно

Επτά επί Θήβας

Текст
Автор:
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена
Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа
 
να περιμένης. Θάνατος καρπολογιέται
μονάχ’ από της αμαρτίας τα χωράφια.
Γιατί, σαν μπη ένας δίκαιος μες σε καράβι
με ναύτες παρανόμους κι άξιους για το κάθε,
μαζί με την αντίθεη τη γενιά βουλιάζει∙
ή με τους συντοπίτες του τους εχθροξένους
που δεν θυμούνται το θεό, και δίκαιος να ’ναι,
στα ίδια δίχτυα πιάστηκε με τους αδίκους
κι απ’ του θεού την ίδια οργή χάθηκε μ’ όλους .
Έτσι κι αυτός, του Οϊκλέους ο γυιός ο μάντης,
φρόνιμος, δίκαιος, ευσεβής κι αγαθός άντρας
μέγας προφήτης, σμίγοντας χωρίς να θέλη
μ’ αυθαδοστόμους ασεβείς ανθρώπους, όπου
να στρέψουν πολεμούν τη μακριά στράτα πίσω,
-–ο θεός το θέλει–θα συρθή κι αυτός μαζί τους.
Και ναι μεν, νομίζω πούτε καν δε θα προσβάλη
αυτός τις πύλες, κι όχι βέβαια από δειλία,
μα ξέρει πως ανάγκ’ είναι να σκοτωθούνε,
αν θα καρποφορήσουν οι χρησμοί του Φοίβου∙
όμως σ’ αυτόν αντίκρυ θυρωρό θα τάξω
εχθρόξενο το δυνατό Λασθένη, που είναι
στη γνώση γέροντας, μα έχει κορμί ενός νέου
γοργοπόδαρη ορμή κι όχι οκνηρό το χέρι
τ’ απόσκεπα ν’ αρπάξη εχθρού με το κοντάρι∙
κ’ ή να σωπαίνει ή τα πρεπά αγαπά να λέη∙
μα η νίκη δώρο του θεού στον άνθρωπο είναι.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Εσείς π’ ακούτε, θεοί, από ψηλά
τα δίκια μου παρακάλια
κάμετ’ η πόλη να νικήση∙
και στων εχθρών, που πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια
στρέψατε του πολέμου τα κακά,
κι όξω απ’ τους πύργους κεραυνούς
ο Δίας να τους κάψη ας ρίξη.
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Και τώρα έβδομος στην έβδομη την πύλη,
ο ίδιος ο αδερφός σου, τι κατάρες λέει
θα πω και τι κακά να βρούνε αυτή την πόλη∙
τα κάστρα μας αφού πατήση και της χώρας
κηρυχθή βασιλιάς, της νίκης ν’ αλαλάξη
παιάνα κ’ έπειτα να ’ρθή με σε στα χέρια
κ’ ή να ποθάνη πλάι σου σκοτώνοντάς σε
ή ζωντανό σου εκδικηθή την ατιμία
της εξορίας του διώχνοντας όμοια και σένα.
Τέτοια φωνάζει και καλεί τους γενεθλίους
θεούς της πατρικής του χώρας, να γενούνε
επάκουοι αυτών του των ευχών, ο Πολυνείκης.
Κι ασπίδα καλοβάσταγη κρατάει καινούργια
μ’επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο:
έναν πολεμιστή να ιδής χρυσοφτιασμένο
που μια γυναίκα με σεμνό τρόπ’ οδηγάει∙
η Δίκη λέει πως είναι τάχα, καθώς λένε
τα γράμματα: Θα φέρω πίσω αυτόν να πάρη
τη χώρα του και των σπιτιών του την κυβέρνια.
Τέτοιες εκείνων είναι οι φαντασιές∙ τώρα
ο ίδιος κρίν’ εσύ ποιο σκέπτεσαι να στείλης.
Βέβαια παράπονο μ’ εμέ για τις ειδήσεις
που σου ’φερα δε θα ’χης∙ μα ο ίδιος τώρα
κρίνε το πλοίο της πόλεως να κυβερνήσης.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Ω θεομίσητ’ εσύ και πολύ θεοβλαμμένη
του Οιδίπου, ω παντοδάκρυτη γενεά δική μου,
ωιμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες.
Μα δεν ταιριάζουν οδυρμοί μηδέ και θρήνοι
μήπως και πιο ανυπόφορους γόους γεννήσουν,
τώρα γι’ αυτόν, που τόσο αξίζει τ’ όνομά του,
γρήγορα θε να μάθομε πώς θα του βγούνε
τα εμβλήματά του κι αν θε να τον φέρουν πίσω
τα χρυσά γράμματα που στην ασπίδα επάνω
με της ψυχής του ξεφρενιάζουνε τη λύσσα.
Αλήθεια, αν παραστέκονταν του Δία η κόρη,
η αγία Δίκη, στα έργα του και τις βουλές του,
ίσως να γένουνταν κι αυτό∙ μα ούτε σα βγήκε
απ’ τα σκοτάδια της μητρός του, ούτε στα χρόνια
τα παιδικά του, ούτε στην πρώτη ακόμη νιότη,
κι ουδέ σαν άδρυναν οι τρίχες του γενειού του,
η Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξη,
κι ουδέ λοιπόν στο ρήμαγμα της πατρικής του
της γης, θαρρώ, πως δίπλα του να στέκη τώρα.
Ειδ’ απ’ αλήθεια ψεύτικο τ’ όνομα θα ’χε
η Δίκη, αν πήγαινε μαζί με τέτοιον άντρα
που όλα μπορεί με το νου πόχει να τολμήση.
Σ’ αυτά τα θάρρη μου έχοντας θα πάγω ο ίδιος
να του έβγω αντίκρυ· και ποιος άλλος με πιο δίκιο;
άρχοντας μ’ άρχοντα και μ’ αδερφόν αδέρφι
κ’ εχθρός μ’ εχθρόν θα κτυπηθώ. Φέρε μου αμέσως
τις κνημίδες, προφύλαγμα πετρών και τόξων.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μη πολυαγάπητο, του Οιδίπου τέκνον, γίνης
όμοιος στο νου μ’ αυτόν που όσ’ άκουσε τ’ αξίζουν·
είν’ αρκετοί Θηβαίοι με τους Αργείους στα χέρια
να ’ρθουν· γιατί ξεπλύνετ’ ένα τέτοιον αίμα·
μα δυό αδερφών ο θάνατος έτσι απ’ το ίδιο
το χέρι τους, ποτέ το κρίμ’ αυτό δε λυώνει.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Να ’ταν χωρίς να ντροπιασθή κανείς να πάθη
ένα κακό, το δέχομαι, γιατί έτσι θα ήταν
κέρδος μονάχα ο θάνατος· μα μια ατυχία
μαζί με την ντροπή, μην πης πως φέρνει δόξα.
 
ΧΟΡΟΣ (Κομμός)
 
Τέκνο τι μελετάς; η θεοβλάβη, που
με λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νου,
μη σε ξεσύρη· την αρχή πνίξε πάθους κακού.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Μ’ αφού ο θεός βιάζει να γίνη ό, τι θα γίνη
ας πάη, μια που ’λαχε του Κωκυτού το κύμα,
στον άνεμ’ όλ’ η θεομίσητ’ η γενεά μας.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει φονικό
να κάμης, που πικρό θε να ’χη τον καρπό,
γιατί ’ναι ασυγχώρητο το αίμα τ’ αδερφικό.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Γιατ’ η κακιά κατάρα του καλού πατρός μου
μου λέει, καθώντας δίπλα μου μ’ άκλαυτα μάτια
πως κέρδος μια ώρ’ αρχύτερα θε να ’ναι ο χάρος.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μα εσύ μη δίνης αφορμή και δε θα ονομασθής
δειλός ποτέ, όταν καλά ταιριάσης τη ζωή·
φεύγει απ’ τα σπίτια εκείνων η μαυρογνέφαλη Ερινύς
που τη θυσία τους δέχουνται καλόγνωμα οι θεοί.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Τώρ’ από μιάς μας ξεγνοιστήκανε οι θεοί μας,
και μόνο ευπρόσδεκτ’ είν’ η χάρη του χαμού μας·
γιατί λοιπόν τη μοίρα μου να γαλιφεύω;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Καν τώρα που ’ναι δίπλα σου, γιατί με τον καιρό
μπορεί τη γνώμη στρέφοντας η Μοίρα σου να ’ρθή
μεταλλαγμένη, μ’ άνεμο φυσώντας πιο απαλό,
μα τώρ’ ακόμα μέσα της άγρια λαβρίζει οργή.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Και αλήθεια οι κατάρες λαβρίζουνε του Οιδίπου,
και πολύ αληθινές οι ονειροφαντασιές μου
που του πατρός μας την κληρονομιά μεράζουν.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Εμάς, γυναίκες, άκουσε κι α δε μας στρέγης.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Λέγετ’ αρκεί να γίνουνται· και λίγα λόγια.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μην πας εσύ το δρόμο αυτό στις Εφτά πόρτες.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Δε με στομώνεις καθώς είμαι ακονισμένος.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Όμως τιμά ο θεός, κι αν και κακή, τη νίκη.
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Το λόγο αυτό δεν πάει να στρέγη ο στρατιώτης.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης;
 
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
 
Σα δίνουν το κακό οι θεοί δεν το ξεφεύγεις.
 
ΧΟΡΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
 
Τρέμω τη σπιτοκαταλύτρα
θεά, που με θεούς δε μοιάζει,
την παναλήθευτη κακών
προφήτισσα, την Ερινύα,
που εκάλεσαν ευχές πατρός,
μήπως τις ξώφρενες σε τέλος βγάλη
του θεοβλαμμένου Οιδίποδα κατάρες·
και τις ταχαίν’ η ολέθρια των τέκνων του η αμάχη.
 
 
Ένας ξένος τους κλήρους κυβερνά
ο Χάλυβος, π’ απ’ τη Σκυθία μας ήρθε,
και που μεράζει την κληρονομιά
με το πικρό σκληρόκαρδο μαχαίρι,
και τους κληρώνει τόση γη να κατοικούν
όση και να βαστούνε πεθαμένοι,
απ’ τους μεγάλους κάμπους των
τέλεια ξεκληρισμένοι.
 
 
Όταν πεθάνουν με το χέρι
ο ένας του άλλου σκοτωμένοι
και πιούν τα χώματα της γης
μαυρόπηχτο το αίμα της πληγής,
το κρίμα των ποιος θενά καθαρίση;
Ποιος να τους λούση θα θελήση;
Ω νέες των σπιτιών τους συμφορές,
που σ’ ένα σμίγετε με τις παλιές!
 
 
Λέω την παλιά την αμαρτία,
που ηύρε ταχιά την τιμωρία
μα κι ως την τρίτη τη γενιά βαστά·
όταν ο Λάιος–πεισματικά
του Απόλλωνος, που του είπε τρεις φορές
απ’ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά
από βαρειές να σώση συμφορές
την πόλη του, πεθαίνοντας δίχως παιδιά–
 
 
Μ’ απ’ τις ανόητες νικημένος ηδονές
το θάνατον εγέννησε στον εαυτό του,
Οιδίποδα τον πατροκτόνο,
που ετόλμησε στο αγνό χωράφι
να σπείρη, της μητρός που ετράφη,
μια φύτρα στο αίμα βουτημένη·
κ’ η Αβουλία τους νύμφιους έσμιξε
τους ξώφρενους σ’ ένα κρεββάτι.
 
 
Και φέρνει κύματα σα θάλασσα κακών
που το ένα πέφτει, τ’ άλλο τρίκορφο ανεβαίνει
κι ολόγυρα στης πόλης μας
την πρύμνα βράζοντας φουσκώνει·
κι ανάμεσό μας σκέπη αδύναμη
πύργος το λίγο πάχος του στυλώνει·
και τρέμω με τους βασιλιάδες της να μη
βουλιάξη δαμασμέν’ η πόλη.
 
 
Γιατί σε τέλος βγαίνουνε με τον καιρό
οι αρχαίες κατάρες με βαρειά στροφή της τύχης.
Ο όλεθρος τον προσπερνά έν’ άνθρωπο φτωχό,
μα φέρνει συγκλαδόκορμο ξερρίζωμα
των πλούσιων των αχόρταγων ανθρώπων
η ευτυχία που θενά παραπαχύνη.
 
 
Ποιόν άνθρωπον εθαύμασαν καμιά φορά
τόσον πολύ κ’ οι σπιτικοί κ’ οι ξένοι
κ’ η πολυσύχναστη της πόλεως αγορά,
όσο ετιμούσαν τότε τον Οιδίποδα,
όταν μας λύτρωσε τον τόπο
από το τέρας π’ άρπαξε τόσες ψυχές ανθρώπων;
 
 
Μα όταν στο τέλος ένοιωσεν
ο μαύρος τους αθλίους του γάμους,
τον πόνο του δε βάσταξε
και στη μανία της καρδιάς του
διπλά έκαμε κακά·
με το πατρόκτονό του χέρι
τα μάτια του έχυσε σπηρουνιαστά.
 
 
Και στων παιδιών του έρριξε
τις κεφαλές κατάρες οργισμένες
γιατί τα γέννησε και τα ’θρεφε,
πικρόγλωσσες, αλλοίμονο, κατάρες·
το βιό τους να μεράσουν μια φορά
με το σπαθί στο χέρι· και φοβούμαι
να μην το κάμη η Ερινύς τώρα γοργά.
 
ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Λάβετε θάρρος, ευγενών μητέρων κόρες,
από ζυγόν εγλύτωσε σκλαβιάς η πόλη·
πέσαν οι κομπασμοί αντρών υπερηφάνων,
ήρθ’ η γαλήνη και δεν έκαμε το πλοίο
νερ’ απ’ το βροντοχτύπημα της τρικυμίας,
βάσταξε ο πύργος και στεριώσαμε τις πύλες
μ’ αξιόχρεους πολύ προστάτες μονομάχους.
Πάνε καλά τα πιότερα στις έξι πύλες·
την έβδομην, ο σεβαστός εβδομαγέτης
ο άναξ Απόλλων διάλεξε για να εκδικήση
επάνω στου Οιδίποδος τη γενιά τώρα
του Λάιου τις παλιές τις κακοκεφαλιές του.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τι νέο πάλι να ’τυχε πράμα στην πόλη;
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Ο ένας τον άλλο σκότωσε και πάνε εκείνοι
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τι; Ποιοι; Τρελλαίνομ’ απ’ των λόγων σου το φόβο.
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Βάστα το νου σου κι άκουγε· οι γυιοί του Οιδίπου
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ωιμένα η μαύρη! συμφορών προφήτης είμαι.
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Λόγο δεν έχει· εφάγανε κ’ οι δυό τους χώμα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Έφθασαν ως εκεί; Βαρειά, μα πε μου τα όμως.
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Έτσι με χέρια αδερφικά εσκοτωθήκαν.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Κ’ έτσι πολύ κοινή των δυό ήταν η τύχη.
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
 
Κι αυτή αφανίζει την τρισάθλια γενεά τους.
Τέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί και λύπης
 
Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»