Бесплатно

Λυσιστράτη

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΜΕΡΟΣ Ε΄

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ – ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ – ΚΗΡΥΞ – ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

ΚΗΡΥΞ

 
Σε ποια μεριά των Αθηνών θα βρω τη γερουσία
        και πού τα πρυτανεία;
Θέλω ένα νέο να τους πω.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
                Και συ τι είσαι τάχα;
άνθρωπος ή δαιμόνιο της σκόνης είσαι;
 

ΚΗΡΥΞ

 
                                        Χάχα!
Που ’χεις λαχάνου κεφαλή, – κήρυκας έχω γίνη,
κι από τη Σπάρτη έφθασα εδώ για την ειρήνη.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        [Καλό και τούτο πάλι,]
μα βλέπω δόρυ να κρατής κατ’ από τη μασχάλη.72
 

ΚΗΡΥΞ

 
Μα το θεό, καθόλου… μπα!.....
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
                Κι απ’ τη μεριά την άλλη
        γιατί γυρίζεις πάλι;
Και κάτ’ απ’ τη χλαμύδα σου τ’ είν’ κείνο που φουσκώνε;
από το δρόμο τον πολύ μην έβγαλες βουβώνι;
 

ΚΗΡΥΞ

 
Συ θα ’σαι, μα τον Κάστορα, γεροξεκουτιασμένος.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Βρε σιχαμένε άνθρωπε! φτου! είσαι καυλωμένος!
 

ΚΗΡΥΞ

 
        Όχι μα το θεό! αυτό
        μήτε να πης για χωρατό.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Τότε λοιπόν, τι είν’ αυτό, που βλέπω σαν το στύλο;
 

ΚΗΡΥΞ

 
        [Ποιό; τούτο; είνε ξύλο]–
        σκυτάλη σπαρτιατική.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ (χειρονομών καταλλήλως)

 
Όσο σκυτάλη είν’ αυτό, τόσο και τούτη που ’ν’ εκεί!
Μα πες μου την αλήθεια συ, ωσάν γνωστή μου να ’νε:
Εκεί στη Λακεδαίμονα τα πράγματα πώς πάνε;
 

ΚΗΡΥΞ

 
        Όλα ορθά στην πόλι
        κ’ οι σύμμαχοί μας όλοι
        καυλώσανε κ’ εκείνοι·
        γυρεύουν την Πελλήνη!73
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Πώς έτυχε η συμφορά να πέση σ’ όλους γενικώς;
        Μην τύχη κ’ είνε πανικός;
 

ΚΗΡΥΞ

 
        Καθόλου, πα! δεν είν’ αυτό·
        Νομίζω πως η Λαμπιτώ
άρχισε πρώτη, κ’ ύστερα όλες το ίδιο πράξανε,
και όλες απ’ τα σκέλια τους τους άνδρας επετάξανε.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
Και πώς περνάτε σεις λοιπόν;
 

ΚΗΡΥΞ

 
                        Ωχ! υποφέρουμ’ όλοι.
                Μερόνυχτα στην πόλι
                γυρίζουμε σκυφτοί-σκυφτοί,
λες και φανάρι ο καθείς στα χέρια του κρατεί.
Γιατ’ οι γυναίκες [θύμωσαν, και νάζα κάνουν χίλια·]
δεν θέλουν και ν’ αγγίξουμε της τρύπας τους τα χείληα,
αν στην Ελλάδα όλοι μας και με την ίδια γνώμη,
ειρήνη και φιλίωσι δεν κάμωμεν ακόμη.
 

ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ

 
        Τώρα καταλαβαίνω,
πως οι γυναίκες το ’χουνε παντού συμφωνημένο.
Τρέξε λοιπόν, [μη κάθεσαι· και η δουλειά η πρώτη σου]
        στον κάθε πατριώτη σου
        πρέσβεις να πης να στείλη
για την ειρήνη γρήγορα, [να γίνουμ’ όλοι φίλοι.]
Κ’ εγώ θα πω στους Βουλευτάς αν φύγουν πρέσβεις άλλοι,
και θα τους πείσω, δείχνοντας της πούτσας μου το χάλι!
 

ΚΗΡΥΞ

 
        Ωραίο σχέδιο κι αυτό!
        φτερούγες κάνω και πετώ1
(Απέρχονται)
 

ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ – ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Να ’νε χειρότερο θεριό απ’ τη γυναίκα, δεν μπορεί·
ούτε τη φθάν’ η πάρδαλις, ούτ’ η φωτιά η φοβερή!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Αφού μας ξέρεις συ εμάς
        γιατί μαζύ μας πολεμάς,
που θα ’σουν πάντα φίλος μου καλός κι αγαπημένος;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Α δεν θα παύσω να μισώ των γυναικών το γένος.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Να κάμης όπως αγαπάς· μα εγώ δεν θα θελήσω
        να σε παραμελήσω·
γιατί αν αποφάσισες στους δρόμους να φανής,
--που ’σαι για να γελάη κανείς,–
θα ρθω να ρίξω απάνω σου το ρούχο το δικό μου.
(Ρίπτουν επί των γερόντων τα μικρά επανωφόριά των)
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Δεν είν’ κακό· είχα γδυθή απ’ τον πολύ θυμό μου.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν άνδρας στην εντέλεια·
δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι πειά για γέλια,
και αν ίσως συ δεν μ’ έκανες να σκάσω από γινάτι,
ένα κουνούπι θα ’βγαζα που σου ’χει μπει στο μάτι.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Για τούτο τώρα μ’ έτριβε το μάτι τόσην ώρα.
Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το τώρα
και το κουνούπι βγάλε μου [εις την οργή να πάη],
γιατί έχει ώρα κάμποση που με κατατσιμπάει.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Ε, θα το κατορθώσω,
μ’ όλο που είσαι άνθρωπος διεστραμένος τόσο.
(Η κορυφαία του Χορού των Γυναικών λαμβάνει το δακτύλιον
του  Κορυφαίου του Χορού των Γερόντων και καθαρίζει
δια του δακτυλου-λίθου τον οφθαλμόν αυτού)
Ω Ζευ! κουνούπι τρομερό σου ’χει χωθή στο μάτι·
δεν είν’ απ’ την Τρικόρυθο;74
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
                                Ησύχασα κομμάτι.
Πηγάδι μέσα μ’ άνοιγε–καλό που μου ’χεις κάμη!–
και τώρα ιδέ τα δάκρυα που τρέχουν σαν ποτάμι.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
                                Εγώ θα το σκουπίσω
και, μ’ όλο που ’σαι και κακός, θα ρθω να σε φιλήσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
                Όχι να με φιλήσης!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσης, δεν θελήσης!
(Αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας δια της βίας)
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Ε, να σας πάρη η ευκή!
για να χαϊδεύετε καλά, το ’χετε τέχνη φυσική!
        και δεν ειπώθηκε κακά
        αυτό που ακούμε τακτικά:
«ούτε να ζη κανείς μπορεί με την πανούκλ’ αυτή μαζύ,
        ούτε χωρίς αυτή να ζη»!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Μα τώρα πειά που κάναμε συνθήκη και ειρήνη,
από τον ένα μας κακό στον άλλο δεν θα γίνη.
        Και τώρα ας αρχίσουμε
        μαζύ να τραγουδίσουμε.
(Αντιστροφή)
        Κακό δεν είχα εγώ σκοπό
        για τους πολίτας μας να ειπώ·
το εναντίο μάλιστα [και κάτι παραπάνω]
μόνο καλό εγώ θα ειπώ κι όλο καλό θα κάνω,
        γιατί αρκετά είνε τα κακά
κι όλα τ’ αποτελέσματα που φέρνουν τακτικά.
Και αν θελήση χρήματα κανείς καμμιά φορά,
γυναίκα ή άνδρας, μια-δυό μναίς, ας το δηλώση καθαρά,
γιατί έχουμε περσσότερα στις τσέπες· κι όταν γίνη
        με το καλό ειρήνη,
εκείνος, όπου σήμερα εγώ θα του δανείσω,
        ας μη το δώση πίσω.
Έχουμ’ από την Κάρυστο κάτι ανθρώπους ξένους
πολύ καλούς και παστρικούς75  στο σπίτι μας φερμένους,
τραπέζι σαν τους κάνουμε· έχ’ όσπρια φτιασμένα
        και γουρουνάκι76  ένα,
        και κρεατάκι απαλό
        θα φάνε, και πολύ καλό.
Λοιπόν να ρθήτε σπίτι μου, [τραπέζι σας προσμένει]·
μα πρέπει να ’ρθετε πρωί και να ’σθε και λουσμένοι
και σεις, και τα παιδάκια σας να ’νε καλολουσμένα·
        μα δίχως και κανένα
        στην πόρτα να ρωτήσης,
σαν να ’σαι μαεσ’ στο σπίτι σου, γραμμή να προχωρήσης,
[κι αν το τραπέζι δεν το βρής, όπως θαρρείς, στρωμένο,]
θα βρής το μύλο σφαλιστό και το νερό κομμένο!77
 

ΑΥΛΑΙΑ

 

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

ΣΚΗΝΗ Α΄

{Η σκηνή η αυτή ως εις την Β΄και Γ΄πράξιν}.

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ, ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ και μετ’ ολίγον Α΄

ΑΘΗΝΑΙΟΣ και ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Πρέσβεις έρχονται απ’ τη Σπάρτη, που μεγάλα γένεια σέρνουν,
        και μπροστά παλούκια φέρνουν
        στα μεριά τους τεντωμένα,
σαν αυτά όπου κρατούνε τα γουρούνια μας δεμένα.
(Εισέρχεται αριστερόθεν χορός Λακεδαιμονίων)
– Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! πρώτα σας χαιρετούμε,
και δεύτερα, τι πάθατε που έρχεσθε; ρωτούμε.
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
Τι χρεία να το μάθετε με λόγια μας πολλά;
Τι μας συμβαίνει κ’ ήρθαμε, το βλέπετε καλά.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Πάθατε μιά συφορά
        νευρωμένη τρομερά,
        κι από του Ερμή εκείνη
        πειό τρανή σας έχει γίνη.78
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
        Δεν λέγονται, μην τα ρωτάς.
        Τι κι αν τα λέμε; δεν κυττάς;
        Κάντε γρήγορα ειρήνη,
        κι όπως θέλετε να γίνη.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Δεν κυττάς και τους δικούς μας [με τα χάλια τα δικά τους,]
        όπου τα φορέματά τους
σαν τους παλαιστάς σηκώνουν από πάνω απ’ την κοιλιά;
είνε φαίνετ’ η αρρώστια της γυμναστικής δουλειά!
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ (εισερχόμενος)79

 
Ποιος θα μου πη πού βρίσκεται εκείν’ η Λυσιστράτη;
Είμαστε άνδρες πειά εμείς, [ή σάτυροι βαρβάτοι;]
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Κι αρρώστια τούτη πάλι
        είνε όμοια με την άλλη·
        το πρωί, που ξημερώνει,
        σας τινάζει; σας τεντώνει;
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
        Μα το Δία! μας συμβαίνει,
        κ’ είμαστε κατεστραμμένοι.
        Κι αν κανείς δεν κατορθώση
        για να μας συμφιλιώση,
        πες μου, ποιος δεν θα τολμήση
        τον Κλεισθένη80 να γαμήση;
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Φρόνιμοι αν είσθε άνδρες, πιάστε τα φορέματά σας,
        [ρίχτε τα καλά μπροστά σας],
μήπως σας ιδή κανένας [Αθηναίος κουνενές]
από κείνους, όπου κόβουν των Ερμών81 τις μπροστινές!
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ (διευθετών τα ιμάτιά του)

 
Ω, μα τον Δία, βέβαια· μιλείς με τα σωστά σου.
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ (ωσαύτως)

 
Μα τους θεούς, σωστά· κ’ εγώ τα κατεβάζω, – στάσου·
        [καλά και που το μάθαμε.]
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Χαίρετε, άνδρες Λάκωνες! πολύ κακά την πάθαμε!
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ (ο Κορυφαίος προς ένα εκ των λοιπών)

 
Τι συφορά, πολύχαρε, και αν μας είδαν έτσι
καταγδαρμένο να ’χουμε [αυτό το σκυλοπέτσι.]
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Λοιπόν ελάτε, Λάκωνες, να μας ειπήτε τώρα
        γιατ’ ήλθατε στη χώρα;
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
        Πρέσβεις για την ειρήνη.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Λαμπρά· καθ’ ένας κι από μας πολύ σωστά την κρίνει.
Γιατί να μη φωνάξουμε λοιπόν τη Λυσιστράτη,
οπού αυτή στο ζήτημα μπορεί να κάνη κάτι;
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
Μα τους θεούς, καλέστε τη.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
                        Δεν φαίνεται για να ’χη
ανάγκη από προσκάλεσμα· να που ’ρχεται μονάχη.
 

(Η ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ κατέρχεται εκ της Ακροπόλεως εις την σκηνήν)

ΣΚΗΝΗ Β΄

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Απ’ τις γυναίκες [τούτου του καιρού,]
        γειά σου, εσύ, η πειό παλληκαρού!
        γίνου σεμνή, αχρεία, τρομερή,
        παμπόνηρη, καλή και τρυφερή,
        γιατί, κ’ οι πρώτοι Έλληνες μπροστά σου
        έγειναν δούλοι απ’ τα θέλγητρά σου,
        και έρχονται σε σένα με χαρά τους
        να λύσης κάθε μιά διαφορά τους.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Ειν’ εύκολον, αφού φωτιές ανάφτουν στο κορμί τους
που να τις σβύσουν δεν μπορούνστο αναμεταξύ τους!
Γρήγορα θα διορθωθή [και με καλό θα βγή].
        Πού είν’ η Συνδιαλλαγή;82
(Προσέρχεται μια εκ των γυναικών)
Φέρε μου συ τους Λάκωνας με χέρι τρυφερό,
κι όχι με την αυθάδεια,–οπού δεν χάνουνε καιρό
οι άνδρες μας να δείξουνε,–[και ούτε με κακία,]
μα όπως πρέπει, φιλικά, σε φύσι γυναικεία.
Μα κι αν κανέναν απ’ αυτούς τον βρης ασυγκατάβατον,
        απ’ την ψωλή του τράβα τον!
(Προς ετέραν γυναίκα)
-Φέρε τους Αθηναίους συ, κι αν σ’ αρνηθούν το χέρι τους,
πιάσ’ τους και συ και τράβα τους από τα ίδια μέρη τους
(Η πρώτη γυνή οδηγεί τον Κορυφαίον του χορού των Λακεδαιμονίων.
Η δε δευτέρα τον Κορυφαίον του χορού των Αθηναίων, ους
ακολουθούσιν οι λοιποί)
-Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! σταθήτ’ εδώ κοντά μου·
--κ’ οι άλλοι σεις, ακούσατε τα λόγια τα δικά μου.
Γυναίκα είμαι, βλέπετε, μα ’χω γερό μυαλό,
κ’ η κάθε μιά ιδέα μου εβγήκε σε καλό,
γιατί δεν μ’ αναπτύξανε ως σήμερα κακά
        τα λόγια τα γεροντικά,
        και γνώσεις μου ’δωκαν πολλές–
        οι πατρικές οι συμβουλές.
Σαν έτυχε στα χέρια μου να είσθε μιά φορά,
        θα σας μιλήσω φανερά
        και με χωρίς χατήρια:
Τους ίδιους έχουμε βωμούς, τα ίδια ραντιστήρια,
και όλ’ οι άνθρωποι μαζύ μάς είδανε σαν αδελφούς
στην Ολυμπία πάντοτε, στις Θερμοπύλες,83 στους Δελφούς
        και σ’ άλλα τόσα μέρη
--να μη σας τα πολυλογώ,–που ο καθένας ξέρει.
Κ’ ενώ βαρβαρικός στρατός συγκεντωμένος τώρα,
[που σύμμαχο τον έχετε,] βρίσκεται μεσ’ στη χώρα,
σεις πάτε εναντίον σας τα όπλα σας να στρέφετε,
        και πόλεις καταστρέφετε!
Ε το μισό του λόγου μου ετέλειωσ’ εδώ πέρα.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Κ’ εγώ εξεψωλιάστηκα, κακή ψυχρή μου μέρα!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Τώρα σ’ εσάς, ω Λάκωνες, το λόγο μου θα φέρω:
        [όπως κ’εγώ το ξέρω]
        και σεις το ξέρετ’ όλοι,
ο Περικλείδας84  μια φορά ο Λάκωνας, στην πόλι
των Αθηνών πως έφθασεν ωχρός και ικετεύοντας,
και στους βωμούς εκάθησε στρατεύματα γυρεύοντας.
Είχατε τότε πόλεμον εσείς με τη Μεσσήνη,
        μα και σεισμοί είχαν γίνη.
Πήρε χιλιάδες τέσσαρες ο Κίμωνας οπλίτες
και ήλθε και σας έσωσε και πόλι και πολίτες.
Αφού λοιπόν τέτοιο καλό σας κάναμε, πώς τώρα
σεις φέρνετε καταστροφές μεσ’ στη δική μας χώρα;
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Μα το Θεό! μας αδικούν αυτοί, ω Λυσιστράτη!
 

ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΣ

 
Σας αδικούμε; μα και σεις εβάλατε στο μάτι
        έναν ωραίο κώλο85
[και θαυμαστό, και κάνατε γι’ αυτόν τον πόλεμ’ όλο.]
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (προς τους Αθηναίους)

 
Μα και σας τους Αθηναίους, τι θαρρείτε; θα θελήσω
        δίχως έλεγχο ν’ αφήσω;
Δεν το ξέρετ’ εσείς τάχα, πως οι Λάκωνες μια μέρα
με τους δουλικούς χιτώνας εσκοτώσαν εδώ πέρα
        τους εχθρούς τους Θεσσαλούς,
που τους είχεν ο Ιππίας, κι άλλους σύμμαχους πολλούς,
        κ’ έδωκαν ελευτεριά,
με τα δόρατα μονάχοι πολεμώντας τα βαρηά;
κ’ έτσι ο δήμος, που του δούλου τον χιτώνα είχε βάλη,
της ελευτεριάς τη χλαίνα ξαναφόρεσε και πάλι.
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
Δεν είδα αγαθώτερη γυναίκα ως την ώρα.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Κ’ εγώ κομμάτι πειό καλό δεν είχα ιδή ως τώρα.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Αφού λοιπόν τόσα καλά εδώσατε κ’ ελάβατε,
πώς πολεμάτε;–και γιατί την έχθρα δεν την παύετε;
και πώς δεν κατωρθώσατε να συμφιλιωθούμε;
ποιο ήταν το εμπόδιο λοιπόν; για να το ιδούμε.
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
Μα την ειρήνη σήμερα κ’ εμείς τη θέλουμ’ όλοι,
φθάνει να ξαναπάρουμε τη στρογγυλή την πόλι.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
 
Φίλε, ποια πόλι στρογγυλή;
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
                Να, θέλουμε την Πύλο
όπου την ψηλαφίζουμε τόσο καιρό.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
                                [Το φίλο!]
Α, μα τον Ποσειδώνα μας, αυτό που δεν θα γίνη.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (προς τον Αθηναίον)

 
Όχι, καλέ μου, άφησε δική τους να απομείνη.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Τότε λοιπόν πού ταραχές θα κάνουμε μεγάλες;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Αντί της Πύλου πάλι σεις ζητείτε πόλεις άλλες.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Καλά, τον Εχινούντα85 κ’ εγώ θα του ζητήσω,
του κόλπου του Μαλιακού, που έχει, τ’από πίσω,
τα [τείχη] τα Μεγαρικά, τα σκέληα [ όπως λένε]…
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
Μα όχι πάλι κι’ όλ’ αυτά που θέλεις, λυσσασμένε!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Αφήστε, δεν μας μέλει
        και τόσο για τα σκέλη.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Θέλω και γρήγορα τη γη γδυτός να την οργώσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
Και κοπριά προτήτερα να την καταφορτώσω.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Ε, όλα θα τα φτιάσετε,
        φιλίες όταν πιάσετε.
Μα όλ’ αυτά κι αν θέλετε να γίνουνε, σκεφθήτε,
να πάτε στους συμμάχους σας τη σκέψι σας να πήτε.
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
        Βρε, ποιους συμμάχους, αδελφή;
        εμάς μας γίνηκε καρφί!
        Και τι έχεις νομίση,
πως επειδ’ είναι σύμμαχοι δεν θέλουν το γαμήσι;
 

ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ

 
        Μα τους θεούς! [τι λες εκεί!]
        το θέλουν φίλοι και δικοί!
 

Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Μα το θεό! το θέλουνε κι αυτοί από την Κάρυστο,
[που ’ναι δικοί μας σύμμαχοι και μ’ εργαλείον άριστο.]86
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Πολύ σωστά. Τώρα λοιπόν καθαρισθήτε όλοι,
        και γρήγορα στην πόλι
        καθείς θα φιλοξενηθή
απ’ τις γυναίκες, μ’ ό,τι πειά μεσ’ στα καλάθια μας βρεθή.
Και πίστιν αφού δώσετε και όρκον υψηλό,
πέρτε τις γυναικούλες σας να πάτε στο καλό.
Εμπρός πηγαίνουμε λοιπόν.
 

ΛΑΚΩΝ

 
                Πηγαίνουμ’ όπου αγαπάς.
 

ΑΘΗΝΑΙΟΣ

 
Ω, μα το Δία! γρήγορα όσο μπορείς να πας.
 

(Εξέρχονται όλοι πλην του Χορού Γερόντων και Γυναικών)

72«Δια το αιδοίον αυτού μέγα είναι, εξέτεινε τα ιμάτια τη χειρί· ο δε είπε, δόρυ έχεις» (Σχολιαστής)
73Πελλήνη: πόλις της Αχαΐας την οποίαν διεξεδίκουν Αθηναίοι και Λακεδαιμίνιοι κατά την εποχήν του πολέμου, συγχρόνως δε και γνωστή ωραία εταίρα εν Αθήναις.
74Η Τρικόρυθος: δήμος και χωρίον της εν τη Αττική Τετραπόλεως πλησίον του Μαραθώνος, ανήκον εις την Αιαντίδα φυλήν.
75Εκωμωδούντο οι Καρύστιοι ως μοιχοί, ως και αλλαχού παρ’ Αριστοφάνει.
76«Δελφάκιον»: εννοεί το χοιρίδιον και το γυναικείον αιδοίον.
77Επέρχεται απροόπτως δια της φράσεως «ίσως δ’ η θύρα κεκλείσεται», ήτις, κατόπιν των προηγουμένων επαγγελιών, αντιστοιχεί περίπου προς την ανωτέρω σύγχρονον δημοτικήν.
78Τα αγάλματα του Ερμού έφερον συνήθως το αιδοίον τερατώδες και εντεταμένον.
79Χάριν του κωμικού ειρμού ο Α΄Αθηναίος δύναται να είνε αυτός ο Κινησίας.
80Υιός του Σιβυρτίου, κωμωδούμενος επί θηλυπρεπεία
81«Ερμοκοπίδαι». Τέσσερα έτη προ της συγγραφής του έργου τούτου, κατά τας παραμονάς του πλου εις Σικελίαν, ηκρωτηρίασαν δια νυκτός τους Ερμάς, τους ευρισκομένους προ των θυρών των οικιών.
82Από το μέρος τούτο η κωμωδία ονομάζεται και «Διαλλαγαί»
83«Εν Πύλαις»: εννοεί τας Θερμοπύλας, όπου έπεμπον τους λεγόμενους ιερομνήμονας.
84Πρεσβευτής των Λακεδαιμονίων, ελθών εις Αθήνας δια να ζητήση στρατόν κατά των ειλώτων, αποστατησάντων εις την Ιθώμην.
85«Αλλ’ ο πρωκτός άφατος και καλός»: κατά την γνώμη του σοφού διδασκάλου του γένους Νεοφύτου Δούκα, ο Αριστοφάνης υπονοεί εδώ την Ασπασίαν, χάριν της οποίας εγένετο το ψήφισμα των Μεγαρέων· εκ τούτου εξεράγη ο πόλεμος, του οποίου αίτιος ήτο ο Περικλής, εραστής της Ασπασίας· εννοεί δ’ ο Λάκων: Ηδικήσαμεν ημείς, αλλά και σεις ηδικήσατε χάριν του θαυμαστού πρωκτού της Ασπασίας.
86«Ελέγετο μοιχούς είναι τους Καρυστίους…» (Σχολιαστής)

Другие книги автора

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»