Бесплатно

Μια Αναζήτηση για Ήρωες

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена
Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Βγάζοντας καπνούς απ’ τον θυμό του, ο Γκάρεθ διέσχισε την Αυλή του Βασιλιά ντυμένος με την πιο φανταχτερή βασιλική ενδυμασία του, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα πλήθη που συγκεντρώνονταν απ’ όλα τα μέρη για το γάμο της αδελφής του. Δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει από την συνάντηση με τον πατέρα του. Πώς ήταν δυνατόν να τον παραγκωνίσει μ’ αυτόν τον τρόπο; Πώς ήταν δυνατόν να μην τον έχει επιλέξει για διάδοχό του; Μια τέτοια πράξη δεν είχε νόημα. Ήταν ο πρωτότοκος, νόμιμος γιος του. Έτσι γινόταν πάντα η διαδοχή. Από την ώρα που είχε γεννηθεί, πάντα ήξερε ότι αυτός θα ήταν που θα διαδεχόταν τον πατέρα του στο θρόνο – και ποτέ δεν είχε λόγο να σκεφτεί ότι θα γινόταν κάτι διαφορετικό.

Ήταν εξωφρενικό. Τον είχε παραγκωνίσει για ένα παιδί του που ήταν νεότερο σε ηλικία απ’ αυτόν – πόσο μάλλον που ήταν κορίτσι. Μόλις μαθεύονταν κάτι τέτοιο, θα γινόταν ο περίγελος του βασιλείου. Καθώς περπατούσε, ένιωσε σαν να μην είχε πια αέρα να αναπνεύσει.

Περνώντας με δυσκολία μέσα από τα πλήθη, κατευθύνθηκε προς το μέρος που θα γινόταν η γαμήλια τελετή της μεγάλης του αδελφής. Κοίταξε γύρω του και είδε μια θάλασσα από πολύχρωμα ενδύματα, μια ατέλειωτη ροή ανθρώπων, που φαίνονταν τόσο διαφορετικοί αφού έρχονταν από κάθε επαρχία του βασιλείου. Δεν του άρεσε καθόλου να βρίσκεται τόσο κοντά σε κοινούς θνητούς. Αυτή ήταν μια από τις λίγες περιπτώσεις που οι φτωχοί ανακατεύονταν με τους πλούσιους, και η μόνη φορά που οι βάρβαροι από το Ανατολικό Βασίλειο, από την άλλη πλευρά των Χάιλαντς, επιτρέπονταν να έρθουν εδώ. Ο Γκάρεθ ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει πως η αδελφή του παντρεύονταν με έναν από αυτούς. Απλά ήταν μια πολιτική κίνηση του πατέρα του, μια απελπισμένη προσπάθεια για να διατηρήσει την ειρήνη μεταξύ των δύο βασιλείων.

Και ακόμα πιο παράξενο ήταν πως, παραδόξως, στην αδελφή του άρεσε αυτός ο άνθρωπος. Ο Γκάρεθ δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Όμως, επειδή την ήξερε καλά, δεν ήταν ο άντρας που της άρεσε, αλλά ο τίτλος και η ευκαιρία να γίνει Βασίλισσα της δικής της περιφέρειας. Όμως, θα έπαιρνε ό,τι της άξιζε – όλοι αυτοί στην άλλη πλευρά των Χάιλαντς ήταν βάρβαροι και απολίτιστοι. Κατά τη γνώμη του Γκάρεθ, δεν είχαν τη δική του ευγένεια, τους λεπτούς τρόπους και την πολιτισμένη του διαπαιδαγώγηση. Αλλά αυτό δεν ήταν δικό του πρόβλημα. Αν η αδελφή του ήταν ευτυχισμένη, ας παντρευόταν και ας πήγαινε να ζήσει εκεί. Θα είχε λιγότερα αδέλφια να στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά του για την κατάκτηση του θρόνου. Στην πραγματικότητα, όσο πιο μακριά πήγαινε, τόσο το καλύτερο.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον ένοιαζαν πια. Μετά απ’ όσα είχαν συμβεί σήμερα, δεν θα γινόταν ποτέ βασιλιάς. Τώρα, τον είχε υποβιβάσει να είναι ένας ακόμα ανώνυμος πρίγκιπας στο βασίλειο του πατέρα του. Τώρα, δεν είχε πια δρόμο για την εξουσία και ήταν καταδικασμένος σε μια ζωή μετριότητας.

Ο πατέρας του τον είχε υποτιμήσει – πάντα αυτό έκανε. Θεωρούσε τον εαυτό του ότι είχε πολιτική οξυδέρκεια – αλλά ο Γκάρεθ ήταν πολύ πιο πονηρός απ’ αυτόν, πάντα ήταν. Για παράδειγμα, ο γάμος της Λουάντα με έναν ΜακΚλάουντ ήταν για τον πατέρα του μια έξυπνη πολιτική κίνηση. Αλλά ο Γκάρεθ ήταν πολύ πιο διορατικός από τον πατέρα του, ήταν σε θέση να διακρίνει περισσότερες επιπτώσεις αυτής της πράξης και έβλεπε πιο μακριά απ’ αυτόν. Ήξερε που θα οδηγούσε αυτή η ενέργεια. Τελικά, ο γάμος δεν θα μπορούσε να κατευνάσει τους ΜακΚλάουντ – αντιθέτως θα τους ξεσήκωνε. Ήταν άξεστοι και απολίτιστοι και θα έβλεπαν αυτή την κίνηση για ειρήνη όχι σαν ένα σημάδι δύναμης, αλλά ως ένα σημάδι αδυναμίας. Δεν θα τους ένοιαζε ο δεσμός ανάμεσα στις δύο οικογένειες, και μόλις θα έπαιρναν την αδελφή του, ο Γκάρεθ ήταν σίγουρος πως θα σχεδίαζαν μια επίθεση. Όλο αυτό ήταν ένα τέχνασμα. Είχε προσπαθήσει να το πει στον πατέρα του, αλλά αυτός δεν ήταν διατεθειμένος να ακούσει.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον ενδιέφερε πια. Στο κάτω-κάτω ήταν ένας απλός πρίγκιπας, ένα ακόμα γρανάζι στον τροχό του βασιλείου. Αυτή η σκέψη τον έκανε να βράζει απ’ τον θυμό του και δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να νιώσει τόσο μίσος για τον πατέρα του. Καθώς περνούσε στριμωχτά μέσα στο πλήθος με τους ώμους του να ακουμπούν τους ανθρώπους γύρω του, άρχισε να σκέφτεται τρόπους για να πάρει εκδίκηση, και τρόπους που θα μπορούσε να πάρει πίσω τη διαδοχή στη βασιλεία. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο , ότι δεν θα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Δεν μπορούσε να αφήσει το βασίλειο να πάει στη μικρή του αδελφή.

«Α, εδώ είσαι», ακούστηκε μια φωνή.

Ήταν ο Φερθ, που περπατούσε πλάι του με ένα χαρούμενο χαμόγελο που αποκάλυπτε τα τέλεια δόντια του. Ήταν δεκαοκτώ, ψηλός, λεπτός με διαπεραστική φωνή, λείο δέρμα και κόκκινα μάγουλα. Ο Φερθ ήταν ο εραστής του εκείνο τον καιρό. Ο Γκάρεθ συνήθως χαιρόταν όταν τον έβλεπε, αλλά τώρα δεν είχε καμία διάθεση γι’ αυτόν.

«Νομίζω ότι με αποφεύγεις όλη μέρα, σήμερα», είπε ο Φερθ πιάνοντάς τον αγκαζέ καθώς περπατούσαν.

Ο Γκάρεθ αμέσως του έσπρωξε το χέρι, κοιτάζοντας γύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν τους είχε δει κανείς.

«Είσαι ηλίθιος;» τον κατσάδιασε ο Γκάρεθ. «Μην τολμήσεις ποτέ ξανά να με πιάσεις αγκαζέ δημοσίως. Ποτέ».

Ο Φερθ χαμήλωσε τα μάτια του και τα μάγουλά του έγιναν ακόμα πιο κόκκινα. «Συγγνώμη», είπε. «Δεν το σκέφτηκα».

«Σωστά, δεν το σκέφτηκες. Ξανακάντο άλλη μια φορά, και δεν πρόκειται να συναντηθούμε ποτέ ξανά», ο Γκάρεθ συνέχισε να τον επιπλήττει.

Ο Φερθ που είχε γίνει κατακόκκινος τον κοίταξε με απολογητικό ύφος. «Συγγνώμη», επανέλαβε.

Ο Γκάρεθ έριξε άλλη μια ματιά γύρω, σιγουρεύτηκε ότι κανείς δεν τους είχε δει, και ένιωσε κάπως καλύτερα.

«Τι κουτσομπολιά ακούς απ’ τον κόσμο;» ρώτησε ο Γκάρεθ, θέλοντας να αλλάξει θέμα και να διώξει τις μαύρες σκέψεις του.

Ο Φερθ αμέσως αναθάρρησε και το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του.

«Όλοι περιμένουν ανυπόμονα. Όλοι περιμένουν την αναγγελία ότι έχεις οριστεί ως διάδοχος».

Ο Γκάρεθ έσκυψε το κεφάλι του. Ο Φερθ τον κοίταξε ερευνητικά.

«Δεν ορίστηκες;» ρώτησε ο Φερθ με δυσπιστία.

Ο Γκάρεθ κοκκίνισε και καθώς περπατούσε απέφυγε την ματιά του Φερθ.

«Όχι».

Ο Φερθ έμεινε άναυδος.

«Με παρέκαμψε. Μπορείς να φανταστείς; Για την αδελφή μου. Τη μικρότερη αδελφή μου».

Τώρα ο Φερθ ήταν εντελώς αποσβολωμένος.

«Αδύνατον», είπε. «Εσύ είσαι ο πρωτότοκος. Κι’ αυτή είναι γυναίκα. Δεν είναι δυνατόν», επανέλαβε.

Ο Γκάρεθ τον κοίταξε με ψυχρό βλέμμα. «Δεν σου λέω ψέματα».

Για λίγο και οι δύο τους περπατούσαν σιωπηλά και καθώς το πλήθος συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερο, ο Γκάρεθ κοίταξε γύρω του αρχίζοντας να συνειδητοποιεί που βρισκόταν και τι είχε συμβεί. Η Αυλή του Βασιλιά ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο – χιλιάδες άνθρωποι συνέρρεαν από κάθε είσοδο. Αργά αργά κατευθύνονταν προς την εξέδρα που θα γινόταν η γαμήλια τελετή. Γύρω από την εξέδρα είχαν τοποθετηθεί τα πιο όμορφα καθίσματα, με παχιά μαξιλάρια από κόκκινο βελούδο και χρυσή μπορντούρα. Ένας ολόκληρος στρατός από υπηρέτες ανεβοκατέβαιναν στους διαδρόμους για να βοηθήσουν τους επισκέπτες να καθίσουν και για να τους φέρουν ποτά.

Ο γαμήλιος διάδρομος,  που το μήκος του φαίνονταν ατέλειωτο, ήταν στρωμένος με λουλούδια. Και στις δύο πλευρές του κάθονταν οι δύο οικογένειες – οι ΜακΓκιλ και οι ΜακΚλάουντ – φανερά διαχωρισμένοι μεταξύ τους. Σε κάθε πλευρά βρίσκονταν εκατοντάδες συγγενείς, όλοι ντυμένοι με τα πιο καλά τους ρούχα – οι ΜακΓκιλ με τα χαρακτηριστικά μωβ της οικογένειάς τους και οι ΜακΚλάουντ με τα σκούρα πορτοκαλί τους. Έτσι όπως τους έβλεπε ο Γκάρεθ, οι δύο φυλές δεν θα μπορούσαν να φαίνονται πιο διαφορετικές. Αν και οι δύο τους φορούσαν πλούσια ρούχα και στολίδια, οι ΜακΚλάουντ του φαίνονταν σαν μασκαράδες, σαν όλα επάνω τους να ήταν ψεύτικα. Παρά τα πλούσια ρούχα τους, ήταν βάρβαροι – το έβλεπε στις εκφράσεις του προσώπου τους, στον τρόπο που κινούνταν, στο πως έσπρωχνε ο ένας τον άλλον, και στα πολύ δυνατά γέλια τους. Κάτω από την μάσκα των βασιλικών ρούχων που φορούσαν, υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να κρυφτεί. Δυσανασχετούσε που όλοι αυτοί είχαν περάσει τις πύλες τους. Και δυσανασχετούσε με όλη αυτή την υπόθεση του γάμου. Ήταν άλλη μια ανόητη απόφαση του πατέρα του.

Αν ο Γκάρεθ ήταν βασιλιάς, θα τα έκανε όλα αλλιώς. Θα είχε κι’ αυτός κανονίσει να γίνει ο γάμος. Αλλά μετά θα περίμενε ως αργά το βράδυ, που όλοι οι ΜακΚλάουντ θα ήταν τύφλα από το ποτό, θα έβαζε τις μπάρες στις πόρτες της αίθουσας και θα τους έκαιγε όλους με μια τεράστια φωτιά. Θα είχε απαλλαγεί απ’ όλους αυτούς με μια μόνο επιχείρηση.

«Βάρβαροι», είπε ο Φερθ, καθώς κοίταζε εξεταστικά την άλλη πλευρά του γαμήλιου διαδρόμου. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο πατέρας σου τους άφησε να έρθουν εδώ».

«Θα έχουμε ενδιαφέροντα παιχνίδια στη συνέχεια», είπε ο Γκάρεθ. «Προσκαλεί τον εχθρό μέσα στην Αυλή μας και μετά διοργανώνει και αγωνίσματα με την ευκαιρία του γάμου. Δεν είναι αυτή συνταγή για σύγκρουση;»

«Αυτό πιστεύεις;» ρώτησε ο Φερθ. «Θα γίνει μάχη; Εδώ; Με όλους αυτούς τους στρατιώτες; Την ημέρα του γάμου της;»

Ο Γκάρεθ κούνησε τους ώμους του με αδιαφορία. Όλα τα περίμενε από τους ΜακΚλάουντ.

«Σεβασμός για την ημέρα του γάμου δεν σημαίνει τίποτα γι’ αυτούς».

«Μα έχουμε χιλιάδες στρατιώτες εδώ».

«Το ίδιο κι’ αυτοί».

Ο Γκάρεθ γύρισε και είδε μια μεγάλη σειρά στρατιωτών – ΜακΓκιλ και ΜακΚλάουντ – να είναι παραταγμένοι και στις δύο πλευρές των επάλξεων. Ήξερε ότι δεν θα είχαν φέρει τόσους πολλούς στρατιώτες αν δεν περίμεναν αψιμαχίες. Παρά την σπουδαιότητα της ημέρας, τις πολυτελείς ενδυμασίες, τον πλούτο της δεξίωσης, τα ατέλειωτα τραπέζια με τα φαγητά, το καλοκαιρινό ηλιοστάσιο σε όλη του τη δόξα, τα λουλούδια – παρά την όλη διοργάνωση, υπήρχε μια βαριά ένταση στον αέρα. Όλοι ήταν ανήσυχοι. Ο Γκάρεθ το έβλεπε από τον τρόπο που κάθονταν ο ένας κοντά στον άλλον και από τον τρόπο που τέντωναν τους αγκώνες τους. Δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον.

Ίσως και να ήταν τυχερός, σκέφτηκε ο Γκάρεθ, και ένας απ’ αυτούς να μαχαίρωνε τον πατέρα του στην καρδιά. Τότε ίσως να μπορούσε να γίνει βασιλιάς.

 

«Υποθέτω πως δεν μπορούμε να καθίσουμε μαζί», είπε ο Φερθ, με απογοήτευση στη φωνή του, καθώς πλησίαζαν στα καθίσματα.

Ο Γκάρεθ τον κοίταξε περιφρονητικά. «Πόσο βλάκας είσαι;» του είπε και η φωνή του ήταν σαν να έσταζε φαρμάκι.

Στ’ αλήθεια είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν ήταν καλή ιδέα να διαλέξει αυτό το αγόρι από τους στάβλους για εραστή του. Αν δεν κατάφερνε σύντομα να τον κάνει να σταματήσει τις βλακείες, θα προδίνονταν και οι δύο.

Ο Φερθ χαμήλωσε τα μάτια του ντροπιασμένος.

«Θα σε δω μετά στους στάβλους. Τώρα σε αποχαιρετώ», του είπε και του έδωσε μια μικρή σπρωξιά πριν εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος.

Ξαφνικά, ο Γκάρεθ αισθάνθηκε ένα παγωμένο άγγιγμα στο χέρι του. Για μια στιγμή η καρδιά του σταμάτησε καθώς αναρωτήθηκε αν τον είχαν ανακαλύψει. Αλλά αμέσως ένιωσε μακριά νύχια και λεπτά δάκτυλα να χώνονται στο δέρμα του και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν το άγγιγμα της γυναίκας του. Της Χελένα.

«Μην με φέρεις σε δύσκολη θέση μια τέτοια μέρα», είπε ψιθυριστά και με μίσος στη φωνή της.

Γύρισε και την κοίταξε προσεκτικά. Φαινόταν όμορφη, έτσι στολισμένη. Φορούσε ένα μακρύ σατέν φόρεμα, τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά με καρφίτσες, φορούσε ένα υπέροχο διαμαντένιο κολιέ, και το πρόσωπό της φαινόταν λείο με το μακιγιάζ. Αντικειμενικά, ο Γκάρεθ μπορούσε να πει ότι ήταν όμορφη, τόσο όμορφη όσο ήταν και την μέρα του γάμου τους. Όμως ακόμα δεν ένιωθε καμία έλξη γι’ αυτή. Ήταν άλλη μια από τις ιδέες του πατέρα του – να προσπαθήσει να τον παντρέψει μαζί της, αντίθετα από τη φύση του. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να του φορτώσει μια μόνιμα στρυφνή σύντροφο – και να δημιουργήσει ακόμα περισσότερες εικασίες στην Αυλή σχετικά με τις πραγματικές του προτιμήσεις.

«Είναι η μέρα του γάμου της αδελφής σου», του είπε με έντονα επιπληκτικό τόνο. «Μπορείς να κάνεις ότι είμαστε ζευγάρι – έστω για μια φορά».

Τον έπιασε αγκαζέ και βάδισαν προς το χώρο που ήταν ειδικά για την βασιλική οικογένεια και περιβάλλονταν από ένα βελούδινο κορδόνι. Δύο βασιλικοί φρουροί τους άφησαν να περάσουν και μετά από λίγο αναμίχθηκαν με τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας στην άκρη του διαδρόμου.

Μια σάλπιγγα ακούστηκε, και σιγά σιγά, το πλήθος ησύχασε. Μετά ακούστηκε απαλή μουσική από ένα τσέμπαλο, ακόμα πιο πολλά λουλούδια σκορπίστηκαν στον ήδη γεμάτο διάδρομο και η βασιλική πομπή ξεκίνησε να κινείται κατά μήκος του διαδρόμου με τα ζευγάρια πιασμένα αγκαζέ. Ο Γκάρεθ ένιωσε το τράβηγμα της Χελένα και άρχισε να περπατάει στον διάδρομο μαζί της.

Ο Γκάρεθ ένιωθε ότι όλοι τον κοίταζαν και αυτό τον έκανε να αισθάνεται περισσότερη αμηχανία από ποτέ, αφού δεν ήξερε πως να προσποιηθεί ότι η αγάπη τους ήταν αληθινή. Αισθάνονταν εκατοντάδες μάτια επάνω του και είχε την αίσθηση ότι όλοι τον κοίταζαν επικριτικά, αν και ήξερε ότι στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Ο διάδρομος ήταν πολύ μακρύς και ανυπομονούσε να φτάσουν στο τέλος, να σταθούν δίπλα στην αδελφή του στο βωμό και να τελειώνουν με όλα αυτά. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την συνάντηση που είχε με τον πατέρα του και αναρωτιόταν αν όλοι οι παρευρισκόμενοι ήξεραν ήδη τα νέα.

«Είχα άσχημα νέα σήμερα», ψιθύρισε στην Χελένα καθώς τελικά έφτασαν στο τέλος του διαδρόμου και τα μάτια δεν ήταν πια επάνω του.

«Νομίζεις ότι δεν τα ξέρω ήδη;» τον διέκοψε.

Γύρισε και την κοίταξε με έκπληξη.

Εκείνη του το ανταπέδωσε με μια υποτιμητική ματιά. «Έχω τους κατασκόπους μου», είπε.

Μισόκλεισε τα μάτια του και ήθελε να πει κάτι για να την πληγώσει. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ατάραχη;

«Αν εγώ δεν γίνω Βασιλιάς, ούτε εσύ θα γίνεις ποτέ βασίλισσα», της είπε.

«Ποτέ μου δεν περίμενα ότι θα γίνω βασίλισσα», απάντησε.

Αυτό τον εξέπληξε ακόμα περισσότερο.

«Ποτέ δεν περίμενα ότι ο πατέρας σου θα όριζε εσένα», πρόσθεσε. «Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Εσύ δεν είσαι αρχηγός. Είσαι εραστής. Αλλά όχι ο δικός μου εραστής».

Ο Γκάρεθ αισθάνθηκε να κοκκινίζει.

«Ούτε εσύ είσαι δική μου ερωμένη», της είπε.

Τώρα ήταν η δική της σειρά να κοκκινίσει. Αυτός δεν ήταν ο μόνος που είχε κρυφό εραστή. Ο Γκάρεθ είχε δικούς του κατασκόπους που τον πληροφορούσαν για τα κατορθώματά της. Την άφηνε, όμως, ήσυχη – εφ’ όσον και αυτή δεν μιλούσε και τον άφηνε ήσυχο.

«Δεν μου άφησες άλλη επιλογή», του απάντησε. «Περίμενες ότι θα μείνω χωρίς κάποια σχέση για όλη μου τη ζωή;»

«Ήξερες ποιος ήμουν», της απάντησε. «Και παρόλα αυτά δέχτηκες να με παντρευτείς. Διάλεξες την εξουσία, όχι τον έρωτα. Μην το παίζεις έκπληκτη».

«Ο γάμος μας ήταν προσυμφωνημένος», είπε. «Δεν ήταν δική μου επιλογή».

«Όμως δεν διαμαρτυρήθηκες», της απάντησε.

Ο Γκάρεθ δεν είχε κουράγιο να τσακωθεί μαζί της σήμερα. Για εκείνον ήταν ένα καλό προκάλυμμα, μια σύζυγος μαριονέτα. Μπορούσε να την ανέχεται και θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμη σε κάποιες περιπτώσεις – εφόσον δεν τον ενοχλούσε πολύ.

Ο Γκάρεθ παρακολουθούσε με υπέρτατο κυνισμό όταν όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους για να δουν την μεγάλη αδελφή του να περπατάει στον διάδρομο δίπλα στον πατέρα του. Σ’ αυτό το πλάσμα που είχε το θράσος και την αδιαντροπιά να προσποιείται ότι ήταν λυπημένος σκουπίζοντας ένα δάκρυ καθώς περπατούσε μαζί της στον διάδρομο. Ένας ηθοποιός ως το τέλος. Αλλά στα μάτια του Γκάρεθ δεν ήταν τίποτα άλλο από έναν ανόητο που τα είχε κάνει θάλασσα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο πατέρας του ένιωθε πραγματική λύπη που η κόρη του παντρευόταν και θα έφευγε, αφού ο ίδιος την είχε ρίξει στους λύκους του βασιλείου των ΜακΚλάουντ. Ο Γκάρεθ ένιωθε ακριβώς την ίδια απαξίωση και για την Λουάντα που φαινόταν ότι απολάμβανε όλο αυτό το θέατρο. Έδειχνε πως δεν την ένοιαζε καθόλου που παντρευόταν κάποιον κατώτερο και θα πήγαινε σ’ ένα μέρος με απολίτιστους ανθρώπους. Γιατί, κι’ αυτή, κυνηγούσε την εξουσία. Ήταν μια ψυχρή υπολογίστρια. Κατά κάποιο τρόπο, απ’ όλα του τα αδέλφια, αυτή ήταν που έμοιαζε περισσότερο στον πατέρα τους. Υπήρχαν φορές που είχαν έρθει πιο κοντά, αλλά ποτέ δεν έτρεφαν θερμά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον.

Καθώς στεκόταν εκεί, ο Γκάρεθ κουνήθηκε ανυπόμονα, περιμένοντας να τελειώσει όλο αυτό.

Υπέφερε σ’ όλη τη διάρκεια της τελετής με τον Άργκον να πρωτοστατεί στις ευλογίες, να απαγγέλλει τα μαγικά λόγια, και να εκτελεί τα τελετουργικά. Όλο αυτό ήταν μια παρωδία που τον αηδίαζε. Ήταν απλά η ένωση δύο οικογενειών για πολιτικούς λόγους. Γιατί δεν το έλεγαν με το όνομά του;

Σε λίγη ώρα, δόξα το Θεό, όλα τέλειωσαν. Το πλήθος σηκώθηκε και ζητωκραύγασε δυνατά καθώς το ζευγάρι φιλήθηκε. Μια μεγάλη σάλπιγγα ακούστηκε και η τέλεια τάξη της τελετής του γάμου διαλύθηκε σε ένα ελεγχόμενο χάος. Η βασιλική οικογένεια πέρασε πάλι από τον διάδρομο και κατευθύνθηκε προς τον χώρο της δεξίωσης.

Ακόμα και ο Γκάρεθ, όσο κυνικός κι’ αν ήταν, εντυπωσιάστηκε από το θέαμα – ο πατέρας του δεν είχε λυπηθεί τα χρήματα αυτή τη φορά. Μπροστά τους απλώνονταν όλων των ειδών τα τραπέζια με πλούσια εδέσματα, βαρελάκια με κρασί, και μια ατέλειωτη σειρά από χοιρινά, πρόβατα και αρνιά να ψήνονται.

Πίσω του, είχαν ήδη αρχίσει να προετοιμάζονται για την κύρια εκδήλωση: τα αγωνίσματα. Ετοιμάζονταν οι στόχοι για τη ρίψη πέτρας, ρίψη δόρατος, τοξοβολία – και στο κέντρο όλων αυτών η λωρίδα για την κονταρομαχία. Ήδη τα πλήθη είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονταν εκεί.

Και στις δύο πλευρές, τα πλήθη είχαν παραταχθεί για να ενθαρρύνουν τους ιππότες τους. Για τους ΜακΓκιλ, ο πρώτος που μπήκε ήταν, φυσικά, ο Κέντρικ έφιππος, φορώντας την λαμπερή πανοπλία του και ακολουθούμενος από δεκάδες μέλη του Αργυρού Τάγματος. Αλλά μόλις έφτασε ο Έρεκ, λίγο πιο πίσω από τους άλλους, πάνω στο λευκό του άλογο, το πλήθος σώπασε με δέος. Ήταν σαν μαγνήτης  που τράβηξε τη προσοχή όλων. Ακόμα και η Χελένα έγειρε λίγο μπροστά για να τον δει και ο Γκάρεθ παρατήρησε την επιθυμία της γι’ αυτόν, κάτι που ένιωθαν και όλες οι άλλες γυναίκες.

«Είναι σε ηλικία επιλογής, και όμως δεν είναι παντρεμένος. Οποιαδήποτε γυναίκα στο βασίλειο θα τον παντρευόταν. Γιατί δεν διαλέγει κάποια από εμάς;»

«Κι’ εσένα τι σε νοιάζει;» ρώτησε ο Γκάρεθ, νιώθοντας ζήλια – κάτι που δεν ήταν του χαρακτήρα του. Κι’ αυτός θα ήθελε να είναι εκεί, με την πανοπλία του, πάνω στο άλογό του να συμμετέχει στις κονταρομαχίες για το όνομα του πατέρα του. Αλλά δεν ήταν πολεμιστής. Και όλοι το ήξεραν.

Η Χελένα τον αγνόησε με μια απορριπτική κίνηση του χεριού της. «Εσύ δεν είσαι άντρας», είπε κοροϊδευτικά. «Εσύ δεν καταλαβαίνεις αυτά τα πράγματα».

Ο Γκάρεθ κοκκίνισε. Ήθελε να την βρίσει, αλλά δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αντιθέτως, τη συνόδεψε καθώς πήγε και κάθισε στην εξέδρα μαζί με τους άλλους για να δει τις εορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας. Η σημερινή ημέρα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και ο Γκάρεθ ήδη ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Η ημέρα θα διαρκούσε για πολύ ακόμα, μια ημέρα με ευγένεια και ιπποτική συμπεριφορά, μεγαλοπρέπεια και προσποίηση. Με άντρες που θα λάβωναν ή και θα σκότωναν ο ένας τον άλλον. Μια ημέρα που αυτός δεν επρόκειτο να έχει καμία συμμετοχή. Μια ημέρα που αντιπροσώπευε όλα όσα απεχθάνονταν.

Καθώς καθόταν εκεί, οι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του. Σιωπηλά ευχόταν όλες αυτές οι εορταστικές εκδηλώσεις να γίνονταν μια κανονική μάχη και να υπήρχε μια μεγάλη αιματοχυσία εκεί μπροστά του και ότι καλό είχε αυτός ο τόπος να καταστρέφονταν, να γίνονταν κομμάτια.

Μια ημέρα θα γίνονταν αυτό που ήθελε. Μια ημέρα θα γίνονταν Βασιλιάς.

Μια ημέρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Ο Θορ έκανε ό,τι μπορούσε για να προλαβαίνει τον ακόλουθο του Έρεκ που έτρεχε βολίδα κάνοντας ελιγμούς μέσα από τα πλήθη. Από την ώρα που βρέθηκε στην αρένα, ένιωθε ότι ζούσε μέσα σε μια δίνη και το μυαλό του δεν μπορούσε να επεξεργαστεί όσα συνέβαιναν γύρω του. Μέσα του έτρεμε ακόμα, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον είχαν δεχτεί στην Λεγεώνα και ότι είχε γίνει ο δεύτερος ακόλουθος του Έρεκ.

«Σου είπα, αγόρι μου, να έρχεσαι μαζί μου!» φώναξε κοφτά ο Φέιθγκολντ.

Τον Θορ τον ενοχλούσε να τον αποκαλούν «αγόρι», ειδικά σ’ αυτή την περίπτωση που ο ακόλουθος μόλις και μετά βίας ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερός του. Ο Φέιθγκολντ έτρεχε σαν βέλος μέσα από το πλήθος, σχεδόν σαν να προσπαθούσε να κάνει τον Θορ να τον χάσει.

«Έχει πάντα τόσο κόσμο εδώ;» φώναξε ο Θορ προσπαθώντας να τον φτάσει.

«Και βέβαια όχι!» του απάντησε ο Φέιθγκολντ φωνάζοντας δυνατά. «Σήμερα δεν είναι μόνο το θερινό ηλιοστάσιο, δηλαδή η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου, αλλά είναι και η ημέρα που ο Βασιλιάς διάλεξε για να γίνει ο γάμος της κόρης του – αλλά και η μοναδική ημέρα στην ιστορία του βασιλείου μας που οι πόρτες άνοιξαν για τους ΜακΚλάουντ. Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει έρθει τόσος κόσμος εδώ όσος σήμερα. Είναι κάτι πρωτοφανές. Δεν το περίμενα! Και φοβάμαι πως θ’ αργήσουμε!» είπε βιαστικά, καθώς συνέχισε να τρέχει μέσα στο πλήθος.

«Πού πάμε;» ρώτησε ο Θορ.

«Πάμε να κάνουμε ό,τι κάνει κάθε καλός ακόλουθος: να βοηθήσουμε τον ιππότη μας να προετοιμαστεί!»

«Να προετοιμαστεί για ποιο πράγμα;» ο Θορ τον ρώτησε επίμονα με κομμένη την ανάσα. Η ζέστη αυξανόταν λεπτό προς λεπτό και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του.

«Για τις βασιλικές κονταρομαχίες!»

Τελικά έφτασαν στην άκρη του πλήθους και σταμάτησαν μπροστά σε έναν φρουρό του Βασιλιά ο οποίος αναγνώρισε τον Φέιθγκολντ και έκανε μια χειρονομία προς τους άλλους να τον αφήσουν να περάσει.

Πέρασαν κάτω από ένα σχοινί και μπήκαν σ’ ένα ξέφωτο που δεν είχε κόσμο. Ο Θορ δεν μπορούσε να το πιστέψει: εκεί, μπροστά του υπήρχαν διάδρομοι για κονταρομαχίες. Πίσω από τα σχοινιά στέκονταν πλήθη θεατών και πάνω-κάτω στις χωμάτινες λωρίδες στέκονταν πολεμικά άλογα – τα μεγαλύτερα που ο Θορ είχε δει ποτέ στη ζωή του – πάνω στα οποία βρίσκονταν ιππότες με όλη την εξάρτηση της πανοπλίας τους. Ανακατεμένοι μέσα στους άντρες του Αργυρού Τάγματος, βρίσκονταν ιππότες και από τα δύο βασίλεια, αλλά και από κάθε επαρχία. Κάποιοι ήταν ντυμένοι με μαύρες πανοπλίες, άλλοι με λευκές, φορούσαν περικεφαλαίες και έφεραν όπλα κάθε σχήματος και μεγέθους. Έμοιαζε σαν όλος ο κόσμος να είχε κατέβει σ’ αυτούς τους διαδρόμους για κονταρομαχίες.

Ήδη κάποια αγωνίσματα ήταν σε εξέλιξη, ενώ ιππότες από μέρη που ο Θορ δεν γνώριζε επιτίθονταν ο ένας στον άλλον, ενώ οι κλαγγή των δοράτων και των ασπίδων συνοδεύονταν πάντα από σύντομες ζητωκραυγές από το πλήθος. Κοιτάζοντάς τα από κοντά, ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει τη δύναμη και την ταχύτητα αυτών των αλόγων και τον ήχο που έκαναν τα όπλα. Ήταν μια θανατηφόρα τέχνη.

«Αυτό δεν μοιάζει με άθλημα!» ο Θορ είπε στον Φέιθγκολντ καθώς τον ακολουθούσε περιμετρικά στις αγωνιστικές λωρίδες.

«Επειδή δεν είναι», φώναξε ο Φέιθγκολντ μέσα από τον θόρυβο που έκαναν τα άλογα και τα όπλα. «Είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση που της έχουν βάλει τη μάσκα του απλού αγωνίσματος. Άνθρωποι πεθαίνουν εδώ, κάθε μέρα. Γίνεται μάχη. Τυχεροί είναι όσοι τελικά γλιτώνουν χωρίς να τραυματιστούν. Αλλά αυτοί είναι ελάχιστοι».

 

Ο Θορ κοίταζε καθώς οι δύο ιππότες επιτίθονταν ο ένας στον άλλον και συγκρούονταν με όλη τους την ταχύτητα.

Ακουγόταν ο απαίσιος ήχος του μετάλλου που χτυπούσε το άλλο μέταλλο, ενώ στη συνέχεια ένας από αυτούς έπεσε από το άλογό του και προσγειώθηκε με την πλάτη, λίγα βήματα πιο πέρα από τον Θορ.

Το πλήθος έβγαλε μια πνιχτή κραυγή. Ο ιππότης δεν κουνήθηκε και ο Θορ είδε ένα κομμάτι από το ξύλινο κοντάρι να έχει τρυπήσει την πανοπλία του και να έχει καρφωθεί στα πλευρά του. Ούρλιαζε από τον πόνο, ενώ το αίμα έτρεχε ποτάμι από το στόμα του. Αρκετοί ακόλουθοι έτρεξαν για να τον βοηθήσουν και τον έσυραν έξω από τον διάδρομο. Ο ιππότης που είχε νικήσει έκανε παρέλαση, πηγαίνοντας αργά αργά και υψώνοντας το κοντάρι του κάτω από τις επευφημίες του πλήθους.

Ο Θορ ήταν έκπληκτος. Δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι το αγώνισμα αυτό ήταν τόσο θανατηφόρο.

«Αυτό που μόλις είδες να κάνουν τα παιδιά – αυτή είναι η δουλειά σου τώρα», είπε ο Φέιθγκολντ. «Τώρα είσαι ακόλουθος. Για την ακρίβεια, δεύτερος ακόλουθος».

Σταμάτησε και τον πλησίασε – τόσο πολύ που ο Θορ μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του που βρομούσε.

«Και μην ξεχνάς. Εγώ λογοδοτώ στον Έρεκ. Και εσύ λογοδοτείς σε μένα. Η δουλειά σου είναι να με βοηθάς. Κατάλαβες;»

Ο Θορ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά προσπαθώντας να συγκρατήσει όσα του είπε. Τα είχε φανταστεί όλα διαφορετικά και ακόμα δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι του επιφύλασσε το μέλλον. Όμως αυτό που μπορούσε να καταλάβει ήταν πόσο πολύ ο Φέιθγκολντ αισθανόταν να απειλείται από την παρουσία του και ένιωθε ότι είχε κάνει έναν εχθρό.

«Δεν είναι πρόθεσή μου να παρέμβω στο ό,τι είσαι ακόλουθος του Έρεκ», είπε ο Θορ.

Ο Φέιθγκολντ γέλασε κοροϊδευτικά.

«Δεν θα μπορούσες να παρέμβεις σε ό,τι με αφορά, αγόρι μου, ακόμα κι’ αν ήθελες. Απλά μην ανακατεύεσαι στις δουλειές μου και κάνε ό,τι σου λέω».

Με αυτά τα λόγια ο Φέιθγκολντ γύρισε και απομακρύνθηκε βιαστικά μέσα από μια σειρά από στριφογυριστά μονοπάτια πίσω από τα σχοινιά. Ο Θορ τον ακολούθησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και σε λίγο βρέθηκε μέσα σ’ ένα λαβύρινθο από στάβλους. Κατηφόρισε σε ένα στενό διάδρομο όπου παντού γύρω του υπήρχαν άλογα που περπατούσαν καμαρωτά και ακόλουθοι που τα φρόντιζαν. Ο Φέιθγκολντ έστριψε πάλι και τελικά σταμάτησε μπροστά σε ένα γιγαντιαίο, υπέροχο άλογο. Ο Θορ σταμάτησε επίσης για να πάρει μια ανάσα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάτι τόσο μεγάλο και τόσο όμορφο ήταν αληθινό – πόσο μάλλον ότι ήταν περιορισμένο πίσω από ένα φράχτη. Το άλογο φαίνονταν έτοιμο για πόλεμο.

«Γουόρκφιν», είπε ο Φέιθγκολντ. «Το άλογο του Έρεκ. Ή ένα από αυτά. Αυτό που προτιμάει για κονταρομαχίες. Δεν είναι εύκολο ζώο για να το δαμάσεις. Αλλά ο Έρεκ τα κατάφερε. Άνοιξε την πόρτα», τον πρόσταξε ο Φέιθγκολντ.

Ο Θορ τον κοίταξε προβληματισμένος, μετά κοίταξε την πόρτα και προσπάθησε να δει πως άνοιγε. Έκανε ένα βήμα μπροστά, τράβηξε ένα πάσσαλο ανάμεσα στις περσίδες, αλλά η πόρτα δεν άνοιξε. Την τράβηξε δυνατά μέχρι να κουνηθεί λιγάκι και μετά την άνοιξε απαλά.

Μόλις την άνοιξε, ο Γουόρκφιν χλιμίντρισε, πήρε φόρα και κλώτσησε το ξύλο που έγδαρε την άκρη του δακτύλου του Θορ.

Ο Θορ τράβηξε πίσω το χέρι του από τον πόνο.

Ο Φέιθγκολντ γέλασε.

«Γι’ αυτό έβαλα εσένα να την ανοίξεις. Την άλλη φορά να το κάνεις πιο γρήγορα, αγόρι μου. Ο Γουόρκφιν δεν περιμένει κανέναν. Ειδικά εσένα».

Ο Θορ έγινε έξαλλος. Ο Φέιθγκολντ είχε ήδη αρχίσει να του τη δίνει στα νεύρα και δεν μπορούσε να δει πώς θα τα έβγαζε πέρα μαζί του.

Άνοιξε γρήγορα τις ξύλινες πόρτες, αυτή τη φορά όμως απομακρύνθηκε από τα πόδια του αλόγου που δεν σταματούσαν να κινούνται.

«Να τον βγάλω έξω;» ρώτησε με τρόμο. Δεν ήθελε να πιάσει τα ηνία του Γουόρκφιν που κουνιόταν συνεχώς χτυπώντας τα πόδια του στο έδαφος.

«Και βέβαια όχι», είπε ο Φέιθγκολντ. «Αυτή είναι δικιά μου δουλειά. Η δικιά σου δουλειά είναι να τον ταΐζεις – όταν σου λέω. Και να φτυαρίζεις τα περιττώματά του».

Ο Φέιθγκολντ άρπαξε τα ηνία του Γουόρκφιν και τον τράβηξε έξω από το στάβλο. Ο Θορ ξεροκατάπιε καθώς τον παρακολουθούσε. Δεν είχε φανταστεί έτσι το ξεκίνημά του. Ήξερε ότι από κάπου θα άρχιζε, αλλά όλο αυτό ήταν ταπεινωτικό. Στο μυαλό του είχε εικόνες πολέμου, δόξας, μάχης, εκπαίδευσης και συναγωνισμού με άλλα αγόρια της ηλικίας του. Ποτέ δεν είχε δει τον εαυτό του ως υπηρέτη. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν είχε πάρει τη σωστή απόφαση.

Τελικά έφυγαν από τους σκοτεινούς στάβλους, βγήκαν στο λαμπερό φως της ημέρας και πήγαν πίσω στο μέρος που γίνονταν οι κονταρομαχίες. Ο Θορ μισόκλεισε τα μάτια του στο φως και για μια στιγμή ενθουσιάστηκε από τις φωνές του πλήθους που επευφημούσαν τους ιππότες που έπεφταν με θόρυβο ο ένας πάνω στον άλλον. Ποτέ δεν είχε ξανακούσει τέτοια κλαγγή μετάλλων και τη γη να σείεται από το μαζικό καλπασμό των αλόγων.

Ολόγυρά του υπήρχαν δεκάδες ιππότες μαζί με τους ακολούθους τους που έκαναν τις προετοιμασίες. Οι ακόλουθοι γυάλιζαν τις πανοπλίες των ιπποτών, γρασάριζαν τα όπλα, έλεγχαν τις σέλες και τα λουριά και έκαναν ένα δεύτερο έλεγχο στα όπλα καθώς οι ιππότες ανέβαιναν στα άλογά τους και περίμεναν να ακούσουν να φωνάζουν το όνομά τους.

«Έλμαλκιν!» ακούστηκε μια φωνή να αναγγέλλει τον επόμενο.

Ήταν ένας ιππότης από μια επαρχία που ο Θορ δεν ήξερε. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με κόκκινη πανοπλία που βγήκε από την πύλη πάνω στο άλογό του που κάλπαζε γρήγορα. Παρά τρίχα να χτυπήσει τον Θορ που πήδηξε την τελευταία στιγμή έξω από τον διάδρομο. Ο ιππότης έκανε την επίθεσή του τρέχοντας στο διάδρομο και με το κοντάρι του πέταξε κάτω την ασπίδα του ανταγωνιστή του. Ακούστηκε ένας δυνατός μεταλλικός θόρυβος αλλά το κοντάρι του άλλου ιππότη χτύπησε τον Έλμαλκιν που πετάχτηκε προς τα πίσω και προσγειώθηκε με την πλάτη στο έδαφος. Το πλήθος ζητωκραύγαζε.

Ο Έλμαλκιν συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του σηκώθηκε γρήγορα στα πόδια του και κάνοντας μια στροφή, άπλωσε το χέρι του στον ακόλουθό του που στέκονταν δίπλα στον Θορ.

«Το ρόπαλό μου!» φώναξε ο ιππότης.

Ο ακόλουθος δίπλα στον Θορ πετάχτηκε επάνω, άρπαξε ένα ρόπαλο από το ράφι με τα όπλα και έτρεξε βολίδα προς το κέντρο του διαδρόμου. Κατευθύνθηκε προς τον Έλμαλκιν, αλλά ο άλλος ιππότης, που είχε ήδη κάνει στροφή, ερχόταν κατά πάνω τους. Λίγο πριν προλάβει ο ακόλουθος να βάλει το ρόπαλο στο χέρι του αφέντη του, ο άλλος ιππότης έπεσε επάνω τους σαν κεραυνός. Ο ακόλουθος δεν πρόλαβε να φτάσει έγκαιρα στον Έλμαλκιν. Ο άλλος ιππότης έριξε ένα χτύπημα με το κοντάρι του που βρήκε το κεφάλι του ακόλουθου στο πλάι. Παραπατώντας από το δυνατό χτύπημα, ο ακόλουθος έκανε δύο στροφές και έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Δεν κουνήθηκε καθόλου. Από εκεί που στέκονταν ο Θορ μπορούσε να δει το αίμα να αναβλύζει από το κεφάλι του και να βάφει το χώμα.

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του Θορ.

«Δεν είναι ωραίο θέαμα, ε;»

Ο Θορ γύρισε και είδε τον Φέιθγκολντ να στέκεται δίπλα του και να τον κοιτάζει.

«Πρέπει να γίνεις δυνατός σαν ατσάλι, αγόρι μου. Εδώ είναι μάχη. Και εμείς συμμετέχουμε σ’ αυτή».

Το πλήθος ξαφνικά ησύχασε καθώς άνοιξε ο κεντρικός διάδρομος των κονταρομαχιών. Ο Θορ μπορούσε να αισθανθεί στον αέρα την προσμονή του πλήθους γι’ αυτόν τον αγώνα. Στη μια πλευρά ήταν ο Κέντρικ που βγήκε στο διάδρομο πάνω στο άλογό του κρατώντας το δόρυ του.

Στην απέναντι πλευρά, αντικριστά του, βγήκε ένας ιππότης με την χαρακτηριστική πανοπλία των ΜακΚλάουντ.

«ΜακΓκιλ εναντίον ΜακΚλάουντ» ο Φέιθγκολντ ψιθύρισε στον Θορ. «Βρισκόμαστε σε πόλεμο εδώ και χίλια χρόνια. Και αμφιβάλω αν αυτός ο αγώνας θα τον τελειώσει».

Και οι δύο ιππότες κατέβασαν το γείσο τους, η σάλπιγγα ήχησε, και με μια κραυγή και οι δύο επιτέθηκαν ο ένας στον άλλον.

Ο Θορ ήταν έκπληκτος από την ταχύτητα που ανέπτυξαν πριν συγκρουστούν με δυνατό θόρυβο δευτερόλεπτα αργότερα. Ο Θορ παρά λίγο να κλείσει τα αυτιά του με τα χέρια του. Το πλήθος παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα καθώς και οι δύο ιππότες έπεσαν από τα άλογά τους.

Και οι δύο σηκώθηκαν όρθιοι σχεδόν αμέσως και πέταξαν τις περικεφαλαίες τους καθώς οι ακόλουθοί τους έτρεξαν για να τους δώσουν δύο κοντά σπαθιά. Οι δύο ιππότες μάχονταν με όλη τους τη δύναμη. Καθώς έβλεπε τον Κέντρικ να κινείται και να επιτίθεται με το σπαθί του ο Θορ ένιωσε σαν υπνωτισμένος – το θέαμα είχε μοναδική χάρη και ομορφιά. Αλλά και ο ιππότης των ΜακΚλάουντ ήταν εξαιρετικός πολεμιστής. Έκαναν κινήσεις μπρος-πίσω μέχρι να εξαντλήσουν τον αντίπαλό τους, χωρίς κανείς από τους δύο να υποχωρεί στο παραμικρό.

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»