Бесплатно

Ιστορίες αλλόκοτες

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

– Προς Θεού! ανέκραξεν ο κ. Μαγιάρ στρέψας αμέσως το κάθισμά του και υψώσας τους βραχίονας προς τον ουρανόν. Θέλω να πιστεύσω ότι κακώς σας αντελήφθην. Δεν θέλετε να ισχυρισθήτε, ελπίζω, ότι ποτέ σας δεν ηκούσατε να ομιλούν περί του σοφού ιατρού Γκουντρόν και του περιφήμου καθηγητού Πλουμ!

Είμαι ηναγασμένος να ομολογήσω την άγνοιάν μου, απήντησα, διότι πρέπει να σεβασθώ προ παντός την αλήθειαν. Εν τούτοις σας βεβαιώ, ότι είμαι βαθέως ταπεινωμένος, διότι δεν εγνώρισα τας εργασίας των κυρίων αυτών, των οποίων δεν θέτω εν αμφιβόλω την μεγάλην αξίαν. Θα φροντίσω το ταχύτερον να ζητήσω τα έργα των και να τα μελετήσω μετά προσοχής και σκέψεως. Κύριε Μαγιάρ, οφείλω να ομολογήσω, με κάμνετε να αισχύνωμαι διά τον εαυτόν μου.

Και έλεγα αλήθειαν!

– Αρκεί πλέον, καλέ και έξοχε φίλε, είπε με καλωσύνην σφίξας και το χέρι μου. Ας πιούμε εις την περίστασιν αυτήν και ένα ποτήρι του Σωτέρν.

Ήπιαμε. Η συντροφιά ηκολούθησε το παράδειγμά μας, αλλά πολλαπλασιάζουσα αυτό. Όλος ο κόσμος εφλυαρούσεν, ηστειεύετο, εγέλα, έκαμνε χίλιες τρέλλες. Τα βιολιά εγρατσούνιζαν, το τύμπανον εκτυπούσε δυνατώτερα, τα τρομπόνια εμυκώντο καθώς οι ταύροι του Φαλάρητος εν μέσω των φλογών και η σκηνή καθισταμένη κατά το μάλλον και ήττον θορυβωδεστέρα, εφ' όσον ηυξάνετο η επίδρασις του οίνου, μετεβλήθη εις πανδαιμόνιον.

Κατά το διάστημα αυτό ο κ. Μαγιάρ και εγώ, έχοντες εμπρός μας φιάλας του Σωτέρν και του Κλω-Βουζώ, εξηκολουθήσαμεν την συνομιλίαν μας δυνατή τη φωνή. Μία λέξις απαγγελλομένη με τον συνήθη ήχον είχε τόσην πιθανότητα να γίνη ακουστή, όσον και το τραγούδι ενός ψαριού εις το βάθος του Νιαγάρα.

– Αλλά, κύριε, είπα κραυγάσας εις το αυτί του, μου ομιλήσατε ολίγον προ του γεύματος περί του κινδύνου, όστις προέκυπτεν από το παλαιόν σας σύστημα, το πράον. Ποίος είναι ούτος λοιπόν;

– Μάλιστα, απήντησεν, υπήρχον ενίοτε αληθείς κίνδυνοι. Δεν μπορεί κανείς να προΐδη τας ιδιοτροπίας των τρελλών και κατά την γνώμην μου, η οποία είναι και γνώμη του ιατρού Γκουντρόν και του καθηγητού Πλουμ, εν ουδεμία περιπτώσει είναι συνετόν να επιτρέπεται ο ελεύθερος περίπατος άνευ φυλάκων. Ένας τρελλός ημπορεί επί τινα χρόνον να ευρίσκεται εις την λεγομένην περίοδον ηρεμίας, αλλά πρέπει πάντα να περιμένη κανείς ότι θα επανέλθη εις την περίοδον της αταξίας. Εξ άλλου η πονηρία του είναι κυριολεκτικώς παροιμιώδης. Του περνά μία ιδέα από το κεφάλι; αποκρύπτει τα σχέδιά του με θαυμαστήν επιτηδειότητα· η τέχνη με την οποίαν παραβιάζει την φρόνησιν αποτελεί διά την ψυχολογίαν ένα από τα μοναδικά προβλήματα, τα οποία παρουσιάζει η μελέτη της ανθρωπίνης ψυχής. Όταν ένας τρελλός σας φαίνεται πολύ φρόνιμος, πιστεύσατέ με ότι είναι καιρός να του φορέσετε τον ζουρλαμανδύαν.

– Αλλ' ο κίνδυνος περί του οποίου μου ωμιλήσατε, αγαπητέ μου κύριε; Η ατομική σας πείρα, αφ' ότου διευθύνετε το κατάστημα τούτο, σας παρέσχεν αποχρώντα λόγον να σκεφθήτε ότι είναι επικίνδυνον ν' αφήσετε ελεύθερον ένα τρελλόν;

– Εδώ; . . . Η ιδική μου πείρα; Αι, λοιπόν, σας απαντώ, ναι! Παραδείγματος χάριν : δεν είναι πολύς καιρός που συνέβη ένα παράδοξον γεγονός εις τον οίκον αυτόν. Το πράον σύστημα, γνωρίζετε, ήτο τότε εν ισχύι και οι τρελλοί ήσαν ατομικώς ελεύθεροι. Εφέροντο με τέτοιαν αξιοπαρατήρητον φρονιμάδα, ώστε ημπορούσε κανείς να σκεφθή ότι ούτοι εβυσσοδόμουν κανέν διαβολικόν σχέδιον. Και πράγματι, μίαν ωραίαν πρωίαν οι φύλακες ευρέθησαν δεμένοι χειροπόδαρα και κλεισμένοι μέσα εις τα κελλία, όπου εφυλάσσοντο ως τρελλοί από αυτούς τους ιδίους τους τρελλούς, οικειοποιηθέντας καθήκοντα φυλάκων.

– Ω! το παραφουσκώνετε! Ποτέ μου δεν ήκουσα μίαν τόσον απίθανον ιστορίαν.

– Και εν τούτοις είναι αλήθεια! Όλα αυτά από το λάθος ενός τρελλού, ο οποίος εφαντάσθη – δεν ξεύρω πώς – ότι εφεύρε το καλύτερον σύστημα, πρωτοφανές μέχρι τούδε. – Εννοείτε το καλύτερον σύστημα της διοικήσεως των τρελλών. – Ήθελεν αναμφιβόλως να δοκιμάση την εφεύρεσίν του και προς τον σκοπόν τούτον έπεισε και τους άλλους τρελλούς να συμπράξουν μετ' αυτού εις την κατάληψιν της αρχής.

– Και το κατάφερε;

– Βεβαίως … Και αποτέλεσμα τούτου ήτο η ανταλλαγή των καθηκόντων μεταξύ των επιτηρούντων και των επιτηρουμένων. Αλλ' η ανταλλαγή δεν υπήρξε δικαία, διότι οι μεν τρελλοί αφέθησαν ελεύθεροι, ενώ οι φύλακες ενεκλείσθησαν αυτοστιγμεί εις τα κελλία και έπαθαν . . . εντρέπομαι να το ομολογήσω.

– Υποθέτω ότι μία αντεπανάστασις δεν ήργησε ν' αναφυή. Η κατάστασις αυτή των πραγμάτων δεν ημπορούσε να διαρκέση επί πολύ. Οι χωρικοί των πέριξ, οι επισκέπται οι όποιοι ήρχοντο να ίδουν το κατάστημα, θα ειδοποίησαν τους αρμοδίους.

– Δεν εμαντεύσατε. Ο αρχηγός των ανταρτών ήτο πιο φανερός από ό,τι φαντάζεσθε. Δεν άφησε κανένα επισκέπτην να εισέλθη, εκτός ενός νέου, του οποίου το αρκετά βλακώδες πρόσωπον δεν ημπορούσε να του εμπνεύση την ελαχίστην ανησυχίαν. Του επέτρεψε να επισκεφθή το ίδρυμα απλώς διά να περάση η ώρα και διά να τον κοροϊδεύση λιγάκι. Αφού εγλέντησεν αρκετά μαζί του, τον άφησε να φύγη.

– Και πόσον διήρκεσε η βασιλεία των τρελλών;

– Ω! εβάσταξεν αρκετά! Ένα μήνα τουλάχιστον, ίσως και περισσότερον, δεν ενθυμούμαι καλά. Εν τω μεταξύ οι τρελλοί ήσαν όλο γλέντι. Έβγαλαν τα παληόρρουχά των και εφόρεσαν πολυτελή φορέματα και τα κοσμήματα, τα οποία εύρον εντός του πύργου. Ήνοιξαν τας πλουσίας οιναποθήκας και γνωρίζοντες να πίνουν καλά, εκολύμβησαν εις αυτάς. Επέρασαν ζωή και κόττα!

– Τις ήτο η ιδιαιτέρα θεραπεία, την οποίαν εφήρμοζεν ο αρχηγός των ανταρτών;

– Ως προς τούτο, σας επαναλαμβάνω, ένας τρελλός δεν στερείται κρίσεως, και, μα την πίστιν μου, η θεραπεία αύτη ήξιζε περισσότερον, κατά την γνώμην μου, από την παλαιάν εν χρήσει θεραπείαν. Ήτο σύστημα απολύτως τέλειον, απλούν, διαυγές, όχι επιβαρυντικόν, ένα πολύ ευχάριστον σύστημα . . . Ήτο . . .

Εις το σημείον τούτο αι πληροφορίαι του κ. Μαγιάρ διεκόπησαν αιφνιδίως από μίαν νέαν σειράν υλακών, ομοίων προς εκείνας, αι οποίαι προ ολίγου ήδη μας ετάραξαν. Αλλ' αι φωναί εφαίνοντο πλησιάζουσαι ταχύτατα.

– Θεέ μου, εφώναξα, οι τρελλοί θα έφυγαν βεβαίως . . .

– Φοβούμαι πολύ ότι δεν ευρίσκεσθε εις την αλήθειαν, είπεν ο κ.

Μαγιάρ καταστάς υπερβολικά ωχρός.

Μόλις ετελείωσε την φράσιν του, φωναί διαπεραστικαί και ύβρεις ηκούσθησαν κάτω από τα παράθυρα και ταυτοχρόνως εγένετο πασιφανές, ότι έξωθεν πολλά πρόσωπα απεπειρώντο να εισβάλλουν εις την αίθουσαν. Έσειον την θύραν κρούοντα αυτήν με μεγάλο σφυρί και τα παραθυρόφυλλα ετραβούντο προς τα έξω με καταπληκτικήν δύναμιν.

Επηκολούθησε σκηνή τρομεράς συγχύσεως. Ο κ. Μαγιάρ, προς μεγάλην μου έκπληξιν, εκρύφθη κάτω από τον μπουφέ, ενώ εγώ επερίμενα μεγαλυτέραν ψυχραιμίαν απ' αυτόν. Οι μουσικοί της ορχήστρας, οι οποίοι προ ενός τετάρτου εφαίνοντο τόσον μεθυσμένοι, ώστε να μη μπορούν να εξακολουθήσουν τα καθήκοντά των, ανετινάχθησαν εις τους πόδας των, ήρπασαν τα όργανά των, ανερριχήθησαν επί της τραπέζης και έπαιξαν τον εθνικόν ύμνον με υπεράνθρωπον δύναμιν, ουχί όμως και μουσικήν ακρίβειαν.

Εν τούτοις ο κύριος, τον οποίον με τόσην δυσκολίαν κατώρθωσαν να εμποδίσουν προηγουμένως να πηδήση επί της τραπέζης, ευρέθη επ' αυτής εν μέσω φιαλών και ποτηριών. Μόλις δε ετοποθετήθη ασφαλώς επ' αυτής ήρχισε να δημηγορή. Η δημηγορία του αύτη θα ήτο πιθανόν πολύ ωραία εάν ήτο δυνατόν να ακουσθή. Ταυτοχρόνως εκείνος που έδειχνε συμπάθειαν διά την τέχνην της σβούρας ήρχισε να στρέφεται περί εαυτόν και πέριξ της αιθούσης με μίαν πρωτοφανή ταχύτητα, έχων τους βραχίονας σταυρωμένους, κατ' ορθήν γωνίαν με το σώμα, ως εάν ήτο αληθινή σβούρα, και ωθών πάντας όσους συνήντα. Έπειτα μία ατελείωτος σειρά των Πουμ και των Πςς . . . ς, σαμπάνιας δηλαδή που ανοίγεται, με έκαμε ν' αντιληφθώ ότι ωφείλοντο εις τον κύριον, ο οποίος κατά την διάρκειαν του γεύματος έπαιξε ρόλον σαμπάνιας με τόσην λεπτότητα. Κατά το διάστημα τούτο ο άνθρωπος-βάτραχος εκόαζεν ως από τας νότας αυτάς να εξήρτα και την σωτηρίαν της ψυχής του. Όλον αυτόν τον δαιμονιώδη θόρυβον υπερενίκα ο ογκυθμός του όνου. Η παλαιά μου φίλη, η κυρία Ζοαγέλ, εφαίνετο τόσον τρομακτικά συγχυσμένη, ώστε να μου έρχωνται δάκρυα ακόμη διά την τύχην της. Ίστατο ορθία, εις μίαν γωνίαν κοντά εις το τζάκι, και δεν έπαυεν από του ν' αναπέμπτη κραυγάς: κοκορικόοοοοοοοοο!

Τέλος επήλθεν η κυρία περιπέτεια, επενεγκούσα την λύσιν του δράματος.

Επειδή όλη η αντίστασις περιωρίζετο μόνον εις κραυγάς και κοκορίκο, ουδέν δ' άλλο αντετίθετο προς τας προσβολάς των επιδρομέων, τα δέκα παράθυρα τάχιστα και σχεδόν όλα ταυτοχρόνως παρεβιάσθησαν.

Αλλά δεν μπορώ να λησμονήσω την έκπληξιν και τον τρόμον μου, όταν είδα να σκαρφαλώνη εις τα παράθυρα και να επιτίθεται εναντίον μας, μαχομένη με κλωτσιές και με τα νύχια της, ωρυομένη πληθύς παραδόξων όντων, τα οποία επήρα για χιμπατζήδες, ουραγκοτάγκους και μεγάλες μαϊμούδες του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος.

Εδέχθην μίαν ισχυράν σκουντιάν, ήτις με εξεσφενδόνισε κάτωθεν ενός καναπέ, όπου έμεινα άναυδος. Αφού παρέμεινα επί εν τέταρτον της ώρας ακούων με τα δυο μου αυτιά ό,τι συνέβαινεν εις την αίθουσαν, έφθασα επί τέλους εις μίαν ικανοποιητικήν λύσιν της τραγωδίας αυτής. Καθ' όσον ενόησα, ο κ. Μαγιάρ, διηγούμενος την ιστορίαν ενός τρελλού ο οποίος εξήγειρε τους συναδέλφους του εις επανάστασιν, δεν έκαμεν άλλο παρά να ιστορήση τα ατομικά του κατορθώματα. Αυτός ο άνθρωπος ήτο πραγματικώς, δύο ή τρία έτη πρότερον, διευθυντής του ιδρύματος, αλλά τρελλαθείς και αυτός κατετάχθη μεταξύ των ασθενών. Η λεπτομέρεια αυτή ήτο άγνωστος εις τον συνταξιδιώτην μου, ο οποίος με εισήγαγεν.

Οι φύλακες, δέκα τον αριθμόν, καταληφθέντες αιφνιδίως και αλειφθέντες με πίσσαν, περιτυλιχθέντες δε επιμελώς διά πτερών εφυλακίσθησαν εντός υπογείων κελλίων. Έμειναν εκεί κλειστοί περισσότερον του μηνός και καθ' όλον αυτό το διάστημα ο κ. Μαγιάρ όχι μόνον τους παρεχώρησε με έκτακτον γενναιοδωρίαν πίσσαν και φτερά, τα οποία απετέλουν το κύριον μέρος του συστήματός του, αλλά και νερό και άρτον κατά βούλησιν· με μίαν δε αντλίαν τους περιέβρεχε καθ' εκάστην μέχρις αποπνιγμού.

Τέλος είς εξ αυτών διαφυγών, διά της υπονόμου, κατώρθωσε ν' απελευθερώση και τους άλλους.

 

Το πράον σύστημα με σπουδαίας μεταρρυθμίσεις επανήλθεν εν ισχύι εις τον πύργον· δεν δύναμαι όμως να μην αναγνωρίσω ότι το σύστημα του κ. Μαγιάρ ήτο καθ' όλα τέλειον.

Κατά την ορθοτάτην παρατήρησίν του, ήτο μέθοδος απλή, διαυγής και διόλου καταθλιπτική.

Δεν έχω παρά ολίγας λέξεις να προσθέσω: Έχω αναδιφήσει εις όλας τας βιβλιοθήκας της Ευρώπης διά ν' ανεύρω τα έργα του δόκτορος Γκουντρόν και του καθηγητού Πλουμ, αλλά μέχρι τούδε, μεθ' όλας τας προσπαθείας μου, δεν κατώρθωσα ν' ανεύρω ούτε έν αντίτυπον αυτών.

Το πηγάδι και το εκκρεμές.

 
Impia tortorum lougos huc turba furores
Sanguinis innoncui, non satiata, aluit.
Sospite nunc patriâ, fracto nunc funeris antro,
Mors ubi dira fuit, vita salusque patent.
 

(Τετράστιχον συντεθέν διά να χαραχθή επί των θυρών μιας αγοράς, ην επρόκειτο να κτίσουν εις το μέρος όπου ήτον άλλοτε η λέσχη των Ιακωβίνων εν Παρισίοις).

Υπέφερα, υπέφερα μέχρι θανάτου από την ατελεύτητον αυτήν αγωνίαν. Όταν με απήλλαξαν επί τέλους και κατώρθωσα ν' ανακαθήσω, μου εφάνη ότι με εγκατέλειψαν αι αισθήσεις μου. Η καταδίκη μου, η τρομερά καταδίκη εις θάνατον υπήρξεν η τελευταία λέξις, ήτις περιήλθε σαφώς εις τα ώτα μου. Μετά τούτο μου εφάνη ότι ο ήχος των φωνών των ιερεξεταστών διελύετο εις τον αόριστον ψίθυρον του ονείρου. Ο ψίθυρος αυτός μου υπέβαλεν εις το πνεύμα μίαν ιδέαν περιστροφής, αναμφιβόλως λόγω του νόμου της ομοιότητος μεταξύ του ήχου τούτου και του ήχου του τροχού ενός μύλου. Αλλά τούτο δεν διήρκεσε παρά ολίγον χρόνον και εσβέσθη αιφνιδίως.

Εν τούτοις εξηκολούθησα να βλέπω, αλλά με τρόμον επίμονον, τα χείλη των δικαστών με την μαύρην στολήν. Τα χείλη ταύτα μου εφαίνοντο λευκότερα του χάρτου, εφ' ου σημειώ τας γραμμάς ταύτας, και μέχρις εκτρομακτικότητος λεπτά, με την ανηλεή έκφρασιν της αυστηρότητος, της ακάμπτου θελήσεως και της αυστηράς περιφρονήσεως προς το ανθρώπινον άλγος. Έβλεπα ακόμη αυτά τα χείλη ν' αποστάζουν την απόφασιν, ήτις καθώριζε το μέλλον μου. Τα έβλεπα συσπώμενα εν τη διατυπώσει της θανατικής αποφάσεως. Τα έβλεπα ν' αρθρώνουν τας συλλαβάς του ονόματός μου και εφρικίων διότι, δεν ήκουα κανένα ήχον.

Είδον επίσης επί τινας στιγμάς φρίκης και παραληρήματος την αόριστον και σχεδόν ανεπαίσθητον κυμάτισιν των σκούρων παραπετασμάτων, τα οποία εκάλυπτον τους τοίχους της αιθούσης. Την στιγμήν αυτήν το βλέμμα μου έπεσεν επί επτά μεγάλων κηροπηγίων της τραπέζης. Μου εφάνησαν πρώτα-πρώτα ότι ενεσάρκωναν την επιείκειαν, ως λευκοί άγγελοι, οι οποίοι μου έφερναν την σωτηρίαν.

Αλλά τότε αιφνιδίως η πλέον θανάσιμος σκοτοδίνη με κατέλαβεν· ησθάνθην όλον το νευρικόν μου σύστημα να συνδονήται, ως να ευρίσκετο εις επικοινωνίαν με ηλεκτρικήν συστοιχίαν, και τα αγγελικά οράματα μετεμορφώθησαν εις φάσματα κενά εννοίας, εις φάσματα από φλόγας, από τας οποίας ορατώς δεν ημπορούσα να ελπίζω καμμίαν βοήθειαν.

Και τότε το πνεύμα μου διεπεράσθη, ως υπό εντόνου μουσικής απηχήσεως, από την σκέψιν της ηδείας γαλήνης, την οποίαν μόνον θα χαρούμεν εις τον τάφον. Η σκέψις αύτη μου ήλθε σιγά-σιγά, σχεδόν ιεροκρυφίως, και μου εφάνη ότι διήρκεσε πολύ, έως ου να λάβω τελείως συνείδησιν. Αλλ' εκείνην την στιγμήν ακριβώς που κατώρθωνα ν' αντιληφθώ αυτήν και να την αφομοιώσω, αι σκιαί των δικαστών εξηφανίσθησαν ως διά μαγείας.

Τα μεγάλα κηροπήγια εξηφανίσθησαν ωσαύτως, αφού ολότελα έσβυσαν αι φλόγες των.

Το έρεβος και τα σκότη επεκράτησαν. Πάσα αίσθησίς μου εφάνη σβεννυμένη, ως εάν η ψυχή μου εις μίαν πτώσιν ιλιγγιώδη και παράφορον έτεινε να χαθή εις τον Άδην. Τότε η σιωπή, η ηρεμία και η νυξ απετέλεσαν ολόκληρον το περί εμέ σύμπαν.

Ελιποθύμησα, αλλά δεν μπορώ να ειπώ ότι περιέπεσα εις πλήρη αναισθησίαν. Το ολίγον που μου έμενεν ακόμη από την συναίσθησιν των συμβαινόντων μάτην θα προσπαθήσω να το ορίσω ή καν να δώσω μίαν αμυδράν ιδέαν αυτού. Δεν είχα εντελώς εκμηδενισθή. Εις τον βαθύτερον ύπνον, εις το παραλήρημα, εις την λιποθυμίαν, εις αυτό το βάθος του τάφου, ποτέ δεν απόλλυται το παν τελείως.

Άλλως δεν θα υπήρχεν αθανασία διά τον άνθρωπον.

Όταν εγειρώμεθα από τον βαθύτερον ύπνον, θραύομεν το αραχνώδες νήμα του ονείρου, οιονδήποτε και αν είναι τούτο. Εντούτοις έν δευτερόλεπτον κατόπιν (τόσον το νήμα είναι εύθραυστον) δεν ενθυμούμεθα αν ωνειρεύθημεν. Κατά την επάνοδον εις την ζωήν, η οποία επακολουθεί την λιποθυμίαν, παρουσιάζονται δύο στάδια: κατά πρώτον η συνείδησις της ηθικής ή πνευματικής υπάρξεως, κατά δεύτερον δε η συνείδησις της φυσικής υπάρξεως. Εάν φθάσαντες εις το δεύτερον στάδιον αναμνησθώμεν των συναισθημάτων όσα εδοκιμάσαμεν εις το πρώτον, είναι δυνατόν να υποθέσωμεν ότι θα ευρίσκωμεν πολύ πλούσια συναισθήματα εις αναμνήσεις του πέραν του κόσμου τούτου. Και το βάραθρον λοιπόν αυτό τι είναι επί τέλους; Πώς τουλάχιστον να ξεχωρίσωμεν τα σκότη, μεταξύ αυτού του σκότους και του σκότους του τάφου;

Αλλ' εάν δεν κατορθώνωμεν να επαναφέρωμεν κατά βούλησιν τα συναισθήματα, τα οποία μας επαρουσιάσθησαν κατά το παρ' εμού επικληθέν πρώτον στάδιον, τούτο δεν σημαίνει ότι πολύ βραδύτερον δεν είναι δυνατόν τα αυτά συναισθήματα να επαναβλύσωσιν αυθορμήτως και να μας εκπλήξωσι με το μυστήριον της προελεύσεώς των.

Πρέπει να μη έχη κανείς ποτε λιποθυμήσει διά να μη αναγνωρίση εις τας φλόγας, που βγάζουν τα ξύλα μέσα στο τζάκι, ανάκτορα και κεφάλια φανταστικά και κεφάλια ανθρώπων πολύ γνωστών, διά να μη ανακαλύψη μέσα στης σπίθες οράματα θλίψεως, τα οποία οι κοινοί άνθρωποι δεν μπορούν να διακρίνουν, διά να μη ονειροπολήση επί του αρώματος νέου άνθους, διά να μη παρακολουθήση διά της σκέψεως κάποιαν μουσικήν φράσιν, η οποία ουδέποτε προηγουμένως προσείλκυσε την προσοχήν του.

Εις τας επανειλημμένας και πεισματώδεις προσπαθείας προς αναζωπύρησιν της μνήμης μου, εις την διάπυρον επιμονήν προς περισυλλογήν μερικών ρακών από την φαινομενικήν ταύτην κατάστασιν της εκμηδενίσεως, εις ην η ψυχή μου είχε κατακρημνισθή, υπήρξαν στιγμαί κατά τας οποίας ωνειρεύθην την επιτυχίαν.

Είχα επίσης βραχείας, πολύ βραχείας αναπολήσεις, τας οποίας κατόπιν εις κατάστασιν εγρηγόρσεως η σκέψις μου ανεγνώρισεν ανηκούσας εις την περίοδον εκείνην της ημιαναισθησίας. Αι σκιαί αύται των αναμνήσεων μου λέγουν, χωρίς ακριβολογίαν όμως, ότι μεγάλα φάσματα με ανύψωσαν και με παρέσυραν είτα σιωπηλώς προς τα κάτω, κάτω, πιο κάτω ακόμη, μέχρις ότου δεινή σκοτοδίνη με απέπνιξεν επί μόνη τη σκέψει της διαιωνίσεως της καταβάσεως. Μου ενθυμίζουν επίσης την αόριστον φρίκην την καταλαβούσαν με επί τη ανωμάλω ηρεμία της καρδίας. Τότε επιφαίνεται η αίσθησις μιας γενικής και αποτόμου επισχέσεως παντός του περικυκλούντος με.

Φαίνεται ότι εκείνοι που με μεταφέρουν (φασματώδης πομπή) υπερεπήδησαν τα όρια του απείρου και εσταμάτησαν εξηντλημένοι κατόπιν του ματαίου καμάτου.

Μετά ταύτα επανευρίσκομεν μίαν εντύπωσιν πλαδαρότατος και υγρότητος και τέλος εμφανίζεται το παραλήρημα μιας μνήμης σπαρταριζούσης μέσα εις την φρίκην της.

Αιφνιδίως αναλαμβάνω συνείδησιν της κινήσεως και του θορύβου, της θορυβώδους κινήσεως της καρδίας μου, αντανακλωμένης εις τα ώτα μου διά του θορύβου των παλμών της. Έπειτα επανέρχεται εκ νέου ο θόρυβος, η κίνησις και η αφή – αίσθησις μιας μυρμηκιάσεως που διατρέχει όλον μου το σώμα. Έπειτα η μόνη αίσθησις της υπάρξεως, αλλ' άνευ σκέψεως (και η κατάστασις αυτή διήρκεσεν επί μακρόν). Έπειτα όλως αιφνιδίως η σκέψις και ένας φρικιαστικός τρόμος, και μία δραστική απόπειρα προς κατάκτησιν της πραγματικότητος της καταστάσεώς μου. Έπειτα μία ισχυρά επιθυμία, όπως επαναπέσω εις την αναισθησίαν. Είτα δι' ενός ακατασχέτου εξυπνήματος της συνειδήσεώς μου προσπαθώ να κινηθώ και το κατορθώνω.

Τότε ενθυμούμαι πληρέστατα την δίκην, τους δικαστάς, τα σκοτεινά παραπετάσματα, την απόφασιν, την καταλαβούσαν με αφασίαν και την λιποθυμίαν.

Πλήρης λήθη των περαιτέρω, παντός ό,τι αργότερα και δι' ισχυρών προσπαθειών κατώρθωσα να ενθυμηθώ αορίστως.

Μέχρις εκείνης της στιγμής δεν είχα ανοίξει τα μάτια. Είχα την εντύπωσιν ότι είμαι ξαπλωμένος χωρίς δεσμά. Ήπλωσα το χέρι και έπεσε βαρειά σε κάτι τι υγρόν και σκληρόν. Άφησα το χέρι μου έτσι επί τινας στιγμάς, προσπαθών να φαντασθώ πού ήμουν και τι απέγεινα. Ήθελα σύντομα να μεταχειρισθώ την όρασίν μου, αλλά δεν ετολμούσα. Εφοβούμην να προσηλώσω το πρώτον μου βλέμμα επάνω σε πράγματα, τα οποία ήσαν γύρω μου· όχι διότι εφοβούμην να ίδω φρικιαστικά πράγματα, αλλά διότι κατελήφθην από την φρίκην εκ μόνης της ιδέας ότι μπορεί να μη έβλεπα τίποτε. Τέλος με την καρδιά σφιγμένη άνοιξα ταχέως τα μάτια μου. Και ιδού ότι εβεβαιώνετο η υποψία μου. Τα σκότη της αιωνίας νυκτός με περιέβαλλον. Μετά δυσκολίας ανέπνεον. Ησθανόμην την πυκνότητα της νυκτός να με βαρύνη και να με πνίγη. Η ατμόσφαιρα ήτο απελπιστικώς βαρεία. Έμεινα ξαπλωμένος χωρίς να κινηθώ και έθεσα εις ενέργειαν όλας τας δυνάμεις του νου μου. Ανεπόλησα τας διαφόρους μεθόδους των ιερεξεταστών και από το σημείον τούτο προσπαθούσα να εξαγάγω ποια μπορούσε να είναι η παρούσα κατάστασίς μου. Από της εκδόσεως της αποφάσεώς μου εφαίνετο ότι παρήλθε πολύς καιρός. Εν τούτοις ουδέ προς στιγμήν μου επέρασεν από τον νουν ότι ημπορούσα να είχα πεθάνει. Μία τοιαύτη υπόθεσις, μεθ' όλα όσα ισχυρίζονται τα συγράμματα φαντασιώδους φύσεως, δεν συμβιβάζεται με την πραγματικότητα της υπάρξεως.

Αλλά πού ήμην και εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμην;

Εγνώριζα ότι εις θάνατον καταδικασθέντες παρεδίδοντο εις την πυράν (autodafé) και ότι μία από τας τελετάς αυτάς θα εγίνετο την ιδίαν νύκτα της κρίσεώς μου. Μήπως ωδηγήθην εις το μπουντρούμι να περιμείνω εκεί την προσεχή θυσίαν, ήτις θα ετελείτο μετ' ολίγους μήνας; Αντελήφθην ότι δεν μπορούσε να είναι έτσι. Τα διαθέσιμα θύματα είχον αποσυρθή. Εξ άλλου το παλαιό μπουντρούμι μου είχε, καθώς όλα τα μπουντρούμια εν Τολέδη, λιθόστρωτον το πάτωμα και το φως δεν είχεν εκδιωχθή παντελώς εξ αυτού.

Αιφνιδίως φρικτή σκέψις μου παρέσυρε κατά κύματα το αίμα εις την καρδιά μου, και επί τινα καιρόν ξανάπεσα και πάλιν εις την αναισθησίαν. Ευθύς ως συνήλθα, εσηκώθην με ένα πήδημα εις τους πόδας μου και με ένα σπαρακτικόν τρόμον που έσειεν όλας μου τας ίνας. Ήπλωσα ταχέως τους βραχίονας επάνω μου και γύρω μου, καθ' όλας τας διευθύνσεις. Δεν εύρον τίποτε. Εν τούτοις εφοβούμην να προχωρήσω κατά έν βήμα, εκ φόβου μήπως προσκρούσω εις τους τοίχους ενός τάφου. Ο ιδρώς ανέβλυζε σαν μαργαριτάρι από όλους μου τους πόρους και εσωριάζετο εις το μέτωπόν μου κατά μεγάλας παγωμένος σταγόνας. Αλλά τέλος, μη δυνάμενος πλέον να υπομείνω την αγωνίαν αυτήν της αμφιβολίας, έκανα ένα βήμα προς τα εμπρός με προφύλαξιν και με τεταμένους τους βραχίονας, τα μάτια γουρλωμένα, αναζητών μίαν ασθενή ακτίνα φωτός. Έκανα πολλά βήματα, αλλά το παν δεν ήτο παρά σκότος και χάος. Ανέπνευσα ελευθερώτερα, διότι μου εφάνη ότι η τύχη, η οποία μου επεφυλάσσετο, δεν ήτο ίσως η χειροτέρα πάσης άλλης.

Τότε, ενώ εξηκολούθησα προς τα εμπρός την προσεκτικήν πορείαν μου, μού επανήλθαν αλλεπάλληλοι εις την μνήμην αι αναρίθμητοι αόριστοι φήμαι διά τας βασάνους της Τολέδης. Διά τα μπουντρούμια αυτά ελέγοντο πολλά παράδοξα, τα οποία εθεώρησα πάντοτε ως μύθους, αλλά τόσον παραδόξους και τόσον φοβερούς, ώστε να τους επαναλαμβάνω χαμηλοφώνως.

Ήμην προωρισμένος ν' αποθάνω της πείνης εις τον κόσμον του υπογείου σκότους; Ή μήπως άλλη τις τύχη τρομερωτέρα μου επεφυλάσσετο; Ότι το τέρμα ήτο ο θάνατος και ότι ο θάνατος αυτός ήτο τόσον σκληρός, ώστε να υπερβαίνη τα όρια του συνήθους, αυτό το είχα αντιληφθή, όπως και διά τον χαρακτήρα των δικαστών μου δεν μου επετρέπετο ν' αμφιβάλλω. Ο τρόπος και η ώρα αυτού του θανάτου ήτο η μόνη απασχόλησις, το μόνον μου βάσανον.

Τέλος τα τεντωμένα χέρια μου προσέκρουσαν εις έν εμπόδιον. Ήτο τοίχος, κατασκευασμένος, ως φαίνεται, από λίθους, πολύ επίπεδος, πολύ ψυχρός και γλοιώδης. Τον διέτρεξα κατά μήκος από κοντά με τας δυσπίστους προφυλάξεις μου, τας οποίας μου επανέφερεν η ανάμνησις των παλαιών διηγήσεων. Η μέθοδος αυτή ουχ ήττον δεν μου επέτρετε κατ' ουδένα τρόπον τα υπολογίσω τας διαστάσεις του μπουντρουμιού μου, διότι μπορούσα απατώμενος να κάνω όλον τον γύρον και να επανέλθω εις αυτό το σημείον της αναχωρήσεώς μου χωρίς να το αντιληφθώ. Τόσον ο τοίχος ήτο ομοιόμορφος.

Εζήτησα λοιπόν το μαχαίρι μου, που το είχα εις την τσέπην την στιγμήν καθ' ην με εισήγαγον εις την αίθουσαν των ιερεξεταστών. Αλλά δεν ευρίσκετο εκεί· αντικατέστησαν τα φορέματά μου με ένα μανδύαν από πρόστυχην λινάτσαν. Η σκέψις μου ήτο να βυθίσω την κάμαν είς τινα στενήν ρωγμήν του τοίχου και να σημειώσω ούτω το σημείον της αναχωρήσεώς μου. Η δυσκολία ήτο πολύ κοινή. Αλλ' η ταραγμένη φαντασία μου την εθεώρει ανυπέρβλητον. Επί τέλους έσχισα ένα κομματάκι πανί από τον μανδύαν μου και το έθεσα κατά μήκος και καθέτως επί του τοίχους ψηλαφίζων διά να ζητήσω τον δρόμον μου, έπρεπεν εξ άπαντος, όταν θα ετελείωνα πλέον τον γύρον μου, να συναντήσω το πανάκι αυτό.

Αυτό τουλάχιστον επίστευα· αλλ' είχα υπολογίσει μη λαμβάνων υπ' όψιν το μήκος του κελλίου μου και την ατομικήν μου ικανότητα. Το έδαφος ήτο υγρόν και εγλύστρα. Επροχώρησα ολίγον τρικλίζων, κατόπιν εμπερδεύθηκα και έπεσα.

 

Η υπερβολική κούρασις με εκάρφωσεν εκεί και απεκοιμήθην εις την στάσιν εκείνην.

Άμα εξύπνησα, απλώσας τον βραχίονα μου εύρον παραπλεύρως ένα άρτον και μια κανάτα νερού. Πολύ εξηντλημένος διά να σκεφθώ επί της περιστάσεως ταύτης ήπια και έφαγα απλήστως. Μετ' ολίγον επανήρχισα τον γύρον της φυλακής μου και, όχι χωρίς κόπον, έφθασα τέλος εκεί όπου είχα κρεμάσει το κουρελάκι.

Κατά την πτώσιν μου είχα μετρήσει 52 βήματα και αφ' ης στιγμής επανήρχισα την πορείαν ηρίθμησα έτερα 48, μέχρις ότου επανεύρον το κουρελάκι, ήτοι το όλον εκατόν βήματα. Επειδή δε δύο βήματα αντιστοιχούν προς μίαν υάρδαν, συνεπέρανα ότι το μπουντρούμι είχε περιφέρειαν πεντήκοντα υαρδών. Εν τούτοις επειδή εύρον πολλάς γωνίας εις τον τοίχον δεν ημπορούσα να σχιματίσω σαφή γνώμην περί του σχήματος του υπογείου, διότι δεν ημπορούσα ν' αμφιβάλλω επί πλέον ότι τούτο ήτο κρύπτη.

Απέδιδα ολίγον ενδιαφέρον και βεβαίως ουδεμίαν ελπίδα εις τας ερεύνας αυτάς. Αλλά μία αόριστος περιέργεια με παρώτρυνε να τας εξακολουθήσω. Άμα άφησα τον τοίχον απεφάσισα να διασχίσω την περιφερικήν επιφάνειαν. Κατ' αρχάς εβάδισα με μεγάλην σύνεσιν, διότι το έδαφος, αν και εφαίνετο συνιστάμενον από στερεάν ύλην, ήτο κεκαλυμμένον από μίαν επικίνδυνον λάσπην.

Έλαβα επί τέλους ασφαλή στάσιν και δεν εδίστασα να βαδίσω αποφασιστικά, προσπαθών να προχωρώ πάντοτε εφ' όσον ήτο δυνατόν κατ' ευθείαν γραμμήν. Έκαμα τοιουτοτρόπως δέκα ή δώδεκα βήματα προς τα εμπρός, όταν το υπόλοιπον του κουρελακιού περιεπλέχθη εις τους πόδας μου. Πατήσας αυτό εγλίστρησα και έπεσα με το πρόσωπον προς τα κάτω. Εν τη συγχύσει μου ως εκ της πτώσεως δεν απέδωκα ιδιαιτέραν σημασίαν εις την άλλως εκπληκτικήν αυτήν λεπτομέρειαν· αλλά μετά τινα δευτερόλεπτα και ενώ ακόμη ευρισκόμην εξηπλωμένος κατά γης προσήλωσα την προσοχήν μου. Ενώ το πηγούνι μου ανεπαύετο επί του εδάφους της φυλακής μου, τα χείλη και το ήμισυ του προσώπου μου ευρίσκοντο εις τον αέρα. Ταυτοχρόνως το μέτωπόν μου περιελούετο από βρωμεράς αναθυμιάσεις και μία χαρακτηριστική οσμή μουχλιασμένων μυκήτων ανέβαινεν εις τους ρώθωνάς μου. Ήπλωσα τον βραχίονα και εφρικίασά παρατηρήσας ότι είχα πέσει κοντά εις το χείλος ενός περιφερικού φρέατος.

Φυσικά δεν είχα προς το παρόν τα μέσα να μετρήσω τας διαστάσεις, αλλ' εψηλάφησα τον τοίχον ακριβώς κάτωθεν του χείλους, κατορθώσας ν' αποσπάσω ένα μικρό τεμάχιον, το οποίον άφησα να πέση εις το βάθος του φρέατος. Επί τινα δευτερόλεπτα ήκουσα τον επανειλημμένον κρότον του προσκρούοντος επί των τοιχωμάτων της αβύσσου λίθου. Τέλος εβυθίσθη εις τα νερά με ένα θλιβερόν πάταγον, ακολουθούμενος από φοβερούς ήχους. Συγχρόνως ήκουσα υπεράνω της κεφαλής μου, σαν ένα θόρυβον θύρας που ανοίγουν γρήγορα διά να την κλείσουν ταχύτερον ακόμη, ενώ αμυδρά ακτίς φωτός διέκοψε τα σκότη και εχάθη αποτόμως. Είδα φανερά ποία ήτο η τύχη που μου επεφυλάσσετο και ηυχαριστήθην διά το απρόοπτον αυτό γεγονός. Εάν είχα κάμει ένα βήμα περισσότερον προ τού να πέσω, ο κόσμος δεν θα με επανέβλεπε πλέον. Ο θάνατος, τον οποίον ούτω διέφυγα, ανήκεν εις την αυτήν κατηγορίαν των σκέψεων, η οποία με έκαμε να θεωρήσω ως ανοήτως απίθανα τα όσα μου διηγήθησαν περί της Ιεράς Εξετάσεως. Διά τα θύματα της τυραννίας της υπήρχεν η εκλογή μεταξύ του θανάτου με τας φρικωδεστέρας φυσικάς βασάνους και του άλλου θανάτου με τας σκληροτέρας ηθικάς βασάνους. Εις εμέ επεφυλάσσετο ο τελευταίος. Τα μακρά βάσανα με είχαν εκνευρίσει και ήμην πλέον ώριμος υπό πάσαν έποψιν διά τα βάσανα, διά τα οποία προωριζόμην.

Ολόκληρος τρέμων επλησίασα ψηλαφητί προς τον τοίχον, αποφασισμένος να πεθάνω εκεί, παρά ν' αντιμετωπίσω το τρομερόν πηγάδι, το οποίον η φαντασία μου επολλαπλασίαζε και έθετεν εις διάφορα σημεία του μπουντρουμιού μου. Εις άλλην περίστασιν θα είχα το θάρρος να θέσω τέρμα εις τα βάσανά μου κρημνιζόμενος εις μίαν απ' αυτάς τας αβύσσους, αλλά την στιγμήν εκείνην είχα καταντήσει ο τελευταίος των δειλών. Δεν μπορούσα να λησμονήσω ό,τι εδιάβασα σχετικώς προς το φρέαρ αυτό: ότι δηλαδή είς αιφνίδιος τερματισμός της ζωής ήτο μία πιθανότης, την οποίαν οι ιερεξετασταί δεν ημπορούσαν να παραδεχθούν εν τη άκρα αυτών σκληρότητι.

Η ταραχή του πνεύματός μου με εκράτησεν εν εγρηγόρσει επί πολλάς ώρας· αλλ' επί τέλους απεκοιμήθην και πάλιν. Όταν εξύπνησα εύρον πλησίον μου, όπως και προηγουμένως, ένα άρτον και μίαν κανάταν νερού. Εδίψων φοβερά, και εξεκένωσα την κανάταν μονορρούφι. Το νερό θα είχε ναρκωτικόν μέσα, διότι μόλις το ήπια κατελήφθην από ακαταμάχητον ύπνον. Βαθύς ύπνος με εβάρυνεν, όμοιος με τον ύπνον του θανάτου. Πόσον διήρκεσε φυσικά δεν κατώρθωσα ν' αντιληφθώ, αλλά παρετήρησα ανοίξας τα μάτια μου μίαν φοράν ακόμη ότι τα πέριξ αντικείμενα ήσαν ορατά. Μία λάμψις παράδοξος, θειαφένια, της οποίας δεν κατώρθωσα να διακρίνω την προέλευσιν, μου επέτρεπε να διακρίνω την έκτασιν και το σχήμα της φυλακής μου. Είχα απατηθή οικτρώς, ως προς την έκτασιν αυτής. Η ολική περίμετρος των τοίχων δεν υπερέβαινε τας εικοσιπέντε υάρδας. Η παρατήρησις αυτή με έρριψε προς στιγμήν εις την μεγαλυτέραν ταραχήν, ταραχήν εντελώς ματαίαν, διότι εν τη απειρία των περικυκλούντων με δεινών τι σημασίαν ημπορούσε να έχη η διάμετρος του μπουντρουμιού μου; Το πνεύμα μου όμως ελάμβανεν εξαιρετικόν ενδιαφέρον δι' αυτήν την ανοησίαν, υποβαλλόμενον εις προσπαθείας διά ν' ανακαλύψη την πλάνην, η οποία εισέδυσε κατά τύχην εις τον υπολογισμόν μου. Τέλος η αλήθεια ανεκαλύφθη. Εις την πρώτην μου ανίχνευσιν ελογάριασα πεντήκοντα δύο βήματα μέχρι της στιγμής της πτώσεώς μου. Θα ήμην τότε εις απόστασιν ενός ή δύο βημάτων από το κουρελάκι και είχα τελειώσει σχεδόν όλον τον γύρον του υπογείου. Την στιγμήν εκείνην είχον αποκοιμηθή, κατά δε το ξύπνημα θα είχον επανέλθει και πάλιν εις τα βήματά μου, πράγμα το οποίον με ηνάγκασε να υπολογίσω εις διπλούν το μήκος της πραγματικής περιμέτρου. Η αταξία του πνεύματος με ημπόδισε να παρατηρήσω ότι είχα τον τοίχον προς τα αριστερά μου όταν ήρχισα τον γύρον, και προς τα δεξιά μου όταν τον ετελείωσα.

Το αυτό έπαθα και ως προς το σχήμα της περιμέτρου. Βαδίζων ψηλαφητί συνήντησα αρκετάς γωνίας, αι οποίαι με έκαμαν να συμπεράνω το ακανόνιστον της φυλακής μου. Το βαθύ σκότος ημπορεί να έχη μεγάλην επίδρασιν εις την κρίσιν εκείνου που συνέρχεται από λήθαργον ή από ύπνον. Αι γωνίαι αύται ωφείλοντο αποκλειστικώς εις μερικάς ελαφράς θλάσεις και εις μερικά κοιλώματα ακανονίστως διατεταγμένα.

Εν τω συνόλω της η φυλακή μου είχε το σχήμα τετραγώνου. Ό,τι εξελάμβανον διά τοιχοδομήν τώρα μου εφαίνετο ότι ήτο από σίδηρον ή από κάποιο άλλο μέταλλον, διατεθειμένον εις μεγάλας πλάκας, των οποίων αι συγκολλήσεις ή αι συναρμογαί εσχημάτιζον τας θλάσεις, τας οποίας παρετήρησα. Επί όλης της επιφανείας της μεταλλικής περιφερείας ευρίσκοντο μεγάλαι ρυπαρογραφίαι, παριστώσαι τα δυσειδή και αποκρουστικά σύμβολα, τα οποία εφεύρεν η ταρτάρειος πρόληψις των μοναχών. Μορφαί δαιμόνων με απειλητικήν όψιν, με σκελετώδη σώματα, καθώς και άλλαι παραστάσεις φρικώδεις εκάλυπτον και ητίμαζον τους τοίχους. Παρετήρησα ότι τα τερατουργήματα ταύτα παρουσίαζον πολύ καθαράς γραμμάς, αλλά τα χρώματά των εφαίνοντο απεσβεσμένα και ξεθωριασμένα ένεκα της υγρασίας της ατμοσφαίρας. Εξήτασα το έδαφος· ήτο στρωμένο με λίθους. Εις το μέσον το περιφερικόν φρέαρ ήνοιγε το χασματώδες στόμα του, από το οποίον ευτυχώς είχα γλυτώσει.

Όλ' αυτά τα διέκρινα αορίστως κάπως και όχι άνευ κόπου, διότι ενώ εκοιμώμην η θέσις του σώματός μου είχεν υποστή σπουδαίας μεταβολάς. Ήμην ξαπλωμένος ανάσκελα, καθ' όλον το μήκος του σώματός μου, επάνω εις ένα ξύλινον κουτί, πολύ χαμηλόν.

Εκρατούμην στερεώς προσδεδεμένος επ' αυτού διά σχοινίου, το οποίον περιέβαλλε πλειστάκις το σώμα μου, αφίνον ελευθέραν την κεφαλήν μου και τον αριστερόν βραχίονα. Και διά να λάβω την τροφήν μου, η οποία είχε τοποθετηθή πλησίον μου, έπρεπε να επιχειρήσω σοβαράς αποπείρας. Είδα με τρόμον ότι είχαν αφαιρέσει την κανάταν με το νερό. Λέγω με τρόμον, διότι εδιψούσα υπερβολικά. Το σχέδιον των διωκτών μου συνέκειτο αναμφιβόλως εις το να επιτείνουν την δίψαν μου, διότι η τροφή που μου είχαν εις τον δίσκον ήτο πολύ αλμυρά.

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»