Бесплатно

Αθηναίων Πολιτεία

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Αθηναίων Πολιτεία
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Αν ως μέτρον αναγνωρίσεως του φιλοσόφου ετίθετο η φανερά και άμεσος θεωρητική επίδρασις εκ του έργου του, ο Αριστοτέλης αναντιρρήτως θα ανεγνωρίζετο ως ο μεγαλύτερος των φιλοσόφων και των αρχαίων και των νεωτέρων. Διότι άλλαι κορυφαίαι διάνοιαι, και μάλιστα ο φωτεινός και άφθαστος Πλάτων, επέδρασαν μεν σημαντικά και βαθύτατα εις την καθόλου εξέλιξιν της σκέψεως και εις την κοινωνικήν ταύτης εκδήλωσιν, εις την θρησκείαν δηλαδή και την πολιτείαν, εις την φιλοσοφίαν και την τέχνην, αλλ' όμως κανείς δεν εχρησίμευσεν ως ανεγνωρισμένος οδηγητής και διδάσκαλος εις πάντα κλάδον της ανθρωπίνης επιστήμης ως ο Αριστοτέλης. Διότι επί δύο και πλέον χιλιάδας έτη του φιλοσόφου τούτου τα έργα – η Λογική ως αυτός την διερρύθμισεν, η πρακτική φιλοσοφική αντίληψις, ως την εκανόνισεν, η μεθοδική και διά του πειράματος επιστημονική γνώσις, ως την επιχείρησεν, η επί τη βάσει όλως ωρισμένων κανόνων καλλιτεχνία, ως την διηυκρίνησε και τέλος η δογματική και ωφελιμιστική ηθική, ως την διετύπωσεν, υπήρξαν αφετηρίαι και γνώμονες της πρακτικής εν μέρει ενεργείας και της θεωρητικής εν γένει παραγωγής.

Και κάτι πλέον τούτου ακόμη· η διδασκαλία του έπαυσε μεν από της εποχής του Βάκωνος να είναι η από καθέδρας και επίσημος, αλλ' ουχ ήττον παρέμεινεν αναγκαστικώς και οργανικώς ισχυρά και σπουδαίως επιδρώσα επί της ανθρωπίνης σκέψεως μέχρι σήμερον. Διότι, πλην ολίγων νεωτάτων φιλοσόφων, παραμένει εδραία και αποκλειστική ακόμη η πίστις εις το πείραμα και μάλιστα η υπαγωγή των γενικοτήτων εις τους επιστημονικούς νόμους, ήτοι εις τα εκ μερικοτήτων δεδομένα πορίσματα. Μικράν δε παραλλαγήν διά την πλειονότητα των σκεπτομένων υπέστη ο τρόπος του συλλογίζεσθαι, ο διατυπωθείς υπό του Αριστοτέλους. Μέχρι τοσούτου, ώστε ο βαθύτερον και ουσιαστικώτερον ερευνών και διεισδύων να διακρίνη ότι οι δύο αντίθετοι φιλοσοφικοί τρόποι, οι επικρατούντες ήδη, ήτοι η Εγελειανή φιλοσοφική μέθοδος, ο μεταφυσικισμός, και η αντίθετος Θετική φιλοσοφία, ο επιστημονισμός, έχουσιν επ' αυτών καταφανή και ουσιώδη την Αριστοτελικήν επίδρασιν, ο μεν Εγελειανός τρόπος εκ των μεταφυσικών του Αριστοτέλους, ο δε ποζιτιβιστικός εκ των φυσικών αυτού. Και μόνον ίσως εργασίαι μερικαί, ως αι περί groupes και ensembles μαθηματικαί θεωρίαι ή φιλοσοφικοί υπαινιγμοί ασυστηματοποίητοι ακόμη, ως π.χ. αι αντιλήψεις του Νίτσε και αι μελέται του Ποανκαρέ, δύνανται να θεωρηθώσιν αποφυγούσαι κατά το πλείστον την αριστοτελικήν επίδρασιν. Τούτο δε το κολοσσαίον όντως και μοναδικόν κατόρθωμα μιας μόνης διανοίας δύναται να εξηγηθή, όταν αντιληφθή τις ορθώς τον Αριστοτέλην όπως χαρακτηρίζει αυτόν ο Τζέλλερ ιδρυτήν της «φιλοσοφίας των αντιλήψεων» ήτοι – καθαρώτερα και γενικώτερα – ως συγκεφαλαιώσαντα και συστηματοποιήσαντα τα μέχρι των χρόνων του δεδομένα της ανθρωπίνης γνώσεως και σοφίας. Κατά τρόπον και δι' αιτίας αναλόγους προς τον τρόπον και τας αιτίας, αι οποίαι ανέδειξαν θεμελιωτάς θρησκειών τους παρουσιάσαντας εις πρακτικά πορίσματα ηθικά και εις δογματικά συμπεράσματα καλλίτεχνα την συνολικήν επί της εποχής των επικρατούσαν σκέψιν.

Τοιαύτη υπήρξεν η επίδρασις του Αριστοτέλους και τοιούτον το έργον του κατά κεφαλαιώδη χαρακτηρισμόν.

Εγεννήθη δε ο Έλλην φιλόσοφος το 384 π. χ. εις τα Στάγειρα της Μακεδονίας, ήτοι εις πόλιν Ελληνικήν αποικίαν των Χαλκιδέων. Πατήρ του ήτον ο ιατρός Νικόμαχος, συγγραφεύς έργων τινών περί φυσικής, φίλος δε στενός του βασιλέως των Μακεδόνων Αμύντα του Β' εις την αυλήν του οποίου και έζησε μέχρι του θανάτου αυτού. Μήτηρ δε αυτού ήτον η Βαιστιάς από παλαιάν και διαπρεπή οικογένειαν αποίκων, αποθανούσα κατά την νηπιακήν ηλικίαν του Αριστοτέλους. – Πριν ή γίνη έφηβος έχασε και τον πατέρα του ο Αριστοτέλης, ανέλαβε δε τότε την κηδεμονίαν αυτού και των αδελφών του ο πατρικός φίλος Πρόξενος ο Αταρνεύς, την δε Ανατροφήν η σύζυγος τούτου. Εις τα έργα του ο Αριστοτέλης με αγάπην κ' ευγνωμοσύνην αναφέρει συχνά τους κηδεμόνας του, απορφανισθέντα δε τον υιόν αυτών υιοθέτησε και κατόπιν ενύμφευσε με την θυγατέρα του Πυθιάδα. Και εις την διαθήκην του τέλος, ως διασώζει αυτήν Διογένης ο Λαέρτιος, ορίζει να στηθώσιν ανδριάντες εις εκείνους, προς ένδειξιν της ευγνωμοσύνης του.

Κατά την νεανικήν ηλικίαν του ο Αριστοτέλης, ως λέγεται υπό τινων μεταγενεστέρων, επέρασε ζωήν άσωτον, σπαταλήσας δε την σημαντικήν πατρικήν περιουσίαν έγινε στρατιώτης ή κατ' άλλους μυροπώλης προς συντήρησίν του. Εκ παραλλήλου όμως είναι βεβαιωμένον ότι ανέκαθεν είχε φιλομάθειαν, επίδοσιν εις τας θεωρητικάς μελέτας και θαυμασίαν αντίληψιν. Διά τούτο δε και νεώτατος αυτός των μαθητών ή μάλλον ακροατών του Πλάτωνος – διότι δεκαεπτά ετών προσήλθεν εις την Πλατωνικήν Ακαδημίαν – διεκρίνετο υπέρ πάντας. Αναφέρεται δε ανεκδοτικώς διά την φιλοπονίαν του ότι επειδή εμελέτα και την νύκτα εις την κλίνην του, εκράτει εις την αριστεράν του χείρα χαλκίνην σφαίραν, είχε δε κάτωθεν λεκάνην μεταλλίνην, ώστε, εάν εκ του κόπου και της αγρυπνίας απεκοιμάτο να πίπτη η σφαίρα και ν' αφυπνίζεται αυτός από τον κρότον. Και είναι μεν ίσως ταύτα και τα παρόμοια υπερβολαί, εις τας οποίας ηρέσκοντο οι συγγραφείς της παρακμής, βέβαιον όμως απομένει ότι από της νεανικής ηλικίας του ο Αριστοτέλης επεδόθη με ζήλον και με εμβρίθειαν εις την μελέτην. Λαμβάνοντες δε υπ' όψιν ότι εδείκνυε τότε τάσιν εις τον υπερβολικόν του σώματος καλλωπισμόν και εις την επίδειξιν, δι' όπερ και ο Πλάτων ο διδάσκαλός του δυσηρεστείτο «Αριστοτέλους χρωμένου εσθήτι επισήμω και δακτυλίοις και κουρά» δυνάμεθα να δεχθώμεν ότι νέος ο Αριστοτέλης επεδίδετο παραλλήλως εις την κοσμικήν ζωήν και την φιλοσοφίαν.

Διατελέσας μαθητής του Πλάτωνος αρκετά έτη ο Αριστοτέλης, έγινεν έπειτα διδάσκαλος της ρητορικής. Επειδή όμως υπεβλέπετο ως μακεδονίζων, έφυγε μετά τον θάνατον του Πλάτωνος, συμβάντα τω 348 π. χ., από τας Αθήνας και μετέβη με άλλον του Πλάτωνος επιφανή μαθητήν, τον Ξενοκράτην, εις Μικρασίαν, όπου εφιλοξενήθη υπό του Αταρνέως τυράννου Ερμεία. Ήτο δε ο Ερμείας πρώην δούλος, ακούσας μαθήματα ρητορικής από τον Αριστοτέλην εις τας Αθήνας και κατόπιν διά της αρετής και της αξίας του ανυψωθείς εις το αξίωμα του τυράννου, αναδειχθείς δε προστάτης της αυτονομίας των Ελληνικών της Ασίας πόλεων και ως τοιούτος δι' επιβουλής φονευθείς υπό του βασιλέως της Περσίας. Ο θάνατός του φαίνεται να ελύπησε πολύ τον υπ' αυτού ευεργετηθέντα Αριστοτέλην, ο οποίος και ενυμφεύθη εξ ευγνωμοσύνης την ορφανήν θυγατέρα εκείνου, αργότερον δε και έστησεν εις μνήμην του ανδριάντα εις τους Δελφούς με το επίγραμμα:

 
Τόνδε ποτ' ουχ οσίως παραβάς μακάρων θέμιν αγνήν
έκτεινε Περσών τοξοφόρων βασιλεύς,
ου φανερώς λόγχη φονίοις εν αγώσι κρατήσας,
αλλ' ανδρός πίστει χρησάμενος δολίου —
 

συνθέσας, ως λέγεται, προς τιμήν αυτού και τον έξοχον εκείνον παιάνα εις την αρετήν:

 
Aρετά, πολύμοχθε γενεί βροτείω,
θήραμα κάλλιστον βίω..
 

Μετά τον φόνον του Ερμεία φοβούμενος την καταδίωξιν του Πέρσου βασιλέως έφυγεν εις Μυτιλήνην, όπου και έμεινεν επί τινα έτη. Εκείθεν δε, είτε και εξ Αθηνών επιστρέψαντα, τον προσεκάλεσεν ο βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος, διά να του αναθέση την αγωγήν του υιού του Αλεξάνδρου, ο οποίος τότε ήτο δεκατεσσάρων ετών. Εις την διδασκαλίαν τούτου ο Αριστοτέλης ησχολήθη τέσσαρα έτη, συγγράψας ειδικώς διά τον μαθητήν του καί τινα έργα, μεταξύ των οποίων είναι το απωλεσθέν περί Βασιλείας και το αμφισβητούμενον Ρητορική εις Αλέξανδρον. Εις τον αυτόν καιρόν έκαμε και την επιμελημένην της Ιλιάδος αντιγραφήν – την περιώνυμον από νάρθηκος έκδοσιν – την οποίαν πάντοτε είχεν υπό το προσκεφάλαιόν του ο Αλέξανδρος.

Και μετά την τετραετή διδασκαλίαν όμως ο Αριστοτέλης εξηκολούθησε να μένη εις την Μακεδονικήν αυλήν, μέχρι της εποχής καθ' ήν ο Αλέξανδρος ετοιμάζετο να εκστρατεύση εις Ασίαν.

Τότε, κατά το 335 π. Χ., επέστρεψεν ο Αριστοτέλης εις τας Αθήνας, ίδρυσε δε την διάσημον φιλοσοφικήν σχολήν του, η οποία ωνομάσθη «Περιπατητική» εξ αιτίας της συνηθείας που είχεν ο Αριστοτέλης να διδάσκη περιπατών. Εσύστησε δε αυτήν εις το Λύκειον, ευρύχωρον, δημόσιον δενδρόφυτον και σύσκιον χώρον, αφιερωμένον εις τον Λύκειον Απόλλωνα, εκτεινόμενον δε υπό τον Λυκαβηττόν, ήτοι εις μέρος της πόλεως αντιθέτως κείμενον του κήπου της Ακαδημίας, όπου υπήρχεν η Πλατωνική σχολή. – Συνήθως, διδάσκων έκαμνεν ο Αριστοτέλης δύο παραδόσεις ή περιπάτους, τον εωθινόν και τον δειλινόν. Και κατά μεν τον εωθινόν εδίδασκε τους αρχαιοτέρους μαθητάς επιστημονικωτέρας γνώσεις και υψηλοτέραν θεωρητικήν σοφίαν, κατά δε τον δειλινόν εδίδασκε τους αρχαρίους μαθητάς και άλλους ακροατάς στοιχειώδη μαθήματα φιλοσοφίας, ρητορικής κ. τ. λ. Ούτω δε τα μεν πρωινά μαθήματα ωνομάσθησαν ακροαματικοί λόγοι, τα δε απογευματινά εγκύκλιοι ή εν κοινώ ή εξωτερικοί λόγοι. Μολονότι δε αργότερον ελέχθη ότι ήσαν οι ακροαματικοί λόγοι ιδιαιτέρα και απόκρυφος διδασκαλία του Αριστοτέλους, ώστε να πιστευθή ότι και μυστική Αριστοτελική φιλοσοφία υπήρξεν, όμως εκ της μελέτης των Αριστοτελικών έργων και εκ του ενιαίου τρόπου σκέψεως εν αυτοίς προκύπτει βέβαιον το πόρισμα ότι μία και μόνη υπήρξεν η Αριστοτελική φιλοσοφία, οποία μας παρουσιάζεται και σήμερον, διαστολή δε των μαθημάτων εγένετο απλώς λόγω της διαφόρου μορφώσεως των μαθητών του φιλοσόφου, οίτινες ήσαν πολλοί και ποικίλοι τον νουν και την γνώσιν – διότι η Σχολή ευθύς από της συστάσεώς της πολύ ευδοκίμησεν εις τας Αθήνας.

Αιτία δε της ευδοκιμήσεως υπήρξεν η μεγάλη και μοναδική ευρυμάθεια του διδασκάλου και η θαυμαστή και σαφής ρητορική του δεινότης. Διότι αληθώς, ότε συνέστησε την σχολήν του, είχεν ήδη αποθησαυρίσει το πλείστον μέρος των θεωρητικών και των πρακτικών αυτού γνώσεων, εξακολουθήσας μολαταύτα τας μελέτας και τα πειράματα και τας θεωρητικάς εργασίας του μέχρι τέλους της ζωής του. Ούτω πλην της διδασκαλίας του Πλάτωνος φαίνεται ο Αριστοτέλης παρακολουθήσας και άλλων εις τας Αθήνας τότε φιλοσόφων και σοφιστών τας διδασκαλίας. Ήσαν δε πολλοί ούτοι και σημαντικοί, τους οποίους επεσκίασε πλέον του δέοντος ίσως η σθεναρά και διαυγής Σωκρατική φιλοσοφία, η εξαρθείσα εις ιλιγγιώδη ελαστικότητα και αποκτήσασα αίγλην ανυπέρβλητον διά των διατυπώσεων και γενικεύσεων του Πλάτωνος. Και τούτο, η απορρόφησις δηλαδή και η αμαύρωσις πολλών και σημαντικών εργασιών υπό μιας ολοκληρωτικής και υπερόχου εργασίας, παρουσιάζεται πάντοτε ως σταθερόν κοινωνιολογικόν φαινόμενον εις την εξέλιξιν της θεωρίας και της πράξεως – επαρκές μαρτύριον και χαρακτηριστική ένδειξις της μικράς σημασίας των ατόμων εν τη ζωή του συνόλου.

 

Πλην δε της ποικίλης σοφίας, όσην κατά την πρώτην εις τας Αθήνας διατριβήν του είχε συγκομίσει ο Αριστοτέλης, φαίνεται ότι και κατά τους χρόνους της εν Μικρασία και εν Μυτιλήνη διαμονής του, μακράν του σοφιστικού συρμού και εις ησυχίαν ευρισκόμενος και γαλήνην επηύξησε τας γνώσεις αυτού με ακριβή μάθησιν των όσα και παλαιόθεν και κατά την εποχήν του εδίδασκαν οι φιλόσοφοι της Ιωνικής Σχολής, οι κυρίως περί τα φυσικά ασχολούμενοι και από τούτων την φιλοσοφίαν αναπτύσσοντες.

Έπειτα κατά το διάστημα της παιδεύσεως του Αλεξάνδρου και εις την Μακεδονικήν αυλήν κατόπιν διατρίβων έλαβεν αφορμήν και άνεσιν να συστηματοποιήση μεν τας απείρους γνώσεις του κατά τρόπον διδακτικόν ως και τα εκ τούτων ηθικά και πολιτικά πορίσματα, να επαυξήση δε μεγάλως δι' ιδίων αυτού πειραμάτων και παρατηρήσεων τας επί της φυσικής και της φυσιολογίας γνώσεις του τότε καιρού. Διότι άφθονα προς τούτο παρείχοντο εις αυτόν τα μέσα υπό των Μακεδόνων βασιλέων και τότε και κατόπιν, ότε κατά την εκστρατείαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου εις την Ασίαν χιλιάδες ανδρών εμισθοδοτούντο υπό του βασιλέως διά να συλλέγουν και ν' αποστέλλουν εις τον Αριστοτέλην όλα τα ζώα, τα φυτά και τα περίεργα εν γένει πράγματα της Ασιατικής χώρας, όπως αναφέρει ο Πλίνιος. Αν δε πιστεύσωμεν τον Αθήναιον, διά τον καταρτισμόν των επιστημονικών συλλογών και της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλους εχορήγησεν ο Αλέξανδρος οκτακόσια τάλαντα, ήτοι τέσσαρα και πλέον εκατομμύρια φράγκων. Ούτω κατήρτισε την «περί ζώων ιστορίαν» και τα άλλα επί των φυσικών επιστημών έργα του θαυμαστά έως σήμερον διά την μέθοδον και εκπληκτικά ουχί σπανίως διά την ακρίβειαν, συγγραφέντα κατά την δευτέραν εις τας Αθήνας διαμονήν του και μετά την σύστασιν της ιδικής του Περιπατητικής του Σχολής.

Ήτο δε ο Αριστοτέλης την εποχήν, κατά την οποίαν ίδρυσε την σχολήν του ηλικίας πεντήκοντα και πλέον ετών. Ώστε ευλόγως να δύναταί τις να υποθέση ότι τας μεν θεωρητικάς γνώσεις του είχεν έως τότε συμπληρώσει, την δε ταξινόμησιν της υπ' αυτού συναφθείσης ποικίλης θεωρητικής και πρακτικής ύλης και την συνέχειαν των πειραμάτων αυτού και παρατηρήσεων και την διαρρύθμισιν και συγγραφήν των πλειοτέρων και σημαντικωτέρων έργων του εξηκολούθησεν έκτοτε και μέχρι τέλους της ζωής του. Εβοήθησε δε πολύ εις την ταξινόμησιν και εις την κατασκευήν η καθημερινή και συστηματική διδασκαλία και όχι ολίγον ίσως συνετέλεσεν η υπό την επίβλεψιν και κατά τας οδηγίας του και κατά αρχικόν, δι' έκαστον έργον, ιδικόν του σχέδιον συνεργασία των μαθητών του.

Διά τούτο δε και εις τα σωζόμενα συγγράμματα του Αριστοτέλους, εκ των οποίων ίσως μερικά εγράφησαν υπό των μαθητών του ως αυτός υπηγόρευσε και ωδήγει, καταφαίνεται πλείστη μεν φροντίς και ικανότης εις συστηματοποίησιν και σαφήνειαν, ολίγη δε επιμέλεια ύφους και πλαστικής εικονίσεως. Ώστε και κατά την ύλην και κατά την μορφήν να ενθυμίζουν τον τύπον Εγκυκλοπαιδείας περιλαμβανούσης τα σύνολον σχεδόν των τότε γνώσεων, αλλ' υπό μορφήν και κατά σύστημα και σύμφωνα προς την φιλοσοφίαν ενός μόνου συγγραφέως. Τόσον δε είναι το πλήθος των γνώσεων όσας τα Αριστοτελικά συγγράμματα περιέλαβον και τόσαι προδήλως είναι αι νέαι παρατηρήσεις και αι νέαι θεωρίαι, όσας εις έν έκαστον θέμα ο φυσιοδίφης και φιλόσοφος συγγραφεύς ιδικάς του προσέθεσε και τόση είναι της διευκρινήσεως και της συστηματοποιήσεως η δύναμις και η αρτιότης, ώστε δικαίως ελέχθη υπό Γερμανού σοφού ότι άλλος Αριστοτέλης ούτε εγεννήθη ούτε θα γεννηθή, αλλ' ούτε και είναι ανάγκη να γεννηθή.

Εκ των συγγραμμάτων του Αριστοτέλους ολίγα, μόλις το έν τρίτον ίσως, διεσώθησαν. Και τούτο θετικώς δύναται τις να συμπεράνη εκ πολλών υπ' αρχαίων συγγραφέων αναφερομένων Αριστοτελικών έργων αγνώστων εις ημάς, μάλιστα δε εκ του καταλόγου του Διογένους Λαερτίου και εκ των υπό του Μεναγίου και του Άραβος Ελ Καζίρ μνημονευομένων απαριθμήσεων. Τίνα όμως ήσαν ακριβώς τα συγγράμματα ταύτα και τίνες καν οι τίτλοι των δεν δυνάμεθα να γνωρίζωμεν ασφαλώς, διότι και εις την παρένθεσιν αυτών παρ' αρχαίοις και εις τας μεταγενεστέρας απαριθμήσεις επικρατεί ασάφεια και αοριστία. Ουχ ήττον ως σημαντικωτέρα ίσως των απωλειών δύναται να θεωρηθή η απώλεια της «Συναγωγής Πολιτειών», ογκώδους έργου, το οποίον περιείχε την ανάλυσιν 158 ή κατ' άλλους 255 πολιτειών, εκ των οποίων μία είναι και η «Αθηναίων Πολιτεία» η ανευρεθείσα προ ολίγων ετών επί Αιγυπτιακού παπύρου και κατά το πλείστον αποκατασταθείσα.

Τα έργα του Αριστοτέλους από των αρχαίων ήδη χρόνων κατετάχθησαν συστηματικώς και κατά διαφόρους τρόπους. Ούτως εχωρίσθησαν εις υπομνηματικά, ήτοι αποτελούμενα εκ σημειώσεων και συνταγματικά, ήτοι αποτελούντα πλήρεις πραγματείας, από άλλης δε απόψεως εις εσωτερικά ήτοι περιέχοντα τας υψηλοτέρας διδασκαλίας του Αριστοτέλους και εξωτερικά ή εν κοινώ ήτοι προπαιδευτικά.

Και αυτός δε ο Αριστοτέλης επιτυχώς διεχώρισε τα φιλοσοφικά μόνον έργα του, τα κληθέντα υπ' αυτού λόγοι, εις οργανικούς λόγους ή λογικούς, εις θεωρητικούς και εις πρακτικούς.

Εκ των νεωτέρων κατατάξεων τέλος επεκράτησεν η της πρώτης Αλδείου εκδόσεως, η χωρίζουσα τα σωζόμενα έργα εις:

1) Λογικήν, περιλαμβάνουσαν τα έργα. Κατηγορίαι, Περί ερμηνείας, Αναλυτικά πρότερα, Αναλυτικά ύστερα, Τοπικά και Περί σοφιστικών ελέγχων. Η σειρά αύτη ωνομάσθη υπό των νεωτέρων «Όργανον».

2) Φυσικά, κατά την αρχαίαν, εννοείται, και γενικωτέραν έννοιαν του όρου, περιλαμβάνοντα πραγματείας: Φυσικής ακροάσεως βιβλίον 8ον Περί Ουρανού, Περί Γενέσεως και Φθοράς, Μετεωρολογικά, Περί Ψυχής, Περί Αισθήσεως και Αισθητών, Περί Μνήμης και Αναμνήσεως, Περί Μακροβιότητος, και Βραχυβιότητος, Περί Νεότητος και Γήρατος, Περί Ύπνου και Εγρηγόρσεως, Περί Μαντικής της εν τοις Ύπνοις, Περί Ζωής και Θανάτου, Περί Αναπνοής, Περί τα Ζώα Ιστορίας, Περί ζώων γενέσεως, Περί ζώων κινήσεως, Περί ζώων μορίων, Περί ζώων πορείας, Περί Ζώων χρωμάτων, Περί ακουστών, Φυσιογνωμικά, Περί φυτών (διασωθέν εν Λατινική ή Αραβική μεταφράσει), Περί θαυμασίων ακουσμάτων, Μηχανικά προβλήματα και Περί Ατόμων γραμμών.

3) Τα μετά τα φυσικά, περιλαμβάνοντα δεκατέσσαρα βιβλία και τας διατριβάς Περί Μελίσσου, Περί Ξενοφάνους και Περί Γοργίου.

4) Τα πρακτικά, περιλαμβάνοντα τα Ηθικά Νικομάχεια, τα Μεγάλα και τα Ευδήμεια, Τα Πολιτικά, την Αθηναίων Πολιτείαν, την Ρητορικήν, την Ρητορικήν εις Αλέξανδρον (αμφισβητουμένην) και την Ποιητικήν· και

5) Τα αποσπάσματα (ήτοι τα σωζόμενα παρενθετικώς εις έργα αρχαίων συγγραφέων). Αι επιστολαί (αμφισβητούμεναι κατά το πλείστον και Τα ποιήματα επίσης αμφισβητούμενα.

Οι τίτλοι ούτοι απλώς άνευ επεξηγήσεως παρατεθέντες δύνανται να δείξωσι την ευρύτητα, την ποικιλίαν και το τεράστιον μέγεθος του Αριστοτελείου έργου, το οποίον, όπως εν αρχή των σημειώσεων τούτων είπομεν, απετέλεσε τον επιστημονικόν και φιλοσοφικόν κώδικα της πολιτισμένης ανθρωπότητος επί δύο και πλέον χιλιάδας έτη, αποτελεί δε και τώρα ακόμη το πνευματικόν έθιμον σχεδόν όλης της συνήθους επιστημονικής και φιλοσοφικής δημιουργίας.

Και ανάλυσις μεν του φιλοσοφικού συστήματος του Αριστοτέλους και έκθεσις της επιστημονικής αυτού εργασίας, έστω και στοιχειωδώς επιχειρούμεναι, θα εξέτειναν το σημείωμα τούτο αναγκαστικώς εις ογκώδη πραγματείαν. Τούτο δε μόνον δύναται να λεχθή συμπερασματικώς και από μιας μόνον απόψεως, γενικής αλλ' όχι και συνολικής, ότι ο Αριστοτέλης βάσιν της επιστήμης έθεσε το πείραμα και την παρατήρησιν, ως σκοπόν δε πάσης επιστήμης ώρισε την γνώσιν των αιτίων, των πραγμάτων και φαινομένων εκείνων, όσα υπόκεινται εις την πείραν. Ούτω, καθ' α ο ίδιος διευκρινίζει, (Μετά τα φυσικά Βιβλ. Α'. III) η πείρα μεν παρέχει ημίν το γεγονός, η επιστήμη δε ζητεί το αίτιον και το διατί πρώτον.

Από τοιαύτης αφετηρίας ορμώμενος ο Αριστοτέλης κρίνεται ως αντίθετος της Πλατωνικής φιλοσοφίας, ενώ ίσως επισταμένη και βαθυτέρα μελέτη του Πλατωνικού και παραλλήλως του Αριστοτελικού έργου θα εδείκνυε την Αριστοτελικήν φιλοσοφίαν, αντιθέτως προς την γνώμην και την απόφανσιν του μεγάλου ιδρυτού της, ως ασχοληθείσαν κυρίως περί έν μέρος των Πλατωνικών αντιλήψεων και ακολουθήσασαν μίαν από τας μεθόδους διανοητικής εξελίξεως και γνώσεως του επιστητού, τας οποίας διετύπωσεν η καταπληκτικώς αντιληπτική διάνοια του Πλάτωνος, η δαιμονίως διιδούσα ως ωρισμένον μεν και ωφέλιμον τον βαθμιαίως πλατυνόμενον ορίζοντα των γνώσεων – την ανθρωπίνην δηλονότι συνθήκην και συμφωνίαν – αόριστον δε και ατέρμονα τον ορίζοντα της όλης ζωής προς τον οποίον αναγκαστικώς και εξ εσωτερικής ορμής ατενίζει (θεωρεί) ο ανθρώπινος νους και τοιουτοτρόπως συμπερασματικώς διαχαράξασα ούτω τους επαλλήλους και ομοκέντρους κύκλους της Επιστήμης και της Υποθέσεως.

Είναι δε χρήσιμος ο περί της Πλατωνικής φιλοσοφίας υπαινιγμός ούτος, διά να δειχθή κάπως εξ αντιδιαστολής και εναργέστερον πως ο μεν Πλάτων δύναται να λογισθή ως το υψηλότατον σημείον, εις το οποίον ανήλθεν η Ελληνική σκέψις, η κληρονόμος όλης της ανατολικής γνώσεως και δημιουργός αμυθήτου επί πλέον θησαυρού σοφίας, ο δε Αριστοτέλης πρέπει να χαρακτηρισθή ο πρώτος μετά την δημιουργικότητα και προς την κατάβασν σταθμός.

Την φιλοσοφικήν αυτού σχολήν διηύθυνεν ο Αριστοτέλης μέχρι του 32? π. Χ., οπότε, επειδή το αντιμακεδονικόν κόμμα είχεν ενισχυθή ένεκα του θανάτου του Αλεξάνδρου, κινδυνεύων ως φίλος της μακεδονικής δυναστείας ηναγκάσθη να φύγη εις Χαλκίδα της Ευβοίας, όπου και απέθανε μετά έν έτος από χρόνιον οικογενειακόν του νόσημα του στομάχου.

Αι σπερμολογίαι, τας οποίας συγγραφείς της παρακμής καί τινες εκκλησιαστικοί ανέφεραν περί του Αριστοτέλους, ως αστόργου προς τον προστάτην του Ερμείαν και ως αγνώμονος προς τον Πλάτωνα και ως επιβουλευθέντος την ζωήν του μαθητού και ευεργέτου αυτού Αλεξάνδρου, καθώς και ο μύθος περί αυτοκτονίας του, αποδεικνύονται εξ αυτών των πραγμάτων, ήτοι εκ των συγγραμμάτων του Αριστοτέλους και εκ των αυθεντικών λεπτομερειών του βίου του, τελείως αστήρικτα μυθεύματα, ανάξια εκτενεστέρας μνείας.

I. Ζερβός

ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μεταξύ των έργων του Αριστοτέλους, τα οποία είτε συνετάχθησαν διά την εξωτερικήν ή εν κοινώ διδασκαλίαν, περί της οποίας εις τας προτασσομένας σημειώσεις έγινε λόγος, είτε εξ αυτής προέκυψαν, είναι και το απολεσθέν πολύτομον έργον του «Συναγωγή Πολιτειών» ή απλώς «Πολιτείαι» τιτλοφορούμενον. Εις το σύγγραμμα δε τούτο περιεγράφοντο και ανελύοντο κατά μεν τον Διογένην Λαέρτιον και τον Ησύχιον 158 πολιτεύματα διαφόρων πόλεων και κρατών, κατά δε τον Αραβικόν κατάλογον τον λεγόμενον του Πτολεμαίου 161, κατά δε τον Αμμώνιον 240, κατά δε τον Μενάγιον 245 και κατ' άλλους τέλος 250 ή και 255 πολιτεύματα, (1) εκ των οποίων πλείστα Ελληνικά, τινά δε βαρβαρικά. Ταύτα μάλιστα, ως φαίνεται, περιελαμβάνοντο εις μίαν μόνην πραγματείαν υπό τον τίτλον «Νόμιμα βαρβαρικά», πλην του πολιτεύματος των Καρχηδονίων, αποτελούντος ιδίαν πραγματείαν. Την τοιαύτην έκτασιν της Συναγωγής Πολιτειών προσμαρτυρεί και ο Κικέρων, παρέχων νύξιν και περί της ύλης εν συνόλω της συγγραφής (2) .

Προ του Αριστοτέλους ιστορικήν και κριτικήν ανάλυσιν πολιτευμάτων είχεν επιχειρήσει ο Κριτίας, ο μαθητής του Γοργίου και του Σωκράτους, ο κατόπιν γενόμενος εκ των τριάκοντα τυράννων, συγγράψας περί Λακεδαιμονίων, περί Θεσσαλών και περί Αθηναίων πολιτείας, λαών δηλαδή, παρά τοις οποίοις επί πολύ είχε διατρίψει. Τα σωζόμενα αποσπάσματα (3) μαρτυρούσι τάσιν υπερβολικήν προς λεπτομερή και παραστατικήν περιγραφήν των εθίμων και ιστόρησιν αμφιβόλων ανεκδότων, ουχί δε και ιστορικήν εμβρίθειαν. Αντιθέτως ο Αριστοτέλης αποφυγών σχεδόν από συστήματος την περιγραφικότητα, αν και περιγράψας τα έθιμα εφ' όσον εχρειάζετο τούτο προς τον σκοπόν του, απέβλεψε κυρίως εις την ιστορικήν διευκρίνησιν της εξελίξεως των πολιτευμάτων και εις την επ' αυτών συγχρονιστικήν επί των γεγονότων κρίσιν. Ούτω κατά τον επιτυχή χαρακτηρισμόν του Θεοδ. Ραϊνάχ η «Συναγωγή Πολιτειών» ήτο ανάλυσις των γεγονότων και των ιδεών του φιλοσόφου, των οποίων τα Πολιτικά του απετέλουν την σύνθεσιν.

 

Διά την προπαρασκευήν της ύλης του συγγράμματός του ο Αριστοτέλης θα εχρησιμοποίησε βεβαίως πολλούς συνεργάτας και μάλιστα τους επιδεξιωτέρους εκ των μαθητών του, την συγγραφήν όμως, καθ' ά και ασφαλώς δυνάμεθα να εικάσωμεν εκ της Αθηναίων Πολιτείας και εξ άλλων αποσπασμάτων, έκαμεν αυτός ο ίδιος. Η βεβαίωσις αύτη αποβλέπει, εννοείται, εις τας αυθεντικάς του έργου πραγματείας, διότι ως συνέχεια του Αριστοτελικού συγγράμματος προέκυψαν αναμφιβόλως βραδύτερον ομοιότυποι άλλων μεταγενεστέρων πραγματείαι, μαθητών ή μη του Αριστοτέλους, αποδοθείσαι εις αυτόν. Μεταξύ των συγγραφέων τοιούτων πραγματειών δέον να καταλεχθώσιν ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (4) και ο Δικαίαρχος (5) , του οποίου η Λακεδαιμονίων Πολιτεία υπήρξε διάσημος. Τόσον δε πολύ υπήρξεν, ως φαίνεται, το πλήθος των μιμήσεων, ώστε από της αρχαιότητος ήδη η κριτική διέστελλε τας γνησίας από τας μη γνησίας πολιτείας του Αριστοτέλους (6) .

Πρώτη εις το όλον έργον, ίσως τακτοποιηθέν αρχικώς με αλφαβητικήν (κατά στοιχείον) τάξιν, υπήρχεν η Αθηναίων Πολιτεία, ανέκαθεν μεν ως αυθεντική φερομένη, παλαιόθεν δε απολεσθείσα. Διότι και ο Φώτιος (7) ο εξ επιτομής γνωρίσας αυτήν και ο παλαιότερος τούτου Ησύχιος ουδέν αυθεντικόν αυτής απόσπασμα αναφέρουσιν. Είναι δε περίεργος η τόσον ενωρίς συμβάσα απώλεια, διότι βεβαίως υπήρχον πολλά αυτής αντίγραφα, μεγίστη δε απεδίδετο σημασία εις αυτήν, καθ' ό γραφείσαν εξ ιδίας και προσωπικής αντιλήψεως του Αριστοτέλους, ο οποίος το πλείστον της ζωής του έμεινεν εις τας Αθήνας. Εκ του έργου πλείστοι των σημαντικών μεταγενεστέρων συγγραφέων εδανείζοντο πληροφορίας, κρίσεις και περικοπάς. Ο Κικέρων είχε το έργον τούτο εις την βιβλιοθήκην του, ο Πλούταρχος εξ αυτού ιδίως ήντλησε τον βίον του Σόλωνος και δι' αυτού διηυκρίνησε πολλά εις τους βίους του Θησέως, του Περικλέους και του Νικίου, ο Αρποκρατίων δε τέλος και άλλοι λεξικογράφοι εξ αυτού ηρύσθησαν τα πλείστα και σαφέστερα περί των Αθηναϊκών θεσμών. Την υπό πολλών και πολυτρόπως μνημόνευσιν ταύτην του έργου φέρει, όχι βέβαια και πειστικώς, ο Θεόδ. Ραϊνάχ ως αιτίαν της απωλείας, ισχυριζόμενος ότι οι Βυζαντινοί αντιγραφείς ελόγιζον ανωφελές να επιχειρώσι την συγγραφήν έργου ολοκλήρου σχεδόν, κατά την αντίληψίν των, περιλαμβανομένου αποσπασματικώς εις άλλα συγγράμματα.

Οπωσδήποτε βέβαιον είναι ότι ήδη από της εποχής της Αναγεννήσεως η Αθηναίων Πολιτεία εθεωρείτο απολεσθείσα οριστικώς, και έκτοτε μόνον τα πολλαχόθεν συλλεγέντα αυθεντικά ή ηλλοιωμένα αποσπάσματα, 90 περίπου, και η δισέλιδος κολοβή περίληψις των περιεχομένων αυτής, η γνωστή υπό τον τίτλον «εκ των Ηρακλείδου περί πολιτείας Αθηναίων» (8) έδιδαν ιδέαν τινά της όλης πραγματείας (9) .

Τω 1885 όμως επί εφθαρμένου παπύρου της βιβλιοθήκης του Βερολίνου ανέγνωσαν περικοπάς ιστορικάς, αι οποίαι ευκόλως ανεγνωρίσθησαν ως ανήκουσαι εις την Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτείαν. Επειδή δε ο πάπυρος προήρχετο εξ Αιγύπτου, όπου είχον ήδη ανευρεθή οι λόγοι του ρήτορος Υπερείδου και το Παρθένιον του ποιητού Αλκμάνος, εγεννήθη έκτοτε η ελπίς της εκεί ανευρέσεως της Αθηναίων Πολιτείας, καθ' όσον μάλιστα έκ τινος εν Πετρουπόλει αποκειμένου καταλόγου Αιγυπτιακής βιβλιοθήκης εβεβαιούτο ότι το έργον εσώζετο εκεί κατά τον τρίτον μ. Χ. αιώνα.

Και η ελπίς εντός ολίγου επραγματοποιήθη. Το 1891 ηγγέλθη εκ Λονδίνου ότι μεταξύ δέσμης παπύρων, άγνωστον πώς και πότε εισαχθέντων εις το Βρεταννικόν Μουσείον, ανευρέθη η Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλους. Μετ' ολίγας δε εβδομάδας εξεδόθη αύτη υπό του κ. Kenyon το πρώτον.

Ευθύς εξ αρχής το κείμενον, σύμφωνον άλλως προς τα σωζόμενα αποσπάσματα, ανεγνωρίσθη αυθεντικόν, διεπιστώθη δε μάλιστα και του αντιγράφου η μεγάλη αρχαιότης, αναγομένου εις τον πρώτον μ. Χ. αιώνα. Αποτελείται δε τούτο εκ τεσσάρων ταινιών παπύρου ανίσων διαστάσεων, μήκους εν όλω έξ σχεδόν μέτρων και μέσου πλάτους εικοσιοκτώ εκατοστών. Επί της κυρίας όψεως ευρίσκονται γραμμένοι λογαριασμοί ιδιωτικού τινός κτήματος, έχοντες χρονολογίαν το 11ον έτος της βασιλείας του Βεσπασιανού, ήτοι το 78 ή 79 Μ. Χ. Επί της αντιθέτου δε όψεως (In verso) υπάρχει το κείμενον της Αθηναίων Πολιτείας με τέσσαρας διαφόρους χαρακτήρας. Με τον γραφικόν δε χαρακτήρα του πρώτου αντιγραφέως, πιθανώς ειδικωτέρου, υπάρχουν διορθώσεις επί των άλλων τριών τεμαχίων.

Και μολονότι ο γραφικός χαρακτήρ εν συνόλω είναι κανονικός και επιμελημένος, η ανάγνωσις όμως παρουσίασε δυσχερείας ένεκα της συνεχούς γραφής όλων των λέξεων, της μη στίξεως, της συντμήσεως των τελικών συλλαβών των λέξεων και της πολλαχού φθοράς του παπύρου, ώστε μέγα πράγματι κατόρθωμα ήτον η πρώτη αυτού ανάγνωσις υπό του Άγγλου φιλολόγου Κένυον. Μολονότι δε και τα ολίγα σχετικώς λάθη της πρώτης εκδόσεως διωρθώθησαν έκτοτε (10) , ουχ ήττον απομένουσι και άλλα, ουσιωδέστερα δε, λάθη οφειλόμενα εις τους παλαιούς αντιγραφείς. Και από της απόψεως δε αυτής μας παρέχει ο πάπυρος της Αθηναίων Πολιτείας σημαντικώτατα ωφελήματα, διότι μας δίδει να εννοήσωμεν το πλήθος των παραφθορών και αλλοιώσεων, όσαι εγίνοντο υπό των αντιγραφέων εις τα αρχαία κείμενα: Λέξεις ηλλοιωμέναι, φράσεις μετατοπισμέναι, κακή ανάγνωσις του αντιγραφομένου, παραλείψεις, φράσεις αυθαιρέτως εξηγητικαί (γλώσσαι), αντικαταστήσασαι κάποτε το αρχικόν κείμενον ή παρεμβαλλόμεναι παραπλεύρως των γνησίων, αλλοιούσιν εις πολλά μέρη το κείμενον. Μεγαλυτέρα ακόμη αλλοίωσις, ως απέδειξεν η κριτική του κειμένου μελέτη (11) , προήλθεν εκ της παρεμβολής περικοπών άλλου προγενεστέρου, αλλ' ασημοτέρου συγγράμματος επί του αυτού θέματος – παρεμβολής γενομένης μεθοδικώς μεν σύμφωνα με τας χρονολογίας, αλλ' αντιφασκούσης συχνότατα με το κείμενον. Εφ' όσον αι παρέμβλητοι φράσεις αυταί αφαιρούνται, επί τοσούτον καταφαίνεται το γνώριμον εις ημάς ύφος του Αριστοτέλους, η λιτότης και η ακρίβεια της φράσεως η ξηρά διατύπωσις του σκοπουμένου άνευ πλεονασμού και άνευ ελλείψεως.

Δύναται δε να ορισθή εξ αυτού του ιδίου συγγράμματος η εποχή της συγγραφής του. Διότι ο τελευταίος αναφερόμενος εις αυτό άρχων είναι ο Κηφισοφών (§ 54) επώνυμος του έτους 329 – 328 π.Χ., ουδείς δε λόγος γίνεται περί των σημαντικών μεταβολών, όσας εις το Αθηναϊκόν πολίτευμα επέφερεν ο Αντίπατρος το 322 π. Χ., ήτοι το έτος ακριβώς του θανάτου του Αριστοτέλους. Ώστε βεβαίως μεταξύ του 328 και 322 συνετελέσθη η συγγραφή.

Αι παρεχόμενοι υπό της Αθηναίων Πολιτείας νέαι πληροφορίαι και αι συμβολαί εις τας υπαρχούσας περί της ιστορίας καθόλου και της πολιτειακής εξελίξεως ιδίως των Αθηναίων είναι πολλαί και πολύτιμοι. Μάλιστα δ' εξόχως διαφωτιστική αποβαίνει η μελέτη του έργου και διά το αστικόν, κυρίως όμως διά το δημόσιον Αττικόν δίκαιον.

Διαιρείται δε το σύγγραμμα εις Ιστορικόν και εις Περιγραφικόν μέρος. Το Ιστορικόν μέρος, ως ευρέθη εν τω παπύρω, είναι ελλιπές εις την αρχήν του, διότι δεν υπάρχει η απ' αρχής γραφείσα ιστορία των Αθηνών μέχρι της συνωμοσίας του Κύλωνος. Το δε Περιγραφικόν απομένει ατελές, διότι λόγω φθοράς του παπύρου λείπει η περιγραφή του οργανισμού και των δικονομικών τύπων των Αθηναϊκών δικαστηρίων. Και η απώλεια μεν της αρχής του έργου δεν είναι μεγάλη, διότι και άλλοθεν δυνάμεθα οπωσδήποτε να την συμπληρώσωμεν σχεδόν εξ αυτού του Αριστοτελικού κειμένου και αι ιστορικαί δε πηγαί, από των οποίων ηρύσθη ο Αριστοτέλης τα της γενέσεως και των αρχών της Αθηναϊκής πολιτείας, διεσώθησαν σχεδόν όλαι μέχρις ημών. Η έλλειψις όμως του τέλους αποβαίνει σημαντική ιδίως διά τους μελετητάς του Αττικού δικαίου.

Το πρώτον μέρος του έργου το καθαρώς ιστορικόν ακολουθεί αυστηράν χρονολογικήν σειράν, συντομωτάτη δε ή ουδεμία γίνεται μνεία των ανδρών, έστω και επιφανών, όσοι δεν συνετέλεσαν εις πολιτειακάς ή διοικητικάς μεταβολάς. Ούτως ουδαμού αναφέρεται ο Αλκιβιάδης, ενώ απεναντίας εκτενώς αναφέρονται τα κατά τον Σόλωνα και τον Κλεισθένην, τα της διοικήσεως και πτώσεως των Πεισιστρατιδών, το μετά την εν Σικελία καταστροφήν ολιγαρχικόν κίνημα, η άλωσις των Αθηνών υπό του Λυσάνδρου και τέλος η αποκατάστασις του δημοκρατικού πολιτεύματος το 403 π. Χ. Σταματά δε ο Αριστοτέλης εις το σημείον τούτο, διότι την θριαμβευτικήν επάνοδον του δήμου εις την εξουσίαν διά του Θρασυβούλου κρίνει ως την ενδεκάτην και τελευταίαν μεταβολήν της πολιτειακής ιστορίας των Αθηναίων. Αληθώς δε καθ' όλον τον τέταρτον π. Χ. αιώνα η αθηναϊκή πολιτεία πλην μερικών τροποποιήσεων εις τας λεπτομερείας ουδεμίαν υπέστη ριζικήν μεταρρύθμισιν.

1Aristotelis Fragmenta (Teubner 1886), όπου υπό V. Rose παρατίθενται όλαι αι σχετικαί μαρτυρίαι.
2Ciceron, De finibus V,): «omnium fere civitatum, non Graeciae solum sed etiam barbariae, ab Aristotele mores, instituta, disciplinas, a Theophrasto leges etiam cognovimus.
3Fragm. hist. Graecorum, edit. Müller (Didot) II, 681 και εφεξής.
4Κικέρωνος De legibus III, 6, 14.
5Σουΐδα, λεξ Δικαίαρχος. Κικέρωνος Ad. Att II, 2.
6Μυριόβιβλος κωδ. 161.
7Μυριόβιβλος κωδ. 161.
8Η περίληψις αύτη δίδει πληροφορίας δια τα περιεχόμενα 43 μόνον πολιτειών του Αριστοτελείου έργου.
9Αι καλύτεραι αποσπασμάτων εκδόσεις είναι η του G. Μüller (Frag. hist. Graec. II, 105 και εφεξής) και η προμνημονευθείσα Aristotelis Fragmentia (Teubner 1886).
10Αξιοσύστατος έκδοσις κριτική και διευκρινιστική του κειμένου έγινεν υπό του Γάλλου φιλολόγου Haussoulier.
11Αρίστην κριτικήν μελέτην υπό τον τίτλον «Αριστοτέλης ή Κριτίας;» δημοσιευθείσαν εις την Revue des 1Etudes Grêques τον Μάιον και Ιούνιον του 1891 έγραψεν ο Θ. Ραϊνάχ, από του οποίου ηρύσθημεν και πλείστας των άνω πληροφοριών.
Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»