Бесплатно

Χοηφόροι

Текст
Автор:
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Χοηφόροι
Шрифт:Меньше АаБольше Аа
ΥΠΟΘΕΣIΣ

Το δεύτερον δράμα της Ορεστείας, αι Χοηφόροι, περιέχουσι την κυρίαν πράξιν, δηλ. την μητροκτονίαν του Ορέστου επί της οποίας στηρίζεται το ηθικόν πρόβλημα της Τριλογίας.

Η ένοχος Κλυταιμνήστρα ταρασσομένη από απαίσια όνειρα στέλλει την κόρην της Ηλέκτραν με συνοδείαν δούλων γυναικών (ο χορός) δια να εξευμενίση με νεκρωσίμους εκ μέρους της σπονδάς (χοάς) την σκιάν τον αδικοσκοτομένου Αγαμέμνονος. – Εκεί επί του τάφου, γίνεται η αναγνώρισις των δύο αδελφών, της Ηλέκτρας και του Ορέστου, όστις κρυφίως εκ της Φωκίδος είχεν έλθη μετά τον φίλον του Πυλάδου διά να λάβη εκδίκησιν του φόνου του πατρός του, συμφώνως με την επιτακτικήν διαταγήν του Απόλλωνος. Οι δύο αδελφοί ψάλλουσιν αμοιβαίον επιτάφιον θρήνον (κομμόν) επί τον τάφου του πατρός των, και σχεδιάζουσι την εκδίκησιν.

Πράγματι ο Ορέστης εισάγεται διά δόλου, όπως απήτησεν ο χρησμός του δελφικού Θεού, εις το πατρικόν ανάκτορον, όπου φονεύει πρώτον τον Αίγισθον και κατόπιν επί του πτώματος αυτού την μητέρα του Κλυταιμνήστραν.

Ακολούθως ανοίγει τας πύλας του ανακτόρου και επιδεικνύει εις τον λαόν τους νεκρούς των τιμωρηθέντων ενόχων και αφ' ετέρου τον πέπλον διά τον οποίον εκείνοι περιετύλιξαν τον πατέρα τον και τον εδολοφόνησαν. Αλλά συγχρόνως αρχίζει να ταράσσεται το λογικόν του, βλέπει ενώπιόν του τα φάσματα των τιμωρών Ερινύων, επικαλείται την μαρτυρίαν των Αργείων διά την αθωότητά τον και τρέπεται εις εκουσίαν εξορίαν.

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΟΡΕΣΤΗΣ

ΠΥΛΑΔΗΣ

ΧΟΡΟΣ

ΗΛΕΚΤΡΑ

ΔΟΥΛΟΣ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

ΤΡΟΦΟΣ

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

ΧΟΗΦΟΡΟΙ

ΟΡΕΣΤΗΣ
 
Ω χθόνιε Έρμη, της πατρικής μου αρχής προστάτη,
σωτήρας, δέομαι, γίνε μου και σύμμαχος μου,
τώρα που πίσω ο εξόριστος φτάνω στη γη μας
 
 
και κράζω του πατέρα μου, σ' αυτόν επάνω
του τάφου του τον όχτο, να μ' ακούση.
 
 
.. πλεξίδα πότρεφα του Ινάχου
κι' αυτή την άλλη για το πένθος του πατρός μου.
 
 
γιατί δεν ήμουν μπρος να κλάψω το νεκρό σου,
πατέρα, ουδέ στο ξόδι σου ν' απλώσω χέρι.
 
 
Α!
 
 
τι 'ναι που βλέπω! σαν ποια νάναι η συνοδεία
των γυναικών αυτών των μαυροφορεμένων,
πόρχουνται δώθε; τι να φαντασθώ πως τρέχει;
μη βρήκε νέα το σπίτι μας συμφορά πάλι;
Ή δεν θα γελαστώ αν ειπώ πως του πατρός μου
φέρνουν χοές που τους νεκρούς καλοκαρδίζουν;
το δίχως άλλο! γιατί, νά, θαρρώ κ' η Ηλέκτρα
έρχεται η αδερφή μου εδώ βαρυπενθούσα.
Ω Δία, δόσε του πατέρα μου το φόνο
να εκδικηθώ και γίνε πρόθυμος βοηθός μου!
Πυλάδη, ας τραβηχτούμε, για να εξακριβώσω
τι νάναι αυτών των γυναικών η λιτανεία.
 
ΧΟΡΟΣ
(πάροδος)
 
Ήρθα σταλμένη συνοδειά
χοές να φέρω απ' τα παλάτια
γοργά τα στήθια μου χεροχτυπόντας·
πρέπουν στα ματωμένα μάγουλά μου
ξεγδάρματ' απ' το νιόκοπο σπάραγμα των νυχιών
 – όσο για θρήνους βόσκομαι καθημερνά μ' αυτούς.
Των πέπλων μου τα λινά φάδια
σχίστηκαν κ' έγιναν κουρέλια
από τη λύπη μου, πάνω στα στήθια,
που στόλιζαν, κομματιασμένα,
από τα αγέλαστά μας πάθια.
Γιατί φόβος ορθότριχος τρανός
ονειρομάντης των σπιτιών, στον ύπνο
φρουμάζοντας μ' οργή, στης νύχτας την καρδιά,
έβαλ' ένα ξεφωνητό τρομάρας στα παλάτια
στο γυναικίτη μέσα πέφτοντας βαρύς·
κι αυτού του ονείρου οι εξηγητάδες
είπαν, μ' εγγύησι θεϊκιά,
πως τόχουν οι κατωκοσμίτες
βαριά παρμένο στην καρδιά
και κρατούν όργητα στους φονιάδες.
 
 
Ζητόντας χάρι αχάριστη, ω μάννα γη,
να στρέψη τούτα τα κακά απ' την κεφαλή της,
μ' έστειλ' εμένα δω η άθεη η γυναίκα·
όμως, φοβούμαι να τον πω το λόγο αυτό·
γιατί ποιάν έχει γιατρειά το αίμα που θα χυθή;
Αλλοί, σπίτι πανάθλιο,
θεμελιοξεσπιτώματα,
ανήλια ανθρωπομίσητα
σκοτάδια σε σκεπάζουνε,
με του κυρίου το θάνατο.
 
 
Τώρα το πριν το σέβας ταπολέμητο
κι ανίκητο κι αδάμαστο, που μέσ' απ' του λαού
τ' αυτιά περνούσε και μέσ' απ' τα φρένα,
χάθηκε· και καθείς τέτοια ευτυχία φοβάται
πούναι θεός για τους θνητούς και κάτι πιο πολύ.
Της δίκης η απόφασι αγρυπνά
γι' άλλους γοργή καταμεσήμερα,
γι άλλους φυλάει με τον καιρό
την τιμωρία το σούρπωμα,
κι άλλους κρατάει μεσάνυχτα.
 
 
Για τα αίματα που χύθηκαν και τάπιε η μάννα γης
μένει πηχτός κι ασκόρπιστος λύθρος εκδικητής·
κ' η βασανίστρα εκδίκησι τον σέρνει εδώ κ' εκεί
τον ένοχο, που πάσα αρρώστεια τυραγνεί.
Και να κρυφτή σε νυφικό δεν έχει γλυτωμό
κι όλοι ναρθούν οι ποταμοί
απόνα δρόμο, για να πλύνουν χέρι αιματωμένο,
του κάκου θε να ξεχειλίσουν.
 
 
Μα εγώ αφού μου ωρίσανε οι θεοί
διπλή πατρίδα, κι απ' τα σπίτια
τα πατρικά με ρίξανε στην τύχη της σκλαβιάς —
πρέπει σε δίκια κι άδικα
των κύριων της ζωής μου
σύμφωνη νάμαι, πνίγοντας
την πικρήν έχθρα στην καρδιά μου·
και σκέποντας το πρόσωπο δακρύζω
του αφέντη μας την τυφλή τύχη
κ' οι κρυφές λύπες με μαργώνουν.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Πιστές μου σκλάβες, των σπιτιών μας κυβερνήτρες,
αφού μαζί μου έχετ' ερθή, της λιτανείας
ετούτης συνοδεία, ζητώ τη συμβουλή σας,
τώρα που αυτές τις νεκρικές χοές στο μνήμα
του πατέρα μου χύνω, ποιαν ευχή να κάμω
που να τούνε καλόδεχτη; να του πω τάχα
πως από μέρος της μητέρας μου τις φέρνω,
της καλής του γυναίκας στον καλό της άντρα;
Δεν έχω θάρρος αχ! και τι να πω δεν ξέρω,
ενώ την προσφορά στον τάφο του θα χύνω.
Ή να του δεηθώ, καθώς και νόμος είναι
ανθρώπινος, να δώση αυτών, που του τις στέλλουν
τις προσφορές, την πλερωμή που τους αξίζει;
ή δίχως λόγο, ατίμητα, καθώς και κείνος
εχάθηκε, να χύσω τις χοές στο χώμα,
που θα τις πιή και να γυρίσω έτσι οπίσω
σαν ένας που αφίνει καθαρμούς και φεύγει
δίχως τα μάτια του να στρέψη να κοιτάξη;
Και σεις την ίδια νάχετε, φίλες μου, γνώμη,
αφού την ίδιαν έχουμε στο σπίτι έχθρα·
ανοίξετέ μου δίχως φόβο την καρδιά σας,
γιατί τ' όμοιο γραφτό της μοίρας περιμένει
κ' ελεύθερο κι όποιος σε ξένα χέρια σκλάβος·
λέγε μου, τίποτε καλύτερό μου αν ξέρης.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Σέβομαι σα βωμό το μνήμα του πατρός σου
κι αφού προστάζεις θα σου κρίνω απ' την καρδιά μου.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Καθώς τον τάφο του σεβάστηκες, και κρίνε.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Χύνε, κ' εύχου καλό για όσους τον αγαπούνε
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Και ποιοί 'ναι οι φίλοι αυτοί που λες να ονοματίσω;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Εσένα πρώτα πες κι όσοι 'ναι εχθροί του Αιγίσθου.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Τότε για με και σε την ευχή λες να κάμω.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μόνη σου πια κατάλαβε τι έχεις να κρίνης.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Ποιο λοιπόν άλλο μετά μάς να βάλω ακόμα;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τον Ορέστη μελέτησε, όμως κι αν λείπη.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Καλά λες, και τον έφερες και με στο νου μου.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τώρα θυμάμενη, γι' αυτούς που τον σκοτώσαν.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Τι να πω; ξήγησέ μου της άμαθης να μάθω.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Κάποιος γι' αυτούς άνθρωπος ή θεός να φτάση,
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Και ποιο απ' τα δυο, κριτής των ή εκδικητής των;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Τόσο φτάνει να πης, το αίμα να πάρη πίσω.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Και μου είναι τούτο απ' τους θεούς συχωρεμένο;
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πώς όχι, τον εχθρό με κακό να πλερώνης;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Κήρυκα μέγιστε της γης και τουρανού,
βοήθησέ μας, χθόνιε Ερμή, και στείλε μου τις
αυτές μου τις ευχές κάτω στη γης, ν' ακούσουν
του κάτω κόσμου οι θεοί, που το φυλάγουν
το αίμα του πατέρα μου, κ' η Γη που όλα
γεννά και θρέφει και το σπέρμα πίσω παίρνει.
Και γω σκορπόντας στους νεκρούς τα δώρα τούτα
λέω και κράζω «ελέησε και με, πατέρα,
και τον Ορέστη, να τον φέρουμε στα σπίτια,
που έτσι σαν πουλημένοι τώρα τριγυρνούμε
απ' την ίδια τη μάννα μας· κι άλλαξεν άντρα
τον Αίγιστο αντίς σε, το συνεργό του φόνου.
Κ' είμαι σε τόπο δούλας τώρα εγώ· κι ο Ορέστης
απ' τα δικά του εξόριστος, ενώ εκείνοι
χαροκοπούν απόκοτα μέσα στο βιος σου.
Μ' ας έρθη πια ο Ορέστης από κάποια τύχη,
παρακαλώ σε, κι άκουσέ μου εσύ πατέρα·
δόσε κ' εγώ πολύ πιο γνωστικιά να γίνω
απ' τη μητέρα και μ' αγνότερα τα χέρια.
Για μας αυτές οι ευχές· και στους εχθρούς μας πάλι
λέω να φανή, πατέρα μου, εκδικητής σου,
που τους φονιάδες με το δίκιο να σκοτώση·
[αυτά στη μέση βάζω της καλής ευχής μου
και λέω για κείνους την κακήν αυτή κατάρα· ]
σε μας τα καλά στέλλε μας, με τη βοήθεια
των θεών και της γης και της νικήτρας δίκης.
Σε τέτοιες πάνω ευχές τις σπονδές τούτες χύνω,
και σεις με μοιρολόγια στεφανώνετέ τις,
ως είναι νόμος, ψάλλοντας νεκρικόν ύμνο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Χύνετε δάκρυα μαύρ' από σταμνιού
ταδικοσκοτωμένου μας αφέντη,
τώρα πόχει πιωμένες τις χοές
αυτός ο τάφος των καλών η σκέπη
και προστασία και φυλακτό
για τα κακά τα ξωρκισμένα·
κι άκου και δέξου, σεβαστέ,
από τη μαύρη την καρδιά μου τις ευχές μας.
Αχ, και ποιος να είταν χεροδύναμος
νάρχονταν άντρας λυτρωτής μας,
δίστροφα σειόντας βέλη σκυθικά στον πόλεμο,
και στη δεξά καλόδετα μαχαίρια κυβερνόντας!
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Ήπιεν η γης κ' έχει ο πατέρας τις χοές μας,
μα τώρα ακούστε μου κι αυτόν τον νέο το λόγο.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πες μου.. χοροπηδά απ' το φόβο μου η καρδιά μου.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Βλέπω στον τάφο την κομμένη αυτή πλεξίδα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ποιου τάχ' αντρός, ή ποιας χαμηλόζωστης κόρης;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Καθένας εύκολα μπορεί να ταπεικάση.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Πώς από σε τη νεώτερή μου θε να μάθω;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Άλλος, έξω από με, δεν μπόρειε να την κόψη.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Γιατί 'ναι εκείνοι εχθροί πόπρεπε να πενθήσουν.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Κι όμως είν' ομοιότατη αυτή η πλεξίδα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Με ποια μαλλιά; αυτό ίσα ίσα να μου μάθης.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Με τα δικά μου να τα βλέπης πάρα μοιάζουν.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μην είναι τάχα κρυφό δώρο του Ορέστη;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Πάρα πολύ μ' εκείνου μοιάζει τις πλεξίδες.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και πώς εκείνος τόλμησε ναρθή εδωπέρα;
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Έστειλε τάμμα τα μαλλιά του στον πατέρα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Αυτά που λες μου φέρνουν τώρα κι άλλα δάκρια,
αφού ποτέ δεν θα πατήση εδώ το πόδι.
 
ΗΛΕΚΤΡΑ
 
Και μένα στην καρδιά μου ανέβη πικρό κύμα
χολής, σαν να με πέρασε σπαθί για πέρα,
κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες
 
Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»