Бесплатно

Εκκλησιάζουσαι

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа
 
γιατ' αυτή ξέρει τον τρόπο [με τα λόγια τα μεγάλα]
ν' απατάη και τον άνδρα. Άφησε τα πειά και τάλλα.
Αν πεισθήτε 'ς όσα είπα και μ' ακούσετε κ' εμένα,
θα περάσετε, πολίται, τη ζωή ευτυχισμένα.
 
 
(κατέρχεται του λίθου).
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Ώ Πραξαγόρα μου γλυκεία! τα είπες μια χαρά.
Και όλ' αυτά πού τάμαθες, φτωχή μου;
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Μια φορά
μεσ' στης φευγάλας τον καιρό, όπως κ' η άλλες βγήκα,
κ' έμεινα με τον άνδρα, μου εκεί κοντά στην Πνύκα·
άκουα το λοιπόν εκεί παρλάτες κατά κόρον,
κ' έτσι την έμαθα κ' εγώ την τέχνη των ρητόρων.
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Αφού λοιπόν, βρε αδελφή,
αδίκως δεν εγίνηκες σπουδαία και σοφή,
σ' εκλέγουμ' από σήμερα και στρατηγό μεγάλη,
αν τα πιτύχης όλ' αυτά, που σου 'ρθαν στο κεφάλι.
Μ' αν πληρωθή ο Κέφαλος και πεταχθή μπροστά σου
κ' ειπή ότι μ' αυτά που λες δεν είσαι στα σωστά σου,
τι θα του ειπής, παρακαλώ;
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Θα 'πω πως ετρελλάθη.
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Δεν είν' η πρώτη δα φορά που ο κόσμος θα το μάθη.
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Πως είν' υποχονδριακός.
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Καθένας πειά το βλέπει.
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Έ, θα του ειπώ πως φέρνεται στην πόλι όπως πρέπει,
μα φτιάνει πιάτα άσχημα.
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Και αν σε κοροϊδέψει
κι' ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής, τι θα του ειπής;
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Να στέψη
και σαν μπορή ευκόλως,
ας διακρίνη τη μεριά πουν' του σκυλλιού ο κώλος.
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Και αν σου φτιάσουν την δουλειά;
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Τι λόγος! να δα η ώρα!
θα το δεχτώ· όσο γι' αυτό είμαι δασκάλα τώρα!
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Κι' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Αν έλθουν οι τοξόται
και σε μαλλιοτραβήξουνε, σαν τι θα κάμης τότε;
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ (δεικνύουσα τον τρόπον της αμύνης).
Να, θα τους σπρώξω έτσι δα με δύναμι μεγάλη,
αλλά στη μέση, έννοια σου, κάνεις δεν θα με βάλη.
 
 
Α’ ΓΥΝΗ
Και τέλος αν σε πιάσουνε, τους λέμε και σ' αφίνουν.
 
 
Η’ ΓΥΝΗ
Αυτά που θυμηθήκατε μπορούν λαμπρά να γίνουν'
μ' αυτό δεν το σκεφθήκαμε: Και πώς θα θυμηθούμε
τα χέρια να σηκώσουμε εκεί που θα βρεθούμε,
αφού εσυνηθίσαμε τα σκέλια να σηκώνουμε;
 
 
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Το πράμα είνε δύσκολο· αλλά το κατορθώνουμε
πειό εύκολα να γίνη,
αρκεί το ένα μπράτσο μας ολόγυμνο να μείνη.
Εμπρός λοιπόν τα ρούχα σας σηκώστε τώρα, φίλες,
περάστε της Λακωνικές στα πόδια σας αρβύλες,
και δέστε όπως είδατε τους άνδρες να της δένουν,
όταν στην πόρτα, βγαίνουνε, ή στη Βουλή πηγαίνουν.
Και όταν ταύτα γίνουνε με τη σοφή σας έννοια,
κολλάτε και τα γένεια·
κι' όταν καλά τα δέσετε,
αυτά του ρούχα των ανδρών, που κλέψατε, φορέσετε,
ένα τραγούδι βλάχικο αρχίζετε, σαν γέροι,
και προχωρείτε ψέλνοντας με το ραβδί στο χέρι
 
 
Β’ ΓΥΝΗ
Καλά τα λες· ας πάμ' εμπρός εμείς η πειό μεγάλες,
γιατί στην Πνύκα θάρθουνε απ' τους αγρούς και άλλες.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γρήγορα κάμετ' όμως,
γιατ' είνε κ' ένας νόμος:
όσοι στην Πνύκα για να παν πρωί-πρων δεν έβγουν,
ούτε παλούκι δεν βαστούν στα χέρια τους σαν φεύγουν.
 
 
(Αι γυναίκες μεταμφιέζονται εις άνδρας).
 
 
ΧΟΡΟΣ
Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες· στη γραμμή και ξεκινάτε·
τούτο πάντοτε να λέτε και ποτέ μην το ξεχνάτε·
είν' ο κίνδυνος μεγάλος αν μας πιάσουνε στη φάκα,
να σκαρώνουμε τη νύχτα στο σκοτάδι τέτοια φιάκα.
 
 
Α' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
Πάμε στη Βουλή, ώ άνδρες. Το μισθό του θα τον χάση,
όπως είπ' ο νομοθέτης, όποιος το πρωί δεν φθάση
σκονισμένος, τσιμπλιασμένος [και μ' αχτένιστα μαλλιά],
και χωρίς να φάη άλλο, παρά μόνο σκορδαλιά.
Σμίκρυνε, Χαριτωμένη, και συ Δράκοι, ξεκινάτε
κι' ό,τι πρέπει μη ξεχνάτε,
μήπως και σας φύγη λόγος, που στο πράμα δεν συμφέρει·
κι' όταν πάρη ο καθένας και το σύμβολο στο χέρι
και καθίσουμε στης έδρες σοβαρά και στην αράδα,
θα ψηφίσου' ό,τι θέλει κάθε μια μας φιλενάδα —
ώ τι λάθος, πω, πω, πω!
φίλος, ήθελα να ειπώ!
 
 
Β' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ (δεικνύων προς αριστερά)
Έχε' από κει το νου σας· σπρώχτε τους να φύγουν, όσοι
άρχον' απ' την πόλι νύχτα και προτού να ξημερώσει,
μόνον το μισθό να πάρουν,
και να κάτσουν να λιμάρουν.
Γιατ' οι Βουλευταί μας πρώτα είχαν έθιμο καλό·
και κανένας δεν τολμούσε να ζήτηση οβολό·
κι' όλοι έπαιρναν μαζύ τους, στον καιρό του Μυρρωνίδη,
έν' ασκί νερό, ψωμάκι, τρεις εληές κ' ένα κρομμύδι.
Σήμερα, για να σκεφθούνε στης πατρίδος το καλό,
θέλουνε κ' ημεροδούλι, λες και κουβαλούν πηλό.
 
 
(Απέρχονται γυναίκες και χορός προς αριστερά, μετημφίεσμέναι εις άνδρας και ψάλλουσαι).2
 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΎΤΕΡΟΝ

(Η σκηνή παριστά το αυτό μέρος με το της προηγουμένης πράξεως. Εξέρχεται ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ, φέρων στενάς γυναικείας εμβάδας εις τους πόδας, ημίγυμνος και κακώς κρυπτόμενος υπό βραχύ ερυθρόν γυναίκειον χιτώνιον. Κρατεί την κοιλίαν του και προφανώς αναζητεί κατάλληλον θέσιν προς αφόδευσιν. Είνε νυξ).

ΣΚΗΝΗ Α'

 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος
Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!.. είνε σχεδόν ημέρα,
κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα.
Πώς γλίστρησε; … τι εστάθηκε;…
πού πήγε και μου χάθηκε;…
Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω·
ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω
και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα
εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.
Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίση
κ' εχτύπαγε με βιάσι,
πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει,
κι' αυτό το πανωφόρι..
Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση;
Έ, νύχτα, – όπου κι' αν σταθής πάντα θα βρης μία θέσι·
όπου κι' αν χέσω δηλαδή κανένας δεν με βλέπει.
 
 
(Αναζητών το κατάλληλον μέρος:)
 
 
Ώχ! κακορροίζικος εγώ! τι ξύλο που μου πρέπει!
με μια γυναίκα να μπλεχθώ απάνω στα γεράματα,
να πάθω τέτοια πράματα!
γιατί αυτή κάτι καλό δεν βγήκε να μου φτιάση..
Εν τούτοις μ' έσφιξε η κοιλιά κ' είνε καιρός ν' αδειάση.
 
 
[Κάθεται προς αφόδευσιν. Διακόπτεται όμως εν τη πράξει, διότι
εισέρχεται ο ΑΝΗΡ [ΓΕΙΤΩΝ)].
 

ΣΚΗΝΗ Β'

 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ – ΑΝΗΡ
 
 
ΑΝΗΡ
Τις ει!.. Δεν είν' ο Βλέπυρος που είν' εκεί στο βάθος;
μα το θεό, ο γείτονας.. αυτός.. δεν κάνω λάθος.
Πες μου, τι πράμα είν' αυτό το κόκκινο μπροστά σου:
μήπως και σου κουρέλιασε κανένας τ' απαυτά σου;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ εγειρόμενος
Όχι, μα της γυναίκας μου το κόκκινο το ρούχο
άρπαξα έτσι βιαστικά [για μιαν ανάγκη που' χω]
και όπως είμ' εβγήκα.
 
 
ΑΝΗΡ
Και το δικό σου φόρεμα πού είνε;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν το βρήκα,
τι να σου 'πω; στα στρώματα δεν πέτυχα μανδύα.
 
 
ΑΝΗΡ
Δεν είπες στη γυναίκα σου να ψάξη;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα τον Δία,
δεν ήταν πειά κοντά μου·
ξετρύπωσε κρυφά-κρυφά από την κάμερά μου,
και τρέμω μήπως έχουμε νεώτερα παιγνίδια·
 
 
ΑΝΗΡ
Ώ Ποσειδών! μα έπαθες λοιπόν και συ τα ίδια;
γιατί κ' εμένα μ' άφησε κρυφά το θηλυκό μου,
κ' εχάθη με το φόρεμα το ίδιο το δικό μου.
Κ' αν ην' αυτό δεν με λυπεί· αλλά και της δικές μου
αρβύλες δεν της εύρηκα.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και της Λακωνικές μου
αυτές, μα τον Διόνυσο, της έχασα κ' εγώ,
Μα μ' έσφιξε το χέσιμο, που λες, και δεν αργώ,
κ' έβαλ' αυτό το τσόκαρο, μη χάσω τον καιρό
και χέσω μεσ' στο πάπλωμα, που ήταν καθαρό.
 
 
ΑΝΗΡ
Τι να συμβαίνη τάχατες; μήπως καμμιά της φίλη
για δείπνο καμμιά πρόσκλησι κρυφά της είχε στείλη;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μπορεί κι' αυτό· δεν είν' κακές κι' αυτές η κακομοίρες·
(Λαμβάνων εκ νέου την στάσιν της αφοδεύσεως)
 
 
ΑΝΗΡ
Συ, φαίνεται, το χέσιμο σχοινί-λουρί το πήρες.
Εγώ, είν' ώρα στη Βουλή να πάω δίχως άλλο,
και τρέχω το μανδύα μου τουλάχιστον να βάλω.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Θαρθώ κ'εγώ, αλλά
θα χέσω πριν καλά·
γιατί μου τα 'χει σφίξη εκεί
κάποια αχλάδα στιφτική.
 
 
ΑΝΗΡ
Σαν κείνη, που δεν άφησε εις τον παληόν τον χρόνον,
να δώση ο Θρασύβουλος στους πρέσβεις των Λακώνων
απάντησιν.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα το θεό είν' ένοχος και πάλι.
Αλλά δεν είν' η λύπη μου τόσο γι' αυτό μεγάλη·
σαν φάγω όμως σκέπτομαι, που τάχα διευθύνεται
η κοπριά πού γίνεται;
γιατ' ο δημότης Αχλαδούς, που για φαΐ τον πήρα,
μου βούλλωσε τη θύρα.
 
 
(Ο ΑΝΗΡ απέρχεται δεξιόθεν)
 
 
Ποιός θα μου βρη ένα γιατρό, και τάχα ποιόν απ' όλους;
και ποιός την τέχνη έμαθε να διορθώνη κώλους;
Μη ο Αμύνων; θ' αρνηθή και μάταιος ο κόπος
τον Αντισθένη το γιατρό καλέσετ' όπως-όπως,
κι' αυτός από τους στεναγμούς αν κρίνη, θα μπορέση
τι θέλει ο κώλος να μας 'πη όταν ζητή να χέση.
Ώ σεβαστή Ειλείθυια! βοήθα με πριν σκάσω
και πριν στουπποκωλιάσω.
[Ώ σεβαστή Ειλείθυια! βοηθάμε κ' εχάθηκα]
προτού γενώ χειρότερος κι' από τα σκατοκάθηκα!
 

[Λαμβάνει θέσιν προς αφόδευσιν. Εισέρχεται αριστερόθεν ο ΧΡΕΜΗΣ]

ΣΚΗΝΗ Γ'

 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ – ΧΡΕΜΗΣ
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Τι φτιάνεις αυτού πέρα συ; χέζεις;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ εγειρόμενος
Εγώ; α, όχι
σηκώνομαι.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει!
μα τούτο είνε γυναικός.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Το πήρ’ αντί της χλαίνης
στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Απ' τη Βουλή.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Πώς; Τέλειωσε;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Κ' είνε πρωί ακόμα.
Τι γέλοια όμως που 'καμα, δεν ξέρεις, με το χώμα
το κόκκινο, που με σχοινί το ρίχναν [οι κλητήρες
'ς όποιον αργά ερχότανε].
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τριώβολο επήρες;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Θα σου το πω, μα ντρέπομαι· ποιος δεν το θέλει τάχα;
αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και ποιο ήταν το αίτιο;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Κόσμο πολύν ευρήκα,
όσος ποτέ, σε βεβαιώ, δεν έτρεξε στην Πνύκα·
και ήσαν όλοι κάτασπροι στο δέρμα πέρα-πέρα,
σαν τσαγκαράδες [που περνάν στον ίσκιο την ημέρα].
Κ' έτσι λεφτό δεν πήραμε και στρέψαμ' όλοι πίσω.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ώστε δεν παίρνω ούτ' εγώ, κι' αδίκως θα κινήσω;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Κι' όταν για δεύτερη φορά λαλούσαν τα κοκκόρια
αν ήσουν, πάλι θα 'μενες από τους άλλους χώρια.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ (με κωμικώς τραγικόν ύφος).
Ώ τριώβολο χαμένο!
σε θυμούμαι και πονώ·
κλάψε με και πεθαμμένο
κλάψε με και ζωντανό»3.
Την έπαθα! Και δεν μου λες, ποιός λόγος νάταν τώρα
που τόσον κόσμο μάζωξε στην Πνύκα τέτοιαν ώρα;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Ποιός άλλος τάχα; υφαίνεται πως οι πρυτάνεις όλοι
ζητάνε γνώμες πώς μπορούν να σώσουνε την πόλι.
Ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής εγλίστρησε στη μέση·
μα όλοι του φωνάξανε: – Κι' αυτός πώς θα μπορέση
στα πράματα της πόλεως να βάλη την ουρά του,
που τσίμπλες εγεμίσανε κι'αυτά τα τσίνουρα του;
Τότε κ' εκείνος γύρισε κ' εκύτταξε τα πλήθη:
– Για πέτε μου, τι έπρεπε να κάμω; αποκρίθη.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Εγώ αν ήμουν όμως,
το γάλα θα του σύσταινα που βγάζει ο φρέσκος φλόμος
από βραδύς να στίβη,
και μ' ένα σκορδοκέφαλο τα τσίνουρα να τρίβη.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Τότε κι' ο έξυπνος Γλετζές, αυτός ο κουρελής,
γδυτός εφανερώθηκε στο μέσον της Βουλής,
όπως πολλοί τον είδανε· μα το 'λεγε κι' αυτός
πως ήτανε γδυτός.
Και όμως, ναι, για το λαό εμίλησε καλά:
«Κυττάχτε με! έχω κ' εγώ ανάγκη από ψιλά·
μα σας το λέγω παστρικά: να σώσετε την πόλι
και τους πολίτες· κ'οι γυμνοί όταν θα πάρουν όλοι,
σαν πιάση βαρυχειμωνιά, απ' τους εμπόρους χλαίνας,
ε, δεν θα πάρη από μας πλευρίτωμα κανένας.
 
 
(Ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ επιδοκιμάζει διαρκώς εις όσα ακούει).
 
 
«Κι' όσοι δεν έχουν στρώματα
κρεββάτια και παπλώματα,
θα κάνουνε το μπάνιο τους κι' αυτοί χωρίς παράδες,
και θα τραβούν να κοιμηθούν στους σκυλλοτομαράδες
Κι'αν μέσ' στο κρύο να τους κλειούν την πόρτα τώβρουν νόστιμο,
τρία γερά γουναρικά να δίνουνε για πρόστιμο».
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Λαμπρά, μα τον Διόνυσο! Δεν θάχε ν' αντικρούση
κανένας τέτοια πρότασι, που έτυχε ν' ακούση.
Και δεν επρόσθετ' ο κουτός να δίνουν, έτσι, χάρι
κ' οι αλευράδες στους φτωχούς τρία κοιλά σιτάρι,
και όποιος τ' αρνηθή, – ραβδί καθένας να του δίδη,
να ιδής ταλεύρια που θα παν' κι' αυτού του Ναυσικύδη.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Τότε πετιέται πάλι
ένα παιδάριο κομψό με ώμορφο κεφάλι,
σαν του Νικία κάτασπρο, και είπε παστρικά
πως πρέπ' η πόλις να δοθή ευθύς στα θηλυκά.
Με ζήτω υποδέχθηκε τους λόγους του μεγάλα,
όλος ο τσαγκαρολαός, ο άσπρος σαν το γάλα,
κ' έβαλαν μόνον της φωνές όσοι χωριάτες ήσανε,
και δεν το παρεδέχθηκαν, και κάπως τα ξυνίσανε.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Φρόνιμοι άνθρωποι.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Α, ναι· αλλά στην εκκλησία
η μειονοψηφία τους δεν είχε σημασία,
έκοβε δε του ρήτορα χίλια καλά η γλώσσα
για της γυναίκες, και για σε – ου τόσα κι' άλλα τόσα!
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Τι είπε;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Σε βαγαποντιές τους έλεγε πως πέφτεις·
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Για σένα;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Ύστερη δουλειά. Είπε πως είσαι κλέφτης.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μόνος εγώ;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Μα το θεό, και συκοφάντης.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μόνος,
μόνος εγώ;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Μα το θεό, και όλοι μας συγχρόνως.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Όσο γι' αυτό αντίθετη κανείς δεν έχει γνώμη.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Και η γυναίκα έχει νου, επρόσθεσεν ακόμη,
και κομποδένει τον παρά,
κι' ούτε έβγαλε καμμιά φορά
από το στόμα μυστικό κατά τα θεσμοφόρια,
ενώ η ευγένειες μας το βγάζουμ' απ' τα όρια.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Μα τον Ερμή! σε βεβαιώ κ' εδώ δεν είπε ψέματα.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Έπειτα [έστρεψε, που λες, το λόγο 'ς άλλα θέματα],
και είπε πως δανείζονται το μεταξύ τους χρήματα.
ρούχα, χρυσά κοσμήματα,
ποτήρια, δίχως μάρτυρες να βρίσκωνται μπροστά,
και μόλ' αυτά τα δανεικά καμμιά δεν τα βαστά·
ενώ οι άνδρες [πράματα κάνουνε, λέει, χείριστα],
και τακτικά δανείζονται, μα δανεικά κι' αγύριστα.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Βρε και με μάρτυρας μπροστά τα ίδια καταντούνε.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Και δεν καταδιώκουνε, και δεν συκοφαντούνε,
και δεν τον καταστρέφουνε το Δήμο, – κι' άλλα, κι' άλλα
για της γυναίκες έλεγε καλά πολύ μεγάλα.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Λοιπόν τι αποφάσισαν μετά τα λόγια εκείνα;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Μόνον γυναίκες άρχοντες θα γίνουν στην Αθήνα
γιατ' όλα τα παράξενα έχουνε γίνη τάχα,
κι' αυτός ο νεωτερισμός δεν έγεινε μονάχα.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κι' αποφασίσθη;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Τάπαμε.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Κι' αυτές, σαν κυβερνήτες,
θα κάνουν τα καθήκοντα που κάνουν οι πολίτες;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Όλα τελειωμένα.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Και πώς; στο δικαστήριο θα πάη αυτή για μένα;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Κι' ακόμα· και στο σπίτι σου αυτή [σαν επιστρέφη],
θάχη την υποχρέωσι να φέρνη να σας τρέφη.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Δεν θα σηκώνωμαι πρωί ν' αναστενάζω;
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Ούτε·
μονάχα η γυναίκα σου γι' αυτό υποχρεούται·
και άλλο δεν θα κάνης,
παρά μεσ' στο σπιτάκι σου θα κάθεσαι να κλάνης.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Εκείνο που φοβάμ' εγώ και δεν πολυσυμφέρει
είνε, μη όταν πάρουνε τους χαλινούς στο χέρι
μας πιάνουνε κι' απ' τα μαλλιά..
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Γιατί;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Για να τους κάνουμε κ' εκείνη τη δουλειά..
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Κι' αν δεν μπορούμε δηλαδή;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Φαΐ δεν θα μας δίδουνε.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Μα και τα δυο τα πράματα μπορεί λαμπρά να γίνουνε,
και το φαΐ και η δουλειά. Εσένα τι σε νοιάζει;
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Ξέρεις.. σαν γίνεται με βια, περσότερο κουράζει.
 
 
ΧΡΕΜΗΣ
Χεμ! δίκηο έχεις· μ' αν κι' αυτό η πόλις το εγκρίνη,
οι άνδρες θα το κάνουνε και έτσι, τι να γίνη!
Έλεγαν οι πατέρες μας μια σοφωτάτη γνώμη:
πως και η σκέψεις η κουτές, κ' η πειό ζουρλές ακόμη
όπου θα κόψη το μυαλό,
μπορούν κι' αυτές κάμμιά φορά να βγουν και σε καλό.
Και άμποτε, ώ Αθηνά και σεις θεοί σεπτοί,
κ' η κουταμάρ' αυτή
να δείξη πως μας ωφελεί. -
Γεια σου· πηγαίνω.
 
 
ΒΛΕΠΥΡΟΣ
Χρέμη μου, η ώρα η καλή·
 
 
(Ο Χρέμης φεύγει δεξιόθεν, ο Βλέπυρος εισέρχεται εις την οικίαν του).
 
 
ΧΟΡΟΣ
 
 
(Γυναικών μετημφιεσμένων εις άνδρας εισέρχεται αριστερόθεν μετά προφυλάξεως και σπουδής. απαγγέλλει προς υπόκρουσιν της ορχήστρας).
 
 
Έμβα, τράβα δρόμον ίσο,
μήπως είν' κανένας άνδρας και μας πήρεν από πίσω;
Στρέψου, κάνε και μία γύρα·
έχουν πονηριές οι άνδρες και φυλάξου, κακομοίρα,
μήπως και ακολουθήσουν από πίσω κατά βήμα,
να μας νοιώσουν απ' το σχήμα.
Κτύπησε καλά τα πόδια, δυνατά να περπατάνε,
'ς όλες μας ντροπή θε νάνε,
αν οι άνδρες μας τσακώσουν
και μας νοιώσουν·
Τυλιχθήτε όσο παίρνει· στρέφετε κάθε φορά
δεξιά κι' αριστερά,
κι' όλο γρήγορα τραβάτε μη μας έλθη συφορά.
Τώρα στη παληά τη θέσι είμαστε κοντά πολύ,
που βρεθήκαμε τη νύχτα για να πάμε στη Βουλή.
Να το μάλιστα το σπίτι, που η Στρατηγίνα βγήκε,
κ' εψηφίσανε οι πολίτες την εφεύρεσι που βρήκε.
Ας μη χάνουμε την ώρα· να προσμένουμε δεν πρέπει
με τα ψεύτικα τα γένεια· γιατ' αν κάνη πως μας βλέπει
ένας άνδρας τέτοιαν ώρα
ημπορεί να τα τραβήξη, να τα βγάλη όλα φόρα!
Πάμ' εδώ κοντά στον τοίχο, πούνε και σκιά κομμάτι,
κύτταξε με το 'να μάτι
και χωρίς πολύ ν' αργής,
σάξου πάλι σαν γυναίκα, όπως ήσουν πριν να βγης.
Αλλά να κ' η Στρατηγίνα από εκεί κοντοζυγώνει.
Κάνε γρήγορα και βγάλε τα μαλλιά απ' το σαγόνι.
 
2{2} Σημ. Μετ. Ως άσμα του χορού ετονίσθη δια την παράστασιν η πρώτη στροφή «Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες» ελλείψει άλλου καταλληλοτέρου χωρίου.
3Σ. Μ. Ενταύθα ο Αριστοφάνης παρωδεί το γνωστόν εις την εποχήν χωρίον εκ των «Μυρμιδόνων» του Αισχύλου: «Αντίλοχ', αποίμωξόν με του τεθνηκότος τον ζώντα μάλλον», το οποίον εθεώρησα καλόν ν' αποδώσω αντί της ανωτέρω παραλλήλου παρωδίας του σημερινού, διατι άλλως θα ήτο αδύνατον να εννοηθή διά τους συγχρόνους μας ακροατάς, κατά την από σκηνής παράστασιν.

Другие книги автора

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»