Бесплатно

Μια Αναζήτηση για Ήρωες

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена
Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ο Θορ κρύφτηκε μέσα στα άχυρα στο πίσω μέρος μιας άμαξας καθώς αυτή πέρναγε δίπλα του στον επαρχιακό δρόμο. Είχε καταφέρει να φτάσει ως το δρόμο το προηγούμενο βράδυ και περίμενε υπομονετικά ώσπου να περάσει κάποια άμαξα που να ήταν αρκετά μεγάλη για να ανέβει χωρίς να τον καταλάβουν. Είχε σκοτεινιάσει και η άμαξα πήγαινε αρκετά αργά για να τρέξει τόσο ώστε να την προλάβει και να πηδήξει επάνω από την πίσω πλευρά. Είχε πέσει μέσα στο άχυρο, χώθηκε από κάτω και κρύφτηκε καλά. Ευτυχώς, ο οδηγός δεν τον είχε δει. Ο Θορ δεν μπορούσε να ξέρει με βεβαιότητα αν η άμαξα πήγαινε πράγματι στην Αυλή του Βασιλιά, αλλά κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, και μια άμαξα αυτού του μεγέθους, ειδικά με αυτά τα διακριτικά, δεν θα μπορούσε να πηγαίνει σε πολλά άλλα μέρη.

Στη διάρκεια της διαδρομής μέσα στη νύχτα, έμεινε ξύπνιος για ώρες, και σκεφτόταν την συνάντηση που είχε με το Σάιμπολντ. Με τον Άργκον. Σκεφτόταν το πεπρωμένο του. Το σπίτι του. Τη μητέρα του. Ένιωθε ότι το σύμπαν του είχε απαντήσει και του είχε πει ότι η μοίρα του ήταν διαφορετική. Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, με τα χέρια κάτω από το κεφάλι του να κοιτάζει τον νυχτερινό ουρανό που φαινόταν μέσα από τον σχισμένο καμβά. Έβλεπε το σύμπαν, τόσο λαμπερό, με τα κόκκινα αστέρια του τόσο μακριά. Ήταν ενθουσιασμένος. Για πρώτη φορά στη ζωή του ταξίδευε. Δεν ήξερε προς τα που, αλλά ταξίδευε. Με τον ένα η τον άλλο τρόπο, θα κατάφερνε να φτάσει στην Αυλή του Βασιλιά.

Όταν ο Θορ άνοιξε τα μάτια του ήταν πια πρωί και το φως περνούσε μέσα και  πλημμύριζε την άμαξα. Κατάλαβε ότι είχε αποκοιμηθεί. Ανακάθισε γρήγορα και κοιτάζοντας γύρω του, κατέκρινε τον εαυτό του που άφησε να τον πάρει ο ύπνος. Θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός – ήταν τυχερός που δεν τον είχαν ανακαλύψει.

Η άμαξα συνέχισε να κινείται, αλλά δεν ταρακουνιόταν τόσο πολύ. Αυτό σήμαινε ένα πράγμα: καλύτερο δρόμο. Έπρεπε να ήταν κοντά σε πόλη. Ο Θορ κοίταξε κάτω και είδε πόσο ομαλός ήταν ο δρόμος, χωρίς πέτρες και χαντάκια, αλλά στρωμένος με λεπτά άσπρα χαλίκια. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά γρηγορότερα – πλησίαζαν στην Αυλή του Βασιλιά.

Ο Θορ κοίταξε έξω από την πίσω πλευρά της άμαξας και έμεινε άναυδος. Οι άψογοι δρόμοι ήταν γεμάτοι ζωντάνια. Δεκάδες άμαξες, όλων των σχημάτων και μεγεθών, πλημμύριζαν τους δρόμους και κουβαλούσαν όλων των ειδών τα εμπορεύματα. Το ένα ήταν φορτωμένο με γουναρικά, το άλλο με χαλιά, άλλο ένα με κοτόπουλα. Ανάμεσά τους περπατούσαν εκατοντάδες έμποροι, μερικοί καθοδηγούσαν βοοειδή, άλλοι κουβαλούσαν καλάθια με διάφορα προϊόντα στο κεφάλι τους. Τέσσερις άνδρες κουβαλούσαν ένα μπόγο με μεταξωτά που τα εξισορροπούσαν πάνω σε ραβδιά. Ήταν μια στρατιά ανθρώπων που όλοι κατευθύνονταν προς μια κατεύθυνση.

Ο Θορ αισθάνθηκε ζωντάνια. Δεν είχε δει ποτέ του τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους, τόσα πολλά αγαθά, και τόση κίνηση. Είχε περάσει όλη τη ζωή του σε ένα μικρό χωριό και τώρα βρίσκονταν σε ένα κόμβο γεμάτο με αθρώπους.

Άκουσε ένα δυνατό θόρυβο, το τρίξιμο αλυσίδων και το χτύπημα ενός τεράστιου κομματιού ξύλου που ήταν τόσο δυνατό που σείστηκε το έδαφος. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε ένας διαφορετικός ήχος από οπλές αλόγων που κάλπαζαν πάνω στο ξύλο. Κοίταξε χαμηλά και συνειδητοποίησε ότι διέσχιζαν μια γέφυρα κάτω απ’ την οποία υπήρχε μια τάφρος. Ήταν μια κινητή γέφυρα.

Ο Θορ έβγαλε έξω το κεφάλι του και είδε τεράστιες πέτρινες κολόνες, ενώ πιο πάνω υπήρχε μια σιδερένια πύλη με μυτερά σιδερένια δόντια. Περνούσαν μέσα από την Βασιλική Πύλη.

Ήταν η μεγαλύτερη πύλη που είχε δει ποτέ. Κοίταξε τα σιδερένια δόντια και σκέφτηκε με δέος πως αν η πύλη κατέβαινε ξαφνικά, θα τον έκοβε στη μέση. Εντόπισε τέσσερις στρατιώτες του Αργυρού Τάγματος του Βασιλιά να φρουρούν την είσοδο και η καρδιά του άρχισε να χτυπά ακόμα πιο δυνατά.

Πέρασαν μέσα από ένα μακρύ πέτρινο τούνελ, και αμέσως μετά ο ουρανός φάνηκε ξανά. Βρίσκονταν μέσα στην Αυλή του Βασιλιά.

Ο Θορ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Εδώ υπήρχε πολύ μεγαλύτερη κίνηση, και όσο απίθανο κι’ αν ήταν – χιλιάδες άνθρωποι φαίνονταν να πηγαίνουν προς κάθε κατεύθυνση. Υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις με πράσινο χορτάρι, τέλεια κομμένο, και ανθισμένα λουλούδια παντού. Ο δρόμος έγινε πιο πλατύς και στις άκρες του υπήρχαν κιόσκια, πωλητές και πέτρινα κτίρια. Και ανάμεσα σ’ όλα αυτά, οι άντρες του Βασιλιά. Στρατιώτες με λαμπερές πανοπλίες. Ο Θορ τα είχε καταφέρει.

Μέσα στον ενθουσιασμό του ξεχάστηκε και σηκώθηκε όρθιος. Αμέσως η άμαξα σταμάτησε επί τόπου κάνοντάς τον να πέσει απότομα προς τα πίσω και να προσγειωθεί με την πλάτη μέσα στο άχυρο. Πριν προλάβει να σηκωθεί, άκουσε τον ήχο από ένα ξύλο που κατέβαινε και σηκώνοντας τα μάτια του είδε έναν θυμωμένο γέρο, καραφλό και κουρελή να τον αγριοκοιτάζει. Ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, άρπαξε τον Θορ από τους αστραγάλους και με τα κοκαλιάρικα χέρια του τον τράβηξε έξω.

Ο Θορ, σαν να πέταγε, προσγειώθηκε άγαρμπα με την πλάτη στο χώμα του δρόμου, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης. Ολόγυρά του, ξέσπασαν δυνατά γέλια.

«Την άλλη φορά που θα ανέβεις στην άμαξά μου, θα σε δέσω χειροπόδαρα! Τώρα είσαι τυχερός που δεν φωνάζω τους στρατιώτες!»

Ο γέρος έκανε στροφή, έφτυσε, ανέβηκε βιαστικά πάνω στην άμαξα και με το μαστίγιο χτύπησε τα άλογά του για να ξεκινήσουν.

Ντροπιασμένος, ο Θορ μάζεψε το κουράγιο του αργά αργά και σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε γύρω. Κάποιοι περαστικοί γελούσαν αλλά όταν κι’ ο Θορ τους κοίταξε κοροϊδευτικά, έστρεψαν αλλού το βλέμμα τους. Τίναξε τη σκόνη από πάνω του και με τα χέρια του ξεσκόνισε τα μπράτσα του – είχε πληγωθεί η περηφάνια του, αλλά όχι το σώμα του.

Η καλή του διάθεση επέστρεψε καθώς κοιτούσε γύρω του θαμπωμένος και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να είναι χαρούμενος που είχε φτάσει τουλάχιστον ως εδώ. Τώρα που είχε βγει από την άμαξα μπορούσε να κοιτάει γύρω του ελεύθερα και αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικά ένα υπέροχο θέαμα: η Αυλή απλώνονταν τόσο μακριά όσο έφτανε η ματιά του. Στο κέντρο της βρίσκονταν ένα εξαίσιο πέτρινο παλάτι που ήταν οχυρωμένο γύρω γύρω με πανύψηλα τείχη. Πάνω στην κορυφή τους τα τείχη ήταν διακοσμημένα με στηθαία που έμοιαζαν σαν στέμμα και εκεί περιπολούσε ο στρατός του Βασιλιά. Ολόγυρά του ήταν καταπράσινες εκτάσεις, άψογα συντηρημένες, πέτρινες πλατείες, σιντριβάνια και συστάδες δέντρων. Ήταν μια μεγάλη πόλη. Και ήταν πλημμυρισμένη με κόσμο.

Η καρδιά του για μια στιγμή σκίρτησε καθώς, στο βάθος, είδε ένα ιπποδρόμιο για κονταρομαχίες, με τον χωμάτινο διάδρομό του και το διαχωριστικό σχοινί στη μέση. Σε ένα άλλο γήπεδο, μπορούσε να δει στρατιώτες που έριχναν δόρατα σε μακρινούς στόχους, ενώ σ’ ένα άλλο υπήρχαν τοξότες που έριχναν σε στόχους από άχυρο. Φαινόταν ότι παντού υπήρχαν αγωνίσματα και συναγωνισμοί. Υπήρχε και μουσική: λαούτα και φλάουτα και κύμβαλα και ομάδες μουσικών να περιφέρονται. Και κρασί σε τεράστια βαρέλια που τα κυλούσαν για να τα φέρουν έξω. Για τα φαγητά ετοιμάζονταν πελώρια τραπέζια που απλώνονταν ως εκεί που μπορούσε να δει η ματιά του. Έμοιαζε σαν να είχε φτάσει στη μέση μιας πολύ μεγάλης γιορτής. Όμως, όσο εκθαμβωτικά κι’ αν ήταν όλα αυτά, ο Θορ ένιωθε την ανάγκη να πάει να βρει την Λεγεώνα. Είχε ήδη αργήσει και έπρεπε να παρουσιαστεί.

Έτρεξε βιαστικά προς τον πρώτο άνθρωπο που είδε, έναν μεσόκοπο άντρα με ματωμένα ρούχα που έμοιαζε ότι ήταν χασάπης και κατηφόριζε βιαστικά στο δρόμο. Όλοι εδώ βιάζονταν πολύ.

«Με συγχωρείτε, κύριε», είπε ο Θορ αρπάζοντάς τον από το μπράτσο.

Ο άντρας κοίταξε το χέρι του Θορ υποτιμητικά.

«Τι θες, αγόρι μου;»

«Ψάχνω τη Λεγεώνα του Βασιλιά. Μήπως ξέρετε που εκπαιδεύονται;»

«Σου μοιάζω για χάρτης;» είπε ο άντρας με συριχτή φωνή και έφυγε τρέχοντας.

Ο Θορ αιφνιδιάστηκε από την αγένειά του.

Πλησίασε βιαστικά το επόμενο άτομο που είδε – μια γυναίκα που ζύμωνε με το αλεύρι της σε ένα μακρύ τραπέζι. Υπήρχαν αρκετές γυναίκες στο ίδιο τραπέζι και όλες τους δούλευαν σκληρά. Ο Θορ υπέθεσε ότι κάποια απ’ αυτές θα ήξερε.

«Με συγχωρείτε, δεσποινίς», είπε. «Μήπως τυχόν ξέρετε που εκπαιδεύεται η Λεγεώνα του Βασιλιά;»

Κοίταξε η μια την άλλη και άρχισαν να χαχανίζουν – μερικές από αυτές δεν ήταν πολύ πιο μεγάλες απ’ αυτόν.

«Ψάχνεις σε λάθος μέρος», αυτή είπε. «Εδώ εμείς προετοιμαζόμαστε για τη γιορτή».

«Μου είπαν, όμως, ότι εκπαιδεύονται στην Αυλή του Βασιλιά», είπε ο Θορ μπερδεμένος.

Οι γυναίκες άρχισαν να γελούν ξανά, πιο συγκρατημένα αυτή τη φορά. Η πιο μεγάλη έβαλε τα χέρια της στους γοφούς της και κούνησε το κεφάλι της.

«Κάνεις σαν να είναι η πρώτη σου φορά στην Αυλή του Βασιλιά. Δεν έχεις ιδέα πόσο μεγάλη είναι;»

Ο Θορ κοκκίνισε καθώς οι άλλες γυναίκες άρχισαν πάλι να γελάνε, έτσι γύρισε κι’ έφυγε σαν σίφουνας. Δεν του άρεσε να τον κοροϊδεύουν.

Μπροστά του έβλεπε καμιά δεκαριά δρόμους να περνάνε και να στρίβουν από κάθε πέρασμα μέσα στην Αυλή του Βασιλιά, ενώ διάσπαρτες στα πέτρινα τείχη ήταν τουλάχιστον δώδεκα είσοδοι. Το μέγεθος και το εύρος αυτού του τόπου ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Είχε το κακό προαίσθημα ότι ακόμα κι’ αν έψαχνε μέρες δεν θα εύρισκε τη Λεγεώνα.

Τότε του ήρθε μια ιδέα. Ένας στρατιώτης θα ήξερε σίγουρα που εκπαιδεύονταν οι άλλοι. Ένιωθε αμηχανία στην ιδέα ότι θα πλησίαζε έναν πραγματικό στρατιώτη του Βασιλιά, αλλά καταλάβαινε ότι έπρεπε.

Γύρισε και πήγε βιαστικά προς το τείχος, στον στρατιώτη που στέκονταν φρουρός στην πιο κοντινή είσοδο, ελπίζοντας ότι δεν θα τον πέταγε έξω. Ο στρατιώτης στέκονταν καμαρωτός και κοίταζε ευθεία μπροστά.

«Ψάχνω την Λεγεώνα του Βασιλιά», είπε ο Θορ, επιστρατεύοντας την πιο γενναία φωνή του.

Ο στρατιώτης συνέχισε να κοιτάει ευθεία μπροστά, αγνοώντας τον.

«Είπα, ψάχνω για την Λεγεώνα του Βασιλιά!» ο Θορ επέμεινε, πιο δυνατά και πιο αποφασιστικά για να κάνει τον στρατιώτη να τον προσέξει.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ο στρατιώτης έριξε μια περιφρονητική ματιά προς το μέρος του.

«Μπορείτε να μου πείτε πού είναι;» είπε ο Θορ πιεστικά.

«Και τι δουλειά έχεις εσύ μαζί τους;»

Πολύ σημαντική δουλειά», ο Θορ είπε με πειστικό τρόπο, ελπίζοντας ότι ο στρατιώτης δεν θα ρώταγε περισσότερα.

 

Ο στρατιώτης ξαναπήρε την ίδια στάση και κοιτάζοντας ευθεία μπροστά τον αγνόησε για άλλη μια φορά. Ο Θορ ένιωσε βαθιά θλίψη μέσα του, ενώ φοβόταν ότι δεν θα έπαιρνε ποτέ απάντηση από κανέναν.

Μετά από λίγο, που του φάνηκε όμως σαν αιωνιότητα, ο στρατιώτης απάντησε: «Πάρε την ανατολική πύλη και πήγαινε βόρεια όσο πιο μακριά μπορείς. Πάρε την τρίτη πύλη στ’ αριστερά σου, μετά στρίψε δεξιά στη διακλάδωση, και ξανά δεξιά. Πέρασε μέσα από την δεύτερη πέτρινη αψίδα και το στρατόπεδό τους είναι πέρα από την πύλη. Αλλά σου λέω, χάνεις τον χρόνο σου. Δεν δέχονται επισκέπτες».

Ο Θορ δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα άλλο. Χωρίς να χάσει στιγμή, έστριψε και διέσχισε τρέχοντας το χωράφι, ακολουθώντας τις οδηγίες, ενώ τις επαναλάμβανε συνεχώς στο μυαλό του. Έβλεπε τον ήλιο ψηλά στον ουρανό και προσευχήθηκε να μην ήταν ήδη πολύ αργά όταν θα έφτανε.

*

Ο Θορ κατηφόρισε στα άψογα μονοπάτια που ήταν στρωμένα με λεπτό χαλικάκι διασχίζοντας την Αυλή του Βασιλιά. Προσπαθούσε να ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες, ελπίζοντας πως δεν θα χαθεί. Όταν έφτασε στην άλλη άκρη της αυλής, είδε όλες τις πύλες και διάλεξε την τρίτη στ’ αριστερά του. Πέρασε από κάτω και μετά ακολούθησε τις διακλαδώσεις στρίβοντας στο ένα μονοπάτι μετά το άλλο. Έτρεχε κόντρα στις άμαξες, στους χιλιάδες ανθρώπους που συνέρρεαν στην πόλη και στα πλήθη που γίνονταν όλο και πυκνότερα από λεπτό σε λεπτό. Πέρναγε ξυστά από τους οργανοπαίχτες με τα λαούτα, τους ζογκλέρ, τους γελωτοποιούς και όλους όσοι ήταν εκεί για να διασκεδάσουν τα πλήθη. Ήταν όλοι τους ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα.

Ο Θορ δεν άντεχε στην ιδέα ότι η επιλογή θα άρχιζε χωρίς αυτός να είναι εκεί και προσπαθούσε να συγκεντρωθεί όσο πιο πολύ μπορούσε για να βρίσκει τα σωστά μονοπάτια, το ένα μετά το άλλο, ψάχνοντας ταυτόχρονα για κάποιο σημάδι ότι πλησίαζε στο στρατόπεδο εκπαίδευσης. Πέρασε κάτω από μια αψίδα, κατηφόρισε σ’ άλλον ένα δρόμο, και μετά, εκεί στο βάθος, είδε αυτό που δεν μπορούσε παρά να είναι το πεπρωμένο του – ένα μίνι Κολοσσαίο, χτισμένο με πέτρα σε τέλειο κύκλο. Στρατιώτες φρουρούσαν την τεράστια πύλη στο κέντρο του. Ο Θορ άκουσε συγκρατημένες επευφημίες πίσω από τους τοίχους του και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Εδώ ήταν το μέρος.

Συνέχισε να τρέχει ενώ τα πνευμόνια του κόντευαν να σκάσουν. Μόλις έφτασε στην πύλη, δύο φρουροί βγήκαν μπροστά και κατέβασαν τις λόγχες τους κλείνοντάς του το δρόμο. Ένας τρίτος φρουρός ήρθε μπροστά και σήκωσε την παλάμη του.

«Σταμάτα εκεί που είσαι», τον πρόσταξε.

Ο Θορ σταμάτησε απότομα, λαχανιασμένος, αλλά μετά βίας μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του.

«Δεν… δεν… καταλαβαίνετε», είπε ασθμαίνοντας, με τις λέξεις να κόβονται καθώς προσπαθούσε να αναπνεύσει. «Πρέπει να μπω μέσα. Άργησα».

«Άργησες για ποιο πράγμα;»

«Για την επιλογή».

Ο φρουρός, ένας κοντός, βαρύς άντρας με δέρμα γεμάτο σημάδια, γύρισε και κοίταξε τους άλλους, οι οποίοι με τη σειρά τους τον κοίταξαν κυνικά. Γύρισε και εξέτασε τον Θορ με ένα υποτιμητικό βλέμμα.

«Οι νεοσύλλεκτοι έφτασαν εδώ πριν από ώρες, με τα βασιλικά οχήματα. Αν δεν έχεις προσκληθεί, δεν μπορείς να μπεις».

«Αλλά δεν καταλαβαίνετε. Πρέπει —»

Ο φρουρός άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τον Θορ από το πουκάμισο.

«Εσύ δεν καταλαβαίνεις, μικρό, θρασύ αγόρι. Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ και να προσπαθείς να περάσεις με το ζόρι; Τώρα φύγε – πριν σε αλυσοδέσω».

Έσπρωξε τον Θορ, που έκανε αρκετά βήματα πίσω παραπατώντας.

Ο Θορ ένιωσε ένα πόνο στο στήθος εκεί που τον είχε ακουμπήσει το χέρι του φρουρού – αλλά πιο πολύ απ’ αυτό, ένιωθε τον πόνο της απόρριψης. Ήταν αγανακτισμένος. Δεν είχε έρθει τόσο δρόμο για να τον διώξει ένας φρουρός χωρίς καν να τον δουν. Ήταν αποφασισμένος να μπει μέσα.

Ο φρουρός γύρισε πίσω στους άντρες του και ο Θορ απομακρύνθηκε αργά αργά πηγαίνοντας γύρω από το κυκλικό κτίριο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχε ένα σχέδιο. Περπάτησε ώσπου οι άντρες να μην μπορούν να τον δουν πια, και μετά άρχισε να τρέχει ελαφρά και αθόρυβα κατά μήκος των τειχών. Έλεγξε για να βεβαιωθεί ότι οι φρουροί δεν τον παρακολουθούσαν και μετά άρχισε να τρέχει πολύ πιο γρήγορα. Όταν είχε φτάσει στα μισά της διαδρομής γύρω από το κτίριο, εντόπισε άλλο ένα άνοιγμα που οδηγούσε μέσα στην αρένα. Ψηλά πάνω στο πέτρινο τείχος υπήρχαν αψιδωτά ανοίγματα τα οποία, όμως, προστατεύονταν με σιδερένια κάγκελα. Σε ένα από αυτά τα ανοίγματα έλειπαν τα κάγκελα. Άκουσε κι’ άλλες επευφημίες και ανεβαίνοντας πάνω στο περβάζι, κοίταξε κάτω.

Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Μέσα στο τεράστιο κυκλικό στρατόπεδο εκπαίδευσης βρίσκονταν δεκάδες νεοσύλλεκτοι – συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών του. Ήταν παρατεταγμένοι απέναντι από μια ομάδα στρατιωτών του Αργυρού Τάγματος. Οι άντρες του βασιλιά βάδιζαν ανάμεσά τους συναθροίζοντάς τους.

Μία άλλη ομάδα νεοσύλλεκτων στέκονταν στην άλλη πλευρά κάτω από το άγρυπνο μάτι ενός στρατιώτη και έριχναν ακόντια σε ένα μακρινό στόχο. Ένας από αυτούς αστόχησε.

Οι φλέβες του Θορ έκαιγαν από την αγανάκτηση. Αυτός θα μπορούσε να είχε χτυπήσει τους στόχους. Ήταν το ίδιο καλός όσο οποιοσδήποτε άλλος από αυτούς. Δεν ήταν δίκαιο να τον αφήσουν έξω μόνο και μόνο επειδή ήταν μικρότερος σε ηλικία και λίγο πιο μικρόσωμος.

Ξαφνικά, ο Θορ ένιωσε ένα χέρι στην πλάτη του και καθώς αυτό τον τράβηξε πίσω, έφυγε απότομα προς τα κάτω και έπεσε με γδούπο στο έδαφος σαν κουβάρι. Σήκωσε τα μάτια του και είδε τον φρουρό από την πύλη να του χαμογελά ειρωνικά.

«Τι σου είπα, νεαρέ;»

Πριν μπορέσει να αντιδράσει, ο φρουρός πήρε φόρα και κλώτσησε δυνατά τον Θορ που ένιωσε ένα δυνατό πόνο στα πλευρά του, ενώ ο φρουρός ετοιμαζόταν να τον ξανακλωτσήσει.

Αυτή τη φορά, ο Θορ άρπαξε το πόδι του φρουρού στον αέρα. Το τράβηξε δυνατά και εκείνος έχασε την ισορροπία του και έπεσε.

Ο Θορ σηκώθηκε αμέσως, αλλά και ο φρουρός έκανε το ίδιο. Ο Θορ τον κοίταξε, σοκαρισμένος απ’ αυτό που είχε κάνει. Απέναντί του ο φρουρός τον αγριοκοίταγε.

«Όχι μόνο θα σε δέσω», είπε ο φρουρός με συριχτή φωνή, «αλλά θα σε κάνω να πληρώσεις γι’ αυτό. Κανείς δεν αγγίζει έναν φρουρό του Βασιλιά! Ξέχνα το να μπεις στη Λεγεώνα – τώρα θα σαπίσεις στα μπουντρούμια! Θα είσαι τυχερός αν ποτέ ξαναβγείς από εκεί.!»

Ο φρουρός έβγαλε μια αλυσίδα με λουκέτο στην άκρη. Πλησίασε τον Θορ με την εκδίκηση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

Το μυαλό του Θορ πήρε γρήγορες στροφές. Δεν μπορούσε να αφήσει τον εαυτό του να τον αλυσοδέσουν – και σίγουρα δεν ήθελε να βλάψει ένα Φρουρό του Βασιλιά. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι – γρήγορα.

Θυμήθηκε τη σφεντόνα του. Μόλις την έπιασε, τα αντανακλαστικά του ανέλαβαν τη συνέχεια. Την άρπαξε, έβαλε μέσα την πέτρα, σημάδεψε, και την άφησε να φύγει.

Η πέτρα έσχισε τον αέρα και χτύπησε τις αλυσίδες από το χέρι του φρουρού που είχε μείνει άναυδος. Χτύπησε επίσης και τα δάκτυλά του. Ο φρουρός, έκανε ένα βήμα πίσω και κούνησε το χέρι του, ουρλιάζοντας από πόνο, καθώς οι αλυσίδες έπεφταν με θόρυβο στο έδαφος.

Ο φρουρός έριξε μια θανατηφόρα ματιά στον Θορ και τράβηξε το σπαθί του. Αυτό βγήκε από τη θήκη του με τον χαρακτηριστικό μεταλλικό του ήχο.

«Αυτό ήταν το τελευταίο σου λάθος», τον απείλησε ο φρουρός με κακία και όρμησε κατά πάνω του.

Ο Θορ δεν είχε καμία άλλη επιλογή. Αυτός ο άνθρωπος δεν επρόκειτο να τον αφήσει να φύγει. Έβαλε άλλη μια πέτρα στη σφεντόνα και του την έριξε. Ο στόχος του ήταν καλά μελετημένος – δεν ήθελε να σκοτώσει τον φουρό, αλλά έπρεπε να τον σταματήσει. Έτσι, αντί να στοχεύσει στην καρδιά του, τη μύτη, τα μάτια, ή το κεφάλι του, ο Θορ στόχευσε στο μοναδικό μέρος που ήξερε ότι θα τον σταματούσε, χωρίς όμως να τον σκοτώσει.

Ανάμεσα στα πόδια του.

Άφησε την πέτρα να φύγει – όχι με όλη του τη δύναμη, αλλά αρκετή για να τον ρίξει κάτω.

Ήταν το τέλειο χτύπημα.

Ο φρουρός διπλώθηκε στα δύο, και ρίχνοντας το σπαθί του, έβαλε σφιχτά τα χέρια του γύρω από τα γεννητικά του όργανα. Μετά κατέρρευσε στο έδαφος και κουλουριάστηκε σαν μπάλα.

«Θα σε κρεμάσουν γι’ αυτό που έκανες!» φώναξε απειλητικά ανάμεσα σε βογγητά πόνου. «Φρουροί! Φρουροί!»

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε στο βάθος αρκετούς φρουρούς του Βασιλιά να τρέχουν προς το μέρος του.

Ήταν τώρα ή ποτέ.

Χωρίς να χάσει στιγμή, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το περβάζι του παραθύρου. Θα έπρεπε να περάσει μέσα απ’ αυτό, να πηδήξει κάτω στην αρένα και να πάει να παρουσιαστεί. Και ήταν αποφασισμένος να δώσει μάχη με όποιον θα προσπαθούσε να μπει εμπόδιο στο δρόμο του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Ο ΜακΓκιλ καθόταν στην επάνω αίθουσα του κάστρου του, στην προσωπική του αίθουσα, εκείνη που χρησιμοποιούσε για τις προσωπικές του υποθέσεις. Καθόταν στον ατομικό του θρόνο, που ήταν φτιαγμένος από σκαλιστό ξύλο, και κοίταζε τα τέσσερα παιδιά του που στέκονταν μπροστά του. Εκεί ήταν ο Κέντρικ, ο μεγαλύτερος γιος του που στα είκοσι πέντε του ήταν εξαιρετικός πολεμιστής και πραγματικός τζέντλεμαν. Απ’ όλα του τα παιδιά, αυτός έμοιαζε στον ΜακΓκιλ περισσότερο – πραγματική ειρωνεία μια και ήταν εξώγαμος. Ήταν το μόνο του παραστράτημα με μια άλλη γυναίκα που την είχε προ πολλού ξεχάσει. Ο ΜακΓκιλ είχε αναθρέψει τον Κέντρικ μαζί με τα νόμιμα παιδιά του, παρά τις αρχικές διαμαρτυρίες της Βασίλισσας, υπό τον όρο ότι δεν θα ανέβαινε ποτέ στον θρόνο. Τώρα αυτό ήταν κάτι που τον πονούσε πραγματικά αφού, ο Κέντρικ ήταν ο πιο εξαίρετος άνθρωπος που γνώριζε, και ένας γιος που ήταν περήφανος που είχε. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ καλύτερος διάδοχος στο βασίλειό του.

Δίπλα στον Κέντρικ, και σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτόν, στεκόταν ο Γκάρεθ, ο δευτερότοκος γιος του – δηλαδή ο πρωτότοκος νόμιμος γιος του. Ο Γκάρεθ ήταν είκοσι τριών, λεπτός με βαθουλωτά μάγουλα και μεγάλα καστανά μάτια που δεν σταματούσαν να κινούνται. Ο χαρακτήρας του δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός από τον μεγαλύτερο αδελφό του. Ο Γκάρεθ ήταν ακριβώς ό,τι δεν ήταν ο Κέντρικ. Ενώ ο αδελφός του ήταν ευθύς και ειλικρινής, ο Γκάρεθ έκρυβε τις πραγματικές τους σκέψεις. Εκεί που ο αδελφός του ήταν υπερήφανος και ευγενής, ο Γκάρεθ ήταν δόλιος και ανέντιμος. Το γεγονός ότι αντιπαθούσε τον ίδιο του το γιο πονούσε πραγματικά τον ΜακΓκιλ. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να διορθώσει τον χαρακτήρα του, αλλά μετά από κάποιο σημείο, όταν το αγόρι ήταν στην εφηβεία του, ο ΜακΓκιλ αποφάσισε ότι ο χαρακτήρας του ήταν έμφυτος. Ο Γκάρεθ ήταν δολοπλόκος, διψούσε για εξουσία και ήταν φιλόδοξος, αλλά με την αρνητική έννοια της λέξης. Ο ΜακΓκιλ ήξερε επίσης ότι ο Γκάρεθ δεν είχε καμία προτίμηση για τις γυναίκες, αλλά είχε αρκετούς άντρες εραστές. Άλλοι βασιλιάδες θα είχαν διώξει ένα τέτοιο γιο, αλλά ο ΜακΓκιλ ήταν πιο ανοιχτόμυαλος, και σε ό,τι τον αφορούσε, αυτός δεν ήταν λόγος να μην τον αγαπάει. Δεν τον κατέκρινε γι’ αυτό. Γι’ αυτό, όμως που πράγματι τον κατέκρινε, ήταν ο ραδιούργος χαρακτήρας του – κάτι που δεν μπορούσε να παραβλέψει.

Ακριβώς δίπλα στον Γκάρεθ στεκόταν η δευτερότοκη κόρη του ΜακΓκιλ, η Γκουέντολιν. Είχε μόλις κλείσει τα δεκάξι της χρόνια και ήταν ένα από τα ομορφότερα κορίτσια που υπήρχαν – ενώ η ομορφιά του χαρακτήρα της επισκίαζε ακόμα και την εμφάνισή της. Ήταν ευγενική, γενναιόδωρη, έντιμη – η πιο εξαιρετική κοπέλα απ’ όσες ήξερε. Από την άποψη αυτή, έμοιαζε πολύ με τον Κέντρικ. Κοιτούσε τον ΜακΓκιλ με την αγάπη μιας κόρης για τον πατέρα της και σε κάθε της ματιά ένιωθε πάντα την πίστη της σ’ αυτόν. Ήταν πολύ πιο περήφανος γι’ αυτή παρά για τους γιους του.

Δίπλα ακριβώς στην Γκουέντολιν, ήταν ο πιο μικρός γιος του ΜακΓκιλ, ο Ρις, ένα περήφανο παλικάρι γεμάτο ζωντάνια και θάρρος που στα δεκατέσσερά του άρχιζε να γίνεται άντρας. Ο ΜακΓκιλ είχε παρακολουθήσει την ένταξή του στη Λεγεώνα, και ήδη μπορούσε να δει τι άντρας επρόκειτο να γίνει. Ο ΜακΓκιλ δεν είχε καμία αμφιβολία. Ο Ρις θα ήταν ο καλύτερός του γιος και θα γινόταν εξαιρετικός κυβερνήτης. Αλλά αυτή η μέρα δεν είχε φτάσει ακόμα. Ήταν ακόμα πολύ μικρός και είχε πολλά να μάθει.

Ο ΜακΓκιλ είχε ανάμεικτα συναισθήματα καθώς κοίταζε προσεκτικά αυτά τα τέσσερα παιδιά, τους τρεις γιους του και την κόρη του, να στέκονται μπροστά του. Ένιωθε υπερηφάνεια ανάμικτη με απογοήτευση. Ένιωθε επίσης θυμό και δυσαρέσκεια που δύο από τα παιδιά του δεν ήταν εκεί. Η μεγαλύτερη, η κόρη του η Λουάντα, φυσικά ετοιμαζόταν για τον γάμο της, και αφού μετά το γάμο της θα έφευγε για άλλο βασίλειο, δεν είχε λόγο να παραβρίσκεται σ’ αυτή την συζήτηση σχετικά με την διαδοχή. Όμως, ο άλλος του γιος, ο δεκαοκτάχρονος Γκόντφρι, ο μεσαίος, ήταν απών και ο ΜακΓκιλ είχε κοκκινίσει από την περιφρόνηση που του έδειχνε.

Από τότε που ήταν μικρό παιδί, ο Γκόντφρι έδειχνε την περιφρόνησή του για τη βασιλεία και ήταν σαφές ότι ποτέ του δεν θα νοιαζόταν για τον θεσμό ή για να κυβερνήσει. Αλλά η μεγαλύτερη απογοήτευση του ΜακΓκιλ ήταν ότι ο Γκόντφρι προτιμούσε να περνάει τον καιρό του σε μπυραρίες με κακές παρέες, προκαλώντας συνεχώς στην βασιλική οικογένεια όλο και μεγαλύτερη ντροπή και ατίμωση. Ήταν ένας τεμπέλης που κοιμόταν τη μισή ημέρα ενώ την άλλη μισή την περνούσε στο ποτό. Από τη μια πλευρά, ο ΜακΓκιλ ένιωθε ανακουφισμένος που δεν είχε έρθει, όμως από την άλλη, αυτή ήταν μια προσβολή που δεν μπορούσε να αντέξει. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι που περίμενε και γι’ αυτό το λόγο είχε στείλει τους άντρες του από νωρίς να χτενίσουν τις μπυραρίες, για να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω. Ο ΜακΓκιλ καθόταν σιωπηλός και περίμενε, έως ότου οι φρουροί εκτέλεσαν την εντολή.

 

Η βαριά δρύινη πόρτα τελικά άνοιξε με θόρυβο και μέσα μπήκαν οι βασιλικοί φρουροί που έσερναν τον Γκόντφρι ανάμεσά τους. Του έδωσαν μια σπρωξιά και ο Γκόντφρι μπήκε παραπατώντας μέσα στην αίθουσα καθώς οι φρουροί έκλειναν την πόρτα πίσω του.

Τα αδέλφια του γύρισαν όλα και τον κοίταξαν. Ο Γκόντφρι ήταν απεριποίητος, βρωμούσε μπύρα, ήταν αξύριστος και μισοντυμένος. Τους χαμογέλασε. Αυθάδης, όπως πάντα.

«Γεια σου Πατέρα», είπε ο Γκόντφρι. «Έχασα κάτι καλό;»

«Στάσου εκεί μαζί με τα αδέλφια σου και περίμενε να σας μιλήσω. Αν δεν το κάνεις, μάρτυράς μου ο Θεός, θα σε αλυσοδέσω και θα σε στείλω στα μπουντρούμια μαζί με τους υπόλοιπους κοινούς κρατούμενους, και δεν πρόκειται να δεις φαγητό – πόσο μάλλον μπύρα – για τρεις ολόκληρες μέρες.

Προκλητικά, ο Γκόντφρι αγριοκοίταξε τον πατέρα του. Σ’ αυτή την ματιά, ο ΜακΓκιλ μπορούσε να διακρίνει κάποια βαθιά αποθέματα δύναμης, κάτι από τον εαυτό του, μια σπίθα που κάποια μέρα θα έφερνε κάτι καλό για τον Γκόντφρι. Αν μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει την ίδια του την προσωπικότητα.

Επαναστατικός ως το τέλος, ο Γκόντφρι περίμενε περίπου δέκα δευτερόλεπτα πριν τελικά υπακούσει και κάνει μερικά βαριεστημένα βήματα για να πάει να σταθεί μαζί με τους άλλους.

Ο ΜακΓκιλ κοίταζε προσεκτικά τα πέντε παιδιά που στέκονταν μπροστά του: τον νόθο, τον διεστραμμένο, τον μέθυσο, την κόρη του και τον μικρότερο γιο του. Ήταν ένα παράξενο μείγμα και σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν όλοι τους δικά του παιδιά. Και τώρα, την ημέρα του γάμου της μεγάλης του κόρης, το καθήκον του ήταν να διαλέξει ένα διάδοχο από αυτή την ομάδα. Πώς ήταν δυνατόν;

Ήταν μια δοκιμασία ματαιότητας. Στο κάτω κάτω, βρισκόταν ακόμα στην ακμή του και θα μπορούσε να κυβερνήσει για άλλα τριάντα χρόνια. Όποιον διάδοχο κι’ αν διάλεγε σήμερα, μπορεί να μην ανέβαινε στον θρόνο για δεκαετίες. Όλη αυτή η παράδοση τον ενοχλούσε. Μπορεί να ήταν καλή για την εποχή των προγόνων του, αλλά δεν είχε καμία θέση στο σήμερα.

Ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του.

«Συγκεντρωθήκαμε εδώ σήμερα ακολουθώντας την παράδοση. Όπως γνωρίζετε, την σημερινή ημέρα, την ημέρα του γάμου της μεγαλύτερης κόρης μου, το καθήκον μου είναι να ορίσω διάδοχο του θρόνου. Ένας διάδοχος που θα κυβερνήσει αυτό το βασίλειο. Σε περίπτωση που πεθάνω, δεν υπάρχει κανένας καταλληλότερος για να κυβερνήσει από την μητέρα σας. Άλλά οι νόμοι του βασιλείου μας ορίζουν ότι μόνο ένας απόγονος του βασιλιά μπορεί να γίνει διάδοχος. Επομένως, πρέπει να επιλέξω.

Ο ΜακΓκιλ κράτησε την ανάσα του καθώς σκεφτόταν. Μια βαριά σιωπή απλώνονταν στον αέρα και μπορούσε να αισθανθεί το βάρος της προσμονής. Κοίταζε μέσα στα μάτια τους και έβλεπε διαφορετικές εκφράσεις στον καθένα. Το εξώγαμο παιδί του φαινόταν ότι είχε ήδη παραιτηθεί, ξέροντας ότι δεν επρόκειτο να είναι αυτός που θα επιλέγονταν. Τα μάτια του διεστραμμένου γυάλιζαν από φιλοδοξία, καθώς περίμενε ότι ήταν φυσικό ο κλήρος να πέσει σ’ αυτόν. Ο μέθυσος κοίταζε έξω από το παράθυρο – δεν τον ένοιαζε καθόλου. Η κόρη του τον κοίταγε με αγάπη, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν μέρος αυτής της συζήτησης, αλλά αγαπούσε τον πατέρα της ούτως ή άλλως. Το ίδιο και ο μικρότερος γιος του.

«Κέντρικ, πάντα σε θεωρούσε έναν αληθινό γιο. Αλλά οι νόμοι του βασιλείου μας με εμποδίζουν να περάσω την βασιλεία σε οποιονδήποτε άλλο που δεν έχει πλήρη νομιμότητα».

Ο Κέντρικ υποκλίθηκε. «Πατέρα, δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Είμαι ευχαριστημένος με όσα έχω. Σε παρακαλώ, μην στεναχωριέσαι».

Ο ΜακΓκιλ ένιωσε πόνο με την απάντησή του. Ήξερε πόσο αληθινός ήταν και όλο και πιο πολύ ήθελε να μπορούσε να τον ορίσει διάδοχό του.

«Επομένως μένετε τέσσερις. Ρις, εσύ είσαι ένας καταπληκτικός νέος, από τους καλύτερους που έχω δει ποτέ. Αλλά είσαι πολύ μικρός για να πάρεις μέρος σε μια τέτοια συζήτηση».

«Και εγώ το ίδιο πιστεύω, Πατέρα», απάντησε ο Ρις με μια ελαφρά υπόκλιση.

«Γκόντφρι, είσαι ένας από τους τρεις νόμιμους γιους μου – αλλά εσύ έχεις διαλέξει να σπαταλάς τον χρόνο σου στις μπυραρίες με τους βρωμιάρηδες. Σου έδωσα όλα τα προνόμια στη ζωή, αλλά εσύ τα έχεις απορρίψει όλα. Αν έχω μια μεγάλη απογοήτευση στη ζωή μου, αυτή είσαι εσύ».

Ο Γκόντφρι αντί για απάντηση έκανε μια γκριμάτσα και κινήθηκε άβολα.

«Λοιπόν, υποθέτω πως εγώ δεν έχω άλλη δουλειά εδώ και μπορώ να ξαναπάω στη μπυραρία, εντάξει, Πατέρα;»

Με μια γρήγορη κοροϊδευτική υπόκλιση, ο Γκόντφρι έκανε στροφή και με καμαρωτό βήμα κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

«Γύρνα πίσω αμέσως!» φώναξε κοφτά ο ΜακΓκιλ. «ΤΩΡΑ!»

Ο Γκόντφρι, αγνοώντας τον, συνέχισε να περπατάει κορδωτά. Διέσχισε την αίθουσα, τράβηξε την πόρτα και την άνοιξε. Δύο φρουροί στέκονταν απ’ έξω.

Ο ΜακΓκιλ έβραζε από θυμό καθώς οι δύο φρουροί τον κοίταζαν με απορία.

Αλλά ο Γκόντφρι δεν περίμενε. Πέρασε ανάμεσά τους στην ανοιχτή αίθουσα.

«Συλλάβετέ τον!» φώναξε ο ΜακΓκιλ. «Και βάλτε τον κάπου που να μην τον δει η Βασίλισσα. Δεν θέλω η μητέρα του να στεναχωρεθεί βλέποντάς τον την ημέρα του γάμου της κόρης της».

«Μάλιστα, Βασιλιά μου», είπαν, κλείνοντας την πόρτα καθώς έτρεξαν για να τον συλλάβουν.

Ο ΜακΓκιλ κάθισε εκεί και παίρνοντας βαθιές ανάσες προσπάθησε να ηρεμήσει. Για χιλιοστή φορά, αναρωτήθηκε τι κακό είχε κάνει για να αξίζει ένα τέτοιο παιδί.

Κοίταξε ξανά τα παιδιά του που είχαν μείνει στην αίθουσα. Και οι τέσσερις τον κοίταζαν περιμένοντας μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ο ΜακΓκιλ πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.

«Μετά απ’ αυτό, έχετε μείνει δύο», συνέχισε. «Και από εσάς τους δύο, έχω διαλέξει τον διάδοχό μου».

Ο ΜακΓκιλ στράφηκε προς την κόρη του.

«Γκουέντολιν, ο διάδοχός μου είσαι εσύ».

Ένα ψιθυριστό «ααα» ακούστηκε στην αίθουσα. Όλα τα παιδιά του φαίνονταν σοκαρισμένα, και περισσότερο απ’ όλους η ίδια η Γκουέντολιν.

«Πατέρα, μιλάς σοβαρά;» ρώτησε ο Γκάρεθ. «Είπες, Γκουέντολιν;»

«Πατέρα, με τιμά η απόφασή σου», είπε η Γκουέντολιν. «Αλλά δεν μπορώ να δεχτώ. Είμαι γυναίκα».

«Είναι αλήθεια, δεν έχει ποτέ καθίσει γυναίκα στον θρόνο των ΜακΓκιλ. Αλλά, εγώ αποφάσισα ότι έχει έρθει η ώρα για να αλλάξει η παράδοση. Γκουέντολιν, έχεις το πιο εξαιρετικό μυαλό και χαρακτήρα από οποιαδήποτε άλλη κοπέλα γνωρίζω. Είσαι νέα, αλλά με το θέλημα του Θεού, δεν θα πεθάνω τώρα σύντομα, και όταν θα έρθει η ώρα, θα έχεις γίνει αρκετά σοφή για να κυβερνήσεις. Το βασίλειο θα είναι δικό σου».

«Αλλά Πατέρα!» φώναξε ο Γκάρεθ με το πρόσωπό του κάτωχρο. «Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος νόμιμος γιος σου! Ανέκαθεν, σε όλη την ιστορία των ΜακΓκιλ, η βασιλεία έχει πάει στον μεγαλύτερο γιο!»

«Εγώ είμαι ο Βασιλιάς», ο ΜακΓκιλ απάντησε έντονα, «και εγώ επιβάλλω την παράδοση».

«Αλλά αυτό δεν είναι δίκαιο!» ο Γκάρεθ είπε παρακλητικά με φωνή που ακούγονταν σαν κλαψούρισμα. «Υποτίθεται ότι εγώ θα γινόμουν βασιλιάς. Όχι η αδελφή μου. Όχι μια γυναίκα!»

«Μάζεψε τα λόγια σου, αγόρι μου!» φώναξε ο ΜακΓκιλ, τρέμοντας από την οργή του. «Τολμάς να αμφισβητείς την κρίση μου;»

«Δηλαδή εγώ παραγκωνίζομαι για μια γυναίκα; Αυτή είναι η γνώμη σου για μένα;”

«Έχω πάρει την απόφασή μου», είπε ο ΜακΓκιλ. «Και εσύ θα την σεβαστείς και θα την υπακούσεις πιστά, όπως κάθε άλλος υπήκοος στο βασίλειό μου. Τώρα, μπορείτε να φύγετε όλοι σας».

Τα παιδιά του υποκλίθηκαν σκύβοντας το κεφάλι και βγήκαν βιαστικά από την αίθουσα.

Αλλά ο Γκάρεθ σταμάτησε στην πόρτα, μην μπορώντας να πείσει τον εαυτό του να φύγει.

Γύρισε πίσω, και, μόνος του, ήρθε αντιμέτωπος με τον πατέρα του.

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»