Бесплатно

Λυσιστράτη

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΣΚΗΝΗ Β΄56

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ – ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ (ΓΡΑΙΩΝ)

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Άκουσ’ ένα παραμύθι από το δικό μου στόμα,
που ’χα μιά φοράν ακούση, πού ’μουνα παιδί ακόμα.
Λοιπόν ήταν ένας νέος, Μελανίων57 τ’ όνομά του,
μια φορά, όπου το γάμο δεν τον ήθελ’ η καρδιά του,
και την ερημιά επήρε και τα όρη εκατοικούσε·
είχε και σκυλλί και δίχτυ και λαγούς εκυνηγούσε.
Λοιπόν έτσι, τις γυναίκες είχε τόσο σιχαθή,
που σε πόλι και σε σπίτι δεν μπορούσε να σταθή,–
μα κοντεύω κι από κείνον πειό πολύ να σε μισήσω·
μολαταύτα σαν να θέλω, βρε γρηά, να σε φιλήσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Αλλ΄ανάγκη πειά δεν θα ’χης από κρομμυδιού κομμάτια
        να σου κλάψουνε τα μάτια.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Και το πόδι θα σηκώσω
        με κλωτσιές να σε φορτώσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
        Βλέπω που ’χεις κρεμασμένη
        γενειάδα φυτρωμένη.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Μα κι αυτός ο Μυρωνίδης58 τους εχθρούς εφόβιζ’ όλους
        με τους μαύρους του τους κώλους
και με την τραχειά του όψι,–όπως  κάνει κι ο Φορμίων.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Αφού είπες συ εκείνο, που ’καμεν ο Μελανίων,
        έχω και εγώ σκοπό
        ένα μύθο να σου ειπώ;
Κάποιος Τίμων59 είχε ζήση, με μορφή σκουντουφλιασμένη,
λες και ήτανε μ’ αγκάθια γύρω-γύρω της φραγμένη,
όπως βράχος Ερινύων. Ε, λοιπόν, αυτός ο Τίμων
έφυγεν από το πλήθος των κακών και των ατίμων.
Τους αχρείους, όπως είσθε, είχε σιχαθή κι αυτός,–
κι όμως ήταν στις γυναίκες τρυφερός κι αγαπητός.–
        Τη μασσέλα θα σου σπάσω!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
Καλέ σώπα! μην το κάνης,–κι απ’ το φόβο θα τα χάσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Να, τα σκέλια θα σηκώσω και θα σε κλωτσήσω.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
                                Κτύπα!
        να σου ιδούμε και την τρύπα.
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Τώρα στα γεράματά μου δεν θα ιδής αυτήν τη χάρι,
γιατί τό ’χω μαδημένο σαν να τό ’καψε λυχνάρι.
 

ΣΚΗΝΗ Γ΄

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ, ΓΥΝΗ Α΄και ΜΥΡΡΙΝΗ

(επί του τείχους)

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Ε, ε! γυναίκες! γρήγορα ελάτ’ εδώ!
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
                                        Τι τρέχει;
ποιος είν’ αυτός ο θόρυβος, και ποιάν αιτίαν έχει;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Να! βλέπω άνδρα που τραβά εδώ στο τείχος ίσα·
τον έχει πιάση, φαίνεται, για τις γυναίκες λύσσα.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Συ, των Κυθήρων η θεά, [η αφρογεννημένη,]
που ’σαι στην Πάφο [λατρευτή], στην Κύπρο [δοξασμένη],
σ’ αυτόν τον δρόμο που άνοιξες, δύναμι τώρα δίνε
να πάρη τον ανήφορο.
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
                Ποιος έρχεται; πού είνε;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Εκεί στης Χλόης60 το ιερό επρόβαλε τρεχάτος,
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
        Ω, μα το Δία! να τος!
 

ΓΥΝΗ Α΄

 
Ποιος να ’νε;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Τον γνωρίζετε καμμιά από σας; για ιδήτε.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
        Τον ξέρω· για αταθήτε·
αυτός είνε ο άνδρας μου, ο Κινησίας.61
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                                Έλα,
ψήσε τον, στριφογύριστ’ τον, δείξε πως έχεις τρέλλα
γι’ αυτόν, πως δεν τον αγαπάς κατόπιν, κι ό,τι άλλο,
όξ’ απ’ αυτό που δώσαμε τον όρκο τον μεγάλο.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Α! μη σε μέλη κ’ έννοια σου·  κουνούπι θα του γίνω.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Κ’ εγώ μαζύ θα μείνω
να του σηκώσω τα μυαλά και να τον ξεροψήσω.
(Προς τας λοιπάς)
        Πηγαίνετε πειό πίσω.
(Άπασαι αι επί του τείχους γυναίκες και η Μυρρίνη κρύπτονται).
 

ΣΚΗΝΗ Δ΄

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ – ΚΙΝΗΣΙΑΣ

ΚΙΝΗΣΙΑΣ (ερχόμενος κάτωθεν του τείχους):

 
Πω, πω, πω! ο κακομοίρης! τι σπασμός που μ’ έχει πιάση,
λες και στον τροχό με δέσαν.
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Ε! τις ει! που ’χεις περάση
μεσ’ στους φύλακας;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Εγώ, είμαι!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Άνδρας είσαι;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Άνδρας, πώς;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Δεν θα φύγεις;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
        Τ’ είσαι τάχα συ που μου το λες;
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                                Σκοπός
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Φώναξέ μου τη Μυρρίνη να βγή έξω, στο θεό σου!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Άκου! θέλει τη Μυρρίνη να φωνάξω! σε καλό σου!
Και του λόγου σου ποιος είσαι, [όπου προσταγές μας δίδεις;]
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Είμ’ ο άνδρας ο δικός της, – Κινησίας Πεονίδης.62
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
        Συ ’σαι, φίλτατέ μου; Γειά σου!
        κάθε μιά μας τ’ όνομά σου,
όχι και με δίχως δόξα εδώ πέρα το γνωρίζει·
η γυναίκα σου στο στόμα το ’χει και το πιπιλίζει,
        κ’ είτ’ αυγό καρτεί στο χέρι
είτε μήλο, το φυλάει πάντοτε να το προσφέρη
στον καλό της Κινησία, [που τον άφησε στο σπίτι.]
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Αχ! για το θεό! [χρυσό μου!]
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                        Ω, ναι, μα την Αφροδίτη!
Κι αν συμβή καμμιά κουβέντα για τους άνδρες μας να γίνη,
        πάντοτε μας λέει εκείνη:
        «[όλ’ αυτά που λέτ’ αλήθεια],
μα μπροστά στον Κινησία είνε όλοι κολοκύθια!».
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
 
Τρέχα, τρέχα φώναξέ τη!
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
                Κάτι τι δεν θα θελήσης
        και σ’ εμένα να χαρίσης;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ (χειρονομών καταλλήλως)63
Άκου λέει! Μα τον Δία, να το θέλης μόνο φθάνει·
τούτο μού ’τυχε να έχω, – σου το δίνω [αν σου κάνει].
 

ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ

 
Στάσου λίγο· κατεβαίνω να σου την φωνάξω τώρα.
(Εισέρχεται)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Τρέχα γρήγορα και φερ’ τη· γιατί αχ! από την ώρα
που μου έφυγε απ’ το σπίτι [κι από μένα μένει χώρια],
στη ζωή δεν βρίσκω χάρι… μπαίνω μέσα, στενοχώρια…
όλα έχουνε ρημάξη…
άνοστο και το φαΐ μου… κι απ’ την καύλα έχω λυσσάξη!
(Εξέρχεται η Μυρρίνη εις το τείχος)
 

ΣΚΗΝΗ Ε΄

ΜΥΡΡΙΝΗ – ΚΙΝΗΣΙΑΣ

ΜΥΡΡΙΝΗ (ωσεί μονολογούσα)

 
Τον αγαπώ, τον αγαπώ, κι όμως αυτός δεν θέλει
καθόλου την αγάπη μου· λοιπόν σαν δεν τον μέλη,
τι μ’ έφερες εδώ γι’ αυτόν;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                        Γλυκό μου Μυρρηνάκι!
Γιατί μου κλείσθηκες αυτού; [έλα μ’ εμέ λιγάκι].
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Κάτω εγώ;! μα τον θεό, ούτε στο νου το βάζω.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Μυρρίνη! πώς; δεν έρχεσαι σ’ εμέ, που σε φωνάζω;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Ανάγκες από μένα συ δεν έχεις πειά πολλές.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Δεν έχω ανάγκη εγώ για σε; [Μα τ’ είν’ αυτά που λες;]
Εγώ εκαταστράφηκα χωρίς εσέ.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
                        Θα φύγω.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Στάσου ακόμα λίγο.
(Σπεύδει εις τα παρασκήνια και οδηγεί υπηρέτην φέροντα παιδίον.)
Άκουσε το παιδάκι μας.
(Προς το παιδίον)
                Τι στέκεσαι, βρε βλάκα;
φώναξε τη μαμάκα σου.
 

ΤΟ ΠΑΙΔΙΟΝ

 
                Μαμάκα μου! μαμάκα!64
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Βρε συ! μα ούτε το παιδί λυπάσαι, σαν μητέρα,
που ’ν’ άπλυτο και αβύζαχτο για έκτη τώρα μέρα;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Εγώ λυπάμαι το παιδί· μα ’κείνος όπου μένει
σκληρός, είν’ ο πατέρας του.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                        Μωρή δαιμονισμένη!
κατέβα χάριν του παιδιού!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
                        Η μάννα δεν ξεχνάει
το σπλάχνο της· ας κατεβώ· τι τάχα θα μου κάνη;
(Εισέρχεται)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Μωρέ, αυτή μου φαίνεται πειό νηά ότι τη βρήκα,
και τώρα έχει πειό πολλή μεσ’ στη ματιά της γλύκα·
κι όσο μου κάνει αντίστασι, κι όσο μου κάνει νάζι,
τόσο του πόθου τις φωτιές μεσ’ στην καρδιά μου βάζει.
ΜΥΡΡΙΝΗ (εξέρχεται εκ του παρασκηνίου και σπεύδει προς το παιδίον)
Γλυκό παιδί, ενός μπαμπά με διεστραμμένη φύσι!
έλα στη μητερίτσα σου να σε γλυκοφιλήση.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ (συλλαμβάνων αυτήν)

 
Παληογυναίκα συ! γιατί σε πείσανε οι άλλες,
και φασαρίες άνοιξες στον άνδρα σου μεγάλες,
που έτσι βλάπτεσαι και συ, κ’ εκείνος υποφέρει;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Παρακαλώ! μη ακουμπάς επάνω μου το χέρι!
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Κι άφησες τόσα πράγματα έρμα στο σπίτι χάμου
        δικά σου και δικά μου;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Μπά, δε με μέλει τέσσερα.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                                Βρε μίλα λογικά·
και τα κοκκόρια που τρυπούν τα [δόλια] πανικά;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Ας τα τρυπούν.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
        Τόσον καιρό που λείπεις απ’ το σπίτι,
θυσία πειά δεν έκαμες καμμιά στην Αφροδίτη.
Λοιπόν δεν θα ρθης σπίτι σου;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
                        Α, τούτο δεν θα γίνη,
εάν δεν παύση ο πόλεμος κι αν δεν κλεισθή ειρήνη.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Ησύχασε παρακαλώ·
κι αυτό θα γίνη γρήγορα, αν μας φανή καλό.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Ε, όταν σας φανή καλό, θα ρθω κι εγώ καντά σου·
μα όρκο τώρα έκανα [και κάτω τα ξερά σου!]
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Καλά· μα έλα μιά στιγμή να πέσουμ’ εδώ πάνω.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Δεν λέγω πως δεν σ’ αγαπώ,–μα όχι δεν το κάνω.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Αχ, μ’ αγαπάς; λοιπόν γιατί δεν πέφτεις, Μυρρινάκι,
                μαζύ μ’ εμέ λιγάκι;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Γελοίε! τέτοια πράγματα, και στο παιδί μπροστά;!
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Μα το θεό! πολύ σωστά!
(Προς τον υπηρέτην)
– Μωρέ Μανή!65 παρ’ το παιδί και πήγαινε στη χώρα
(Ο υπηρέτης απέρχεται)
– Να, έφυγε και το παιδί, ε, δεν θα πέσης τώρα;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Δύστυχε! πού θα κάνουμε λοιπόν τέτοια δουλειά;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Θα ’νε καλά μες στου Πανός να πάμε τη σπηλιά.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Και απ΄αυτό τ’ αμάρτημα ποιος θα με καθαρίση;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Και στης Κλεψύδρας66 μια στιγμή δεν πλύνεσαι τη βρύση;
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Βρε δυστυχή! ωρκίσθηκα και θα γενής αιτία
να γίνω και επίορκος.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Σ’ εμέ κ’ η αμαρτία.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Στάσου τουλάχιστον να βρω κανένα κρεββατάκι.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Μπα! δεν βαρυέσαι; πέφτουμε και χάμου για λιγάκι.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Τι λες; Μα τον Απόλλωνα, σαν το δικό σου σώμα
ποτέ δεν θα παραδεχθώ να κυλισθή στο χώμα.
(Απέρχεται)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Τούτ’ η γυναίκα η καψερή
                μου έχει αγάπη φοβερή.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ (κατερχομένη με δυο δίποδα ηνωμένα δια πανίου)

 
                Να, πέσε και ξαπλώσου,
και τώρα θα γδυθώ κ’ εγώ [και θά ρθω στο πλευρό σου].
(Προσποιείται ότι εκδύεται και αίφνης ανακόπτεται)
Μπα! είδες που εξέχασα να φέρω τα ψαθί;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Αφ’ το κι ας λείψη το ψαθί· ας πάη να χαθή!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Α, όχι μα την Άρτεμι· αυτό δεν θα το κάνω
        μεσ’ στο πανί απάνω.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
        Έλα να σε φιλήσω!
 

(Η ΜΥΡΡΙΝΗ πλησιάζει και την φιλεί)

 
Μπω, μπω! τρομάρες!..... γρήγορα να μου γυρίσης πίσω!
 

Η ΜΥΡΡΙΝΗ απέρχεται και επανέρχεται αμέσως κομίζουσα ψάθαν

 
Να ψάθα· πέσε, να γδυθώ.
(Προσποιείται ότι εκδύεται και ανακόπτεται)
                        Ω η οργή να πάρη!
                δεν έχεις μαξιλάρι!
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Δεν έχω ανάγκη απ’ αυτό.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
                        Α! έχω και πολλή.
(Φεύγει)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                Αχ! τούτη η ψωλή
τον Ηρακλή,67 ως φαίνεται, θα έχη μουσαφίρη,
[που τελευταίος έφθανε στο κάθε πανηγύρι.]
ΜΥΡΡΙΝΗ επανέρχεται φέρουσα προσκεφάλαιον
Σήκω απάνω! πήδησε!
(Τοποθετεί το προσκεφάλαιον)
                Έ, όλα τα ’χεις τώρα.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Όλα, χρυσό μου! έλα πειά, [μη χάνουμε την ώρα.]
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Να ξεκουμπώσω μια στιγμή την πόρπη· μη ξεχάσης
και για τη συμφιλίωσι, που είπες, με γελάσης.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Αν το ξεχάσω, να χαθώ!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
        Κουβέρτα που δεν έχεις;
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
        Ουφ! τώρα πού να τρέχης
        [και πάλι σούρτα φέρτα
        να πας να βρης κουβέρτα;]
Κουβέρτες δεν χρειάζομαι,– μα θέλω να γαμήσω.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Κι αυτό θα γίνη· μια στιγμή και πάλι θα γυρίσω.
(Φεύγει)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
        Μωρέ αυτό το θηλυκό
μου φτιάνει με τα στρώματα περσσότερο κακό!
ΜΥΡΡΙΝΗ (φέρουσα σκέπασμα)
Ε, σήκω τώρα μια στιγμή [ν’ αναπαυθής καλύτερα]
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ68

 
Δεν βλέπεις που σηκώθηκε ετούτο μου προτήτερα!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Θέλεις και λίγες μυρουδιές [να σού ρθουνε στη μύτη;]
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
Όχι, μα τον Απόλλωνα!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
                Α, μα την Αφροδίτη,
        [θα μου μοσχομυρίσης]
        θελήσης, δεν θελήσης.
(Εξάγει φιαλίδιον)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
 
Αφέντη Δία! δώσε μιά και χύσε το ευθύς!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Άπλωσ’ το χέρι σου λοιπόν και πάρε ν’ αλειφθής.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ (αλειφόμενος δια του μύρου)

 
        Μα τον Απόλλωνα! κι αυτό
όταν μας τρώει τον καιρό, είν’ άνοστο και περιττό,
κι όταν δεν έρχεται μαζύ [με τη δική του ευωδιά,]
        του γαμησιού η μυρουδιά!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
        Πω, πω! η κακομοίρα!
τι έπαθα! σου έφερα, καλέ της Ρόδου μύρα.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
        Είνε κι’ αυτό καλό πολύ·
        άφησε τ’ άλλα, βρε τρελλή.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Για πες μου! αστειεύεσαι;
(Φεύγει ταχέως)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                        Κακή και μαύρη μοίρα,
σ’ αυτόν που του κατέβηκε να πρωτοφτιάση μύρα!
 

ΜΥΡΡΙΝΗ (επανερχομένη με φιαλίδιον)

 
Πάρε το μπουκαλάκι αυτό.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ

 
                        Μα έχω μια μπουκάλα!69
έλα μου δω να ξαπλωθής και μη μου φέρνης άλλα.
 

ΜΥΡΡΙΝΗ

 
Βέβαια, μα την Άτεμι· αυτό κ’ εγώ θα κάνω·
        να, τα παπούτσια βγάνω.
Αλλ’ όμως, φιλαράκο μου, το είπες και θα γίνη·
θα δώσης ψήφο γρήγορα και συ για την ειρήνη.
(Φεύγει ταχέως)
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ (πίπτων επί της κλίνης)

 
Καλά αυτό θα το σκεφθώ.
(Βλέπων την Μυρρίνην φεύγουσαν)
                        Τρανή μου συμφορά!
πάει η γυναίκα! κι όλ’ αυτά μου τ’ άφησε ξερά!
Πω, πω κακό που το ’παθα! ποιάν θα γαμήσω τώρα,
που η πειό καλή μ’ εγέλασε απ’ όσες έχ’ η χώρα;
Μια παραμάννα πώς θα βρω τώρα γι’ αυτή,70[και πού;…]
        Πού είσαι, μωρή σκυλλαλεπού!.....71
        στείλ’ της τουλάχιστον κοντά
        μιά παραμάνα και νταντά!......
(Εισέρχονται εκατέρωθεν οι Χοροί)
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Σε βασανίζει, δυδτυχή!
        κακό μεγάλο στην ψυχή,
        όπου κ’ εμέ ταράττει,
        για τούτη την απάτη.
Ποια νεφρά μπορούν ν’ ανθέξουν, [στο σκληρό αυτό παιγνίδι;]
και ποια μέση [θα κρατήση], ποια ψυχή και ποιο αρχίδι;
ποιο θ’ ανθέξει κωλονούρι, που με δύναμι τεντώνει,
        το πρωί να μη πλακώνη;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ (επί της κλίνης)
        Ζευ πατέρα! δεν αντέχω!
        τι τινάγματα που έχω!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Να, τι σου ’φτιασεν ακόμα
        η αχρεία και η βρώμα!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
Ναι, μα είνε φιλαινάδα όλο χάρι κι όλο γλύκα.
 

ΚΙΝΗΣΙΑΣ (εγειρόμενος της κλίνης)

 
Βρε ποια γλύκα! σιχαμένη και σαχλή πάντα τη βρήκα!
 

ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

 
        Ω Ζευ! ανεμοστρόβιλο γερό
        κ’ ένα τυφώνα στείλε καυτερό,
        κι ανέβασ’ τες με δύναμι τρανή
        ψηλά, σαν του αχύρου το κλωνί,
        και στριφογύρισέ τες με οργή,
        και δωσ’ τους μιά να πέσουνε στη γη,
        και να ’ρθουν με δύναμη πολλή
        να καρφωθούν επάνω στην ψωλή!
 

ΑΥΛΑΙΑ

56Η σκηνή αύτη δύναται και να παραλειφθή κατά την από θεάτρου διδασκαλίαν.
57Μελανίων ή Μειλανίων, σύζυγος της Αταλάντης, μεταμορφωθείς εις λέοντα. Ενταύθα αναγράφει τον μύθον προς ειρωνείαν, διότι ο Μελανίων, συναντηθείς μετά της Αταλάντης εις κυνήγιον επί των ορέων της Αρκαδίας, την κατεδίωξε και την εβίασεν.
58Μυρωνίδης και Φορμίων. Γενναίοι στρατηγοί. Τους μελαμπύγους εθεώρουν γενναίους, τουναντίον δε δειλούς και θηλυπρεπείς τους λευκοπύγους.
59Τίμων ο Μισάνθρωπος: ούτος αποφεύγων τους ανθρώπους, κατέφυγεν εις ερημικά μέρη· καταπεσών δε από απιδέαν και μη θέλων να προσκαλέση ιατρόν να περιποιηθή το τραύμα του, απέθανεν εκ γαγγραίνης, ο δε τάφος του κατεκλύσθη υπό της θαλάσσης επί της οδού της οδηγούσης από Πειραιώς εις Σούνιον.
60Ιερόν της Δήμητρος εν τη Ακροπόλει, εν τω οποίω ήγον εορτήν και εθυσίαζον κατά τον μήνα Θεργηλιώνα (Μάιον).
61Διακωμωδεί τον αυτόν Κινησίαν τον διθυραμβοποιόν, ως επιρρεπή εις την ηδονήν, περί ου μακρός ο λόγος εις τους «Όρνιθας».
62Λογοπαίγνιον προς το πέος, και τούτο ίνα ταυτοχρόνως διαβάλη αυτόν ως μη καταγόμενον από κανένα αθηναϊκόν δήμον, και επομένως ως ξένον και Θράκα.
63«Το αιδοίον δείκνυσιν» (Σχολιαστής).
64«Μαμμία! μαμμία! μαμμία!»
65Σύνηθες παρ’ Αριστοφάνει όνομα υπηρέτου.
66Κλεψύδρα: κρήνη εν τη Ακροπόλει καλουμένη και Εμπιδώ· ωνομάσθη ούτω, διότι άλλοτε επλημμύρει και άλλοτε εξηραίνετο.
67«Από παροιμίας, ως ο Ηρακλής, περιερχόμενος πάσαν γην, άλλη άλλοτε εξενίζετο, ούτω και το πέος τούτο, ουκέτι την οικείαν ευρίσκει καλύβην (Νεοφ. Δούκας)». Άλλως: ότι οι υποδεχόμενοι τον Ηρακλέα βραδύνουσιν, αδηφάγον όντα (Σχολιαστής).
68«Το αιδοίον δείκνυσι» (Σχολιαστής)
69«Το αιδοίόν φησι» (Σχολιαστής)
70«Το αιδοίον δείκνυσι»
71Εννοεί τον Φιλόστρατον τον επικαλούμενον Κυναλώπεκα, και πορνοβοσκόν όντα, παρά του οποίου ζητί γυναίκα.

Другие книги автора

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»